Η Τέχνη της Ερμηνείας 24 5 2005
Ο Πολ Ρικέρ, ο σπουδαίος Γάλλος φιλόσοφος, που πέθανε στα 92 του χρόνια, διατήρησε μέχρι το τέλος τη ζωντάνια και τη νεότητα της σκέψης του. Μιλώντας πριν από δύο χρόνια σε μια ιταλική εφημερίδα, ο Ρικέρ περιέγραφε τη συμφιλίωσή του με την ιδέα του θανάτου ως εξής:
«Οπως το είπε και ο Μοντέν, εγώ ζω ένα είδος εξοικείωσης με τον θάνατο, από τη μια μεριά με το να τον αποδέχομαι ως μεγάλο ισοπεδωτή -ο φιλόσοφος πεθαίνει όπως και όλοι οι άλλοι- και από την άλλη νιώθωντας μια έντονη αγάπη για τη ζωή. Επιθυμώ να ζήσω, μου προξενεί χαρά το να ζω. Γι' αυτό οφείλω να παλεύω ενάντια στη θλίψη και μάλιστα ενάντια στην ευχαρίστηση που δίνει η θλίψη, αλλά και ενάντια στην απειλή της πλήξης, που έγκειται στο να λέμε: αυτό που συμβαίνει το έχω ήδη δει. Δεν θέλω να κάνω τον θάνατο μια πράξη ζωής, αλλά θέλω να αισθάνομαι ζωντανός ώς τη στιγμή του θανάτου» («Corriere della Sera», 1-3-03).
Ο θάνατος είχε σημαδέψει τη ζωή του Ρικέρ ήδη από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Γεννημένος στις 27 Φεβρουαρίου 1913, στις παραμονές του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, έμεινε από πολύ νωρίς ορφανός (η μητέρα του πέθανε έξι μήνες μετά τη γέννησή του και ο πατέρας του σκοτώθηκε στο μέτωπο το 1915). Το κενό που άφησε αυτή η διπλή τραγική απώλεια θα προσπαθήσει να το καλύψει με το πάθος του για τη γνώση, τη μελέτη και την έρευνα.
Διαδρομές του πνεύματος
Πνευματικός κληρονόμος του Χούσερλ και του χριστιανικού υπαρξισμού (Γκαμπριέλ Μαρσέλ, Εμανουέλ Μουνιέ, Καρλ Γιάσπερς), ο Ρικέρ συνέβαλε στην ανανέωση της ερμηνευτικής, ανοίγοντας ένα γόνιμο θεωρητικό διάλογο με τη θεολογία, τη γλωσσολογία, την ψυχανάλυση, τη λογοτεχνία και την ιστορία.
Συγχωνεύοντας τις επιρροές που άσκησαν στη διαμόρφωση της σκέψης του η φαινομενολογία, ο υπαρξισμός, ο περσοναλισμός και άλλα ρεύματα, ο Ρικέρ άνοιξε ένα δικό του δρόμο, που τον οδήγησε πρώτα στο να συλλάβει τον άνθρωπο ως ενεργητικό υποκείμενο ικανό να παρεμβαίνει -για το καλό ή το κακό- στην κοινωνία και στον κόσμο, έπειτα σε μια περιεκτική και πλούσια ιδέα για τη λειτουργία της γλώσσας και τέλος στην επεξεργασία μιας ηθικής φιλοσοφίας που εμπνέεται από την ιδέα της δικαιοσύνης και είναι ικανή να μας καθοδηγεί ισορροπώντας ανάμεσα στις αφηρημένες ηθικές επιταγές και στο πέλαγος των αβεβαιοτήτων και των διλημμάτων του πρακτικού βίου. Αλλα μεγάλα θέματά του ήταν η λειτουργία της αφήγησης στη θεμελίωση του συμβολικού μας κόσμου, το πρόβλημα της ταυτότητας και της σχέσης με τον Αλλο, το ζήτημα της μνήμης και της λήθης, η σύγκρουση των πολλαπλών ερμηνειών και η ριζική κρίση της συνείδησης μετά από την επίθεση που δέχθηκε από τη «σχολή της υποψίας».
Σύμφωνα με τον Ρικέρ, οι Μαρξ, Νίτσε και Φρόιντ επιτέθηκαν στην καρτεσιανή ιδέα του σκεφτόμενου «εγώ», καταγγέλλοντας τη συνείδηση ως «ψευδή» και ανοίγοντας το κουτί της Πανδώρας, όπου κρύβονταν το οικονομικό συμφέρον, η βούληση για δύναμη και η σεξουαλική επιθυμία.
Ο στοχασμός ως διάλογος
Σε ένα παλαιότερο άρθρο του («Liberation», 19-12-1991), ο Ρομπέρ Μαζιορί είχε αναφερθεί στην τύχη του έργου του Ρικέρ και είχε φιλοτεχνήσει με ζωηρά χρώματα το φιλοσοφικό του πορτρέτο. Παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτό το άρθρο: «Στη δεκαετία του '70 ο Πολ Ρικέρ είχε αγνοηθεί παρά τη "Ζωντανή μεταφορά", που δημοσιεύτηκε το 1975. Πίσω από τις μορφές του Σαρτρ, του Αλτουσέρ, του Λακάν, του Φουκό, του Ντελέζ, του Λεβί-Στρος, του Ντεριντά -για να μη μιλήσουμε για τον Μάο!- δεν γινόταν αντιληπτή η παρουσία κανενός άλλου. Κι ωστόσο είχε πρωταγωνιστήσει στις "μεγάλες συζητήσεις" για τη γλωσσολογία, τη ψυχανάλυση, τον στρουκτουραλισμό και είχε δημιουργήσει ένα επιβλητικό έργο. Αλλά ο Ρικέρ δεν μπορούσε να ταξινομηθεί και επομένως τον τοποθετούσαν στην "άλλη πλευρά". Εξάλλου, βρισκόταν συχνά μακριά: στο Σικάγο. Η "επιστροφή του Ρικέρ" γίνεται το 1983, τη χρονιά της δημοσίευσης του έργου του "Temps et recit", που γίνεται παράλληλα με την έκδοση μιας συλλογής πολιτικών άρθρων του ("Lectures 1"). Το ενδιαφέρον είναι άμεσο. Ενα θεωρητικό συμπόσιο αφιερωμένο στο έργο του, το 1988, διαπιστώνει το "απόγειο" της "διεθνούς ακτινοβολίας" του φιλοσόφου. Η σκέψη του Ρικέρ, που ασκείται σε όλα τα πεδία της γνώσης -την ψυχανάλυση, την ερμηνεία της Βίβλου, την πολιτική, την ποιητική, τη λογοτεχνική θεωρία, τη γλωσσολογία, τη φαινομενολογία- είναι ωστόσο δύσκολο να αποδοθεί και να εξηγηθεί συνοπτικά. Ολα τα έργα αυτού του ακούραστου αναγνώστη είναι διάλογοι με τους στοχαστές που συναντάει κάθε φορά στον δρόμο του, έτσι ώστε για να τον συναντήσουμε θα πρέπει να περάσουμε μέσα από άλλους, από τον κήπο του Γιάσπερς, του Χούσερλ, του Σλάιερμαχερ, του Μπενβενίστ, του Γκάνταμερ, του Χάιντεγκερ, της Αρεντ, του Πάτοτσκα, του Οστιν, του Μπούλτμαν... και ακόμη του Θεού, της Αλίκης ή του Κυανοπώγωνα! Οπως έχει γράψει ο Ζαν Γκρες, "τα παράθυρα της σκέψης του Ρικέρ είναι ανοιχτά σε ολόκληρο τον κόσμο"...
Πίστη και φιλοσοφία
Δεν θα καταλαβαίναμε καθόλου τον Ρικέρ αν παραγνωρίζαμε τη σχέση του με τον χριστιανισμό και με τον προτεσταντισμό, ιδίως όπως αυτός "αναθεωρήθηκε" από τον θεολόγο Καρλ Μπαρτ. Αλλά η φλογερή προτεσταντική πίστη δεν οδήγησε τον Ρικέρ να κάνει ούτε μια φιλοσοφία της θρησκείας ούτε και μια θρησκευτική φιλοσοφία. Στο έργο του ο Θεός εμφανίζεται ως Εκείνος που μιλάει μέσα στη Βίβλο, έτσι ώστε, όπως έγραψε ο Πιερ Κολίν, "για να τον ξαναβρούμε θα πρέπει να πάρουμε τον μακρύ δρόμο της βιβλικής ερμηνείας". Το γεγονός ότι ο Ρικέρ εγγράφεται στη χριστιανική παράδοση, τον οδηγεί να θέτει τον άνθρωπο σε μια παράδοξη κατάσταση: εξ ολοκλήρου υπεύθυνος και ταυτόχρονα με περιορισμένη την αξίωσή του να τοποθετείται ως κέντρο. Η "πνευματική οικογένεια" στην οποία ανήκε ο Πολ Ρικέρ είναι εκείνη που εκπροσωπεί στη Γαλλία η περιοδική επιθεώρηση «Esprit», που δημιουργήθηκε το 1932 από τον Εμανουέλ Μουνιέ, στο πρόσωπο του οποίου ο Ρικέρ αναγνώριζε έναν από τους δασκάλους του.
Ο πρώτος δάσκαλος του Ρικέρ υπήρξε αναμφίβολα ο Γκαμπριέλ Μαρσέλ. Χάρη στον Μαρσέλ ο Ρικέρ θα ανακαλύψει τον Καρλ Γιάσπερς. Στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του στη Γερμανία (από το 1940 ώς το 1945) ο Ρικέρ θα έχει την ευκαιρία να βρει όλα τα βιβλία του Γερμανού φιλοσόφου και θα συγγράψει μαζί με τον σύντροφό του στην εξορία Μικέλ Ντιφρέν τη μελέτη "Ο Καρλ Γιάσπερς και η φιλοσοφία της ύπαρξης", που θα εκδοθεί το 1947. (...).
Επιστήμη της ερμηνείας, η ερμηνευτική που επεξεργάστηκε ο Ρικέρ δεν θα γίνει ποτέ μια ενοποιημένη επιστήμη, αλλά θα παραμείνει μια "σύγκρουση ερμηνειών". Το πεδίο της έχει ναρκοθετηθεί από τους "δασκάλους της υποψίας", τον Μαρξ, τον Νίτσε και τον Φρόιντ, οι οποίοι έσπειραν την αμφιβολία, όχι για τον κόσμο, αλλά για τα ίδια τα εργαλεία της κριτικής, τη συνείδηση και τον λόγο που "ξεγελιούνται" από τις δικές τους αυταπάτες. Ο Ρικέρ δεν θεωρεί ότι ο ιστορικός υλισμός, η ψυχανάλυση ή η νιτσεϊκή γενεαλογία έχουν μόνο μιαν αρνητική ή απομυθοποιητική λειτουργία στην κουλτούρα. Η δική του προσπάθεια θέλει να συμβάλει στην ανάδυση "ενός νέου βασιλείου της αλήθειας, όχι μόνο με μια καταστροφική κριτική, αλλά με την επινόηση μιας τέχνης της ερμηνείας". Αυτό είναι το καθήκον που ο Ρικέρ αναθέτει στη φιλοσοφική ερμηνευτική».
Ο Πολ Ρικέρ, ο σπουδαίος Γάλλος φιλόσοφος, που πέθανε στα 92 του χρόνια, διατήρησε μέχρι το τέλος τη ζωντάνια και τη νεότητα της σκέψης του. Μιλώντας πριν από δύο χρόνια σε μια ιταλική εφημερίδα, ο Ρικέρ περιέγραφε τη συμφιλίωσή του με την ιδέα του θανάτου ως εξής:
«Οπως το είπε και ο Μοντέν, εγώ ζω ένα είδος εξοικείωσης με τον θάνατο, από τη μια μεριά με το να τον αποδέχομαι ως μεγάλο ισοπεδωτή -ο φιλόσοφος πεθαίνει όπως και όλοι οι άλλοι- και από την άλλη νιώθωντας μια έντονη αγάπη για τη ζωή. Επιθυμώ να ζήσω, μου προξενεί χαρά το να ζω. Γι' αυτό οφείλω να παλεύω ενάντια στη θλίψη και μάλιστα ενάντια στην ευχαρίστηση που δίνει η θλίψη, αλλά και ενάντια στην απειλή της πλήξης, που έγκειται στο να λέμε: αυτό που συμβαίνει το έχω ήδη δει. Δεν θέλω να κάνω τον θάνατο μια πράξη ζωής, αλλά θέλω να αισθάνομαι ζωντανός ώς τη στιγμή του θανάτου» («Corriere della Sera», 1-3-03).
Ο θάνατος είχε σημαδέψει τη ζωή του Ρικέρ ήδη από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Γεννημένος στις 27 Φεβρουαρίου 1913, στις παραμονές του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, έμεινε από πολύ νωρίς ορφανός (η μητέρα του πέθανε έξι μήνες μετά τη γέννησή του και ο πατέρας του σκοτώθηκε στο μέτωπο το 1915). Το κενό που άφησε αυτή η διπλή τραγική απώλεια θα προσπαθήσει να το καλύψει με το πάθος του για τη γνώση, τη μελέτη και την έρευνα.
Διαδρομές του πνεύματος
Πνευματικός κληρονόμος του Χούσερλ και του χριστιανικού υπαρξισμού (Γκαμπριέλ Μαρσέλ, Εμανουέλ Μουνιέ, Καρλ Γιάσπερς), ο Ρικέρ συνέβαλε στην ανανέωση της ερμηνευτικής, ανοίγοντας ένα γόνιμο θεωρητικό διάλογο με τη θεολογία, τη γλωσσολογία, την ψυχανάλυση, τη λογοτεχνία και την ιστορία.
Συγχωνεύοντας τις επιρροές που άσκησαν στη διαμόρφωση της σκέψης του η φαινομενολογία, ο υπαρξισμός, ο περσοναλισμός και άλλα ρεύματα, ο Ρικέρ άνοιξε ένα δικό του δρόμο, που τον οδήγησε πρώτα στο να συλλάβει τον άνθρωπο ως ενεργητικό υποκείμενο ικανό να παρεμβαίνει -για το καλό ή το κακό- στην κοινωνία και στον κόσμο, έπειτα σε μια περιεκτική και πλούσια ιδέα για τη λειτουργία της γλώσσας και τέλος στην επεξεργασία μιας ηθικής φιλοσοφίας που εμπνέεται από την ιδέα της δικαιοσύνης και είναι ικανή να μας καθοδηγεί ισορροπώντας ανάμεσα στις αφηρημένες ηθικές επιταγές και στο πέλαγος των αβεβαιοτήτων και των διλημμάτων του πρακτικού βίου. Αλλα μεγάλα θέματά του ήταν η λειτουργία της αφήγησης στη θεμελίωση του συμβολικού μας κόσμου, το πρόβλημα της ταυτότητας και της σχέσης με τον Αλλο, το ζήτημα της μνήμης και της λήθης, η σύγκρουση των πολλαπλών ερμηνειών και η ριζική κρίση της συνείδησης μετά από την επίθεση που δέχθηκε από τη «σχολή της υποψίας».
Σύμφωνα με τον Ρικέρ, οι Μαρξ, Νίτσε και Φρόιντ επιτέθηκαν στην καρτεσιανή ιδέα του σκεφτόμενου «εγώ», καταγγέλλοντας τη συνείδηση ως «ψευδή» και ανοίγοντας το κουτί της Πανδώρας, όπου κρύβονταν το οικονομικό συμφέρον, η βούληση για δύναμη και η σεξουαλική επιθυμία.
Ο στοχασμός ως διάλογος
Σε ένα παλαιότερο άρθρο του («Liberation», 19-12-1991), ο Ρομπέρ Μαζιορί είχε αναφερθεί στην τύχη του έργου του Ρικέρ και είχε φιλοτεχνήσει με ζωηρά χρώματα το φιλοσοφικό του πορτρέτο. Παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτό το άρθρο: «Στη δεκαετία του '70 ο Πολ Ρικέρ είχε αγνοηθεί παρά τη "Ζωντανή μεταφορά", που δημοσιεύτηκε το 1975. Πίσω από τις μορφές του Σαρτρ, του Αλτουσέρ, του Λακάν, του Φουκό, του Ντελέζ, του Λεβί-Στρος, του Ντεριντά -για να μη μιλήσουμε για τον Μάο!- δεν γινόταν αντιληπτή η παρουσία κανενός άλλου. Κι ωστόσο είχε πρωταγωνιστήσει στις "μεγάλες συζητήσεις" για τη γλωσσολογία, τη ψυχανάλυση, τον στρουκτουραλισμό και είχε δημιουργήσει ένα επιβλητικό έργο. Αλλά ο Ρικέρ δεν μπορούσε να ταξινομηθεί και επομένως τον τοποθετούσαν στην "άλλη πλευρά". Εξάλλου, βρισκόταν συχνά μακριά: στο Σικάγο. Η "επιστροφή του Ρικέρ" γίνεται το 1983, τη χρονιά της δημοσίευσης του έργου του "Temps et recit", που γίνεται παράλληλα με την έκδοση μιας συλλογής πολιτικών άρθρων του ("Lectures 1"). Το ενδιαφέρον είναι άμεσο. Ενα θεωρητικό συμπόσιο αφιερωμένο στο έργο του, το 1988, διαπιστώνει το "απόγειο" της "διεθνούς ακτινοβολίας" του φιλοσόφου. Η σκέψη του Ρικέρ, που ασκείται σε όλα τα πεδία της γνώσης -την ψυχανάλυση, την ερμηνεία της Βίβλου, την πολιτική, την ποιητική, τη λογοτεχνική θεωρία, τη γλωσσολογία, τη φαινομενολογία- είναι ωστόσο δύσκολο να αποδοθεί και να εξηγηθεί συνοπτικά. Ολα τα έργα αυτού του ακούραστου αναγνώστη είναι διάλογοι με τους στοχαστές που συναντάει κάθε φορά στον δρόμο του, έτσι ώστε για να τον συναντήσουμε θα πρέπει να περάσουμε μέσα από άλλους, από τον κήπο του Γιάσπερς, του Χούσερλ, του Σλάιερμαχερ, του Μπενβενίστ, του Γκάνταμερ, του Χάιντεγκερ, της Αρεντ, του Πάτοτσκα, του Οστιν, του Μπούλτμαν... και ακόμη του Θεού, της Αλίκης ή του Κυανοπώγωνα! Οπως έχει γράψει ο Ζαν Γκρες, "τα παράθυρα της σκέψης του Ρικέρ είναι ανοιχτά σε ολόκληρο τον κόσμο"...
Πίστη και φιλοσοφία
Δεν θα καταλαβαίναμε καθόλου τον Ρικέρ αν παραγνωρίζαμε τη σχέση του με τον χριστιανισμό και με τον προτεσταντισμό, ιδίως όπως αυτός "αναθεωρήθηκε" από τον θεολόγο Καρλ Μπαρτ. Αλλά η φλογερή προτεσταντική πίστη δεν οδήγησε τον Ρικέρ να κάνει ούτε μια φιλοσοφία της θρησκείας ούτε και μια θρησκευτική φιλοσοφία. Στο έργο του ο Θεός εμφανίζεται ως Εκείνος που μιλάει μέσα στη Βίβλο, έτσι ώστε, όπως έγραψε ο Πιερ Κολίν, "για να τον ξαναβρούμε θα πρέπει να πάρουμε τον μακρύ δρόμο της βιβλικής ερμηνείας". Το γεγονός ότι ο Ρικέρ εγγράφεται στη χριστιανική παράδοση, τον οδηγεί να θέτει τον άνθρωπο σε μια παράδοξη κατάσταση: εξ ολοκλήρου υπεύθυνος και ταυτόχρονα με περιορισμένη την αξίωσή του να τοποθετείται ως κέντρο. Η "πνευματική οικογένεια" στην οποία ανήκε ο Πολ Ρικέρ είναι εκείνη που εκπροσωπεί στη Γαλλία η περιοδική επιθεώρηση «Esprit», που δημιουργήθηκε το 1932 από τον Εμανουέλ Μουνιέ, στο πρόσωπο του οποίου ο Ρικέρ αναγνώριζε έναν από τους δασκάλους του.
Ο πρώτος δάσκαλος του Ρικέρ υπήρξε αναμφίβολα ο Γκαμπριέλ Μαρσέλ. Χάρη στον Μαρσέλ ο Ρικέρ θα ανακαλύψει τον Καρλ Γιάσπερς. Στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του στη Γερμανία (από το 1940 ώς το 1945) ο Ρικέρ θα έχει την ευκαιρία να βρει όλα τα βιβλία του Γερμανού φιλοσόφου και θα συγγράψει μαζί με τον σύντροφό του στην εξορία Μικέλ Ντιφρέν τη μελέτη "Ο Καρλ Γιάσπερς και η φιλοσοφία της ύπαρξης", που θα εκδοθεί το 1947. (...).
Επιστήμη της ερμηνείας, η ερμηνευτική που επεξεργάστηκε ο Ρικέρ δεν θα γίνει ποτέ μια ενοποιημένη επιστήμη, αλλά θα παραμείνει μια "σύγκρουση ερμηνειών". Το πεδίο της έχει ναρκοθετηθεί από τους "δασκάλους της υποψίας", τον Μαρξ, τον Νίτσε και τον Φρόιντ, οι οποίοι έσπειραν την αμφιβολία, όχι για τον κόσμο, αλλά για τα ίδια τα εργαλεία της κριτικής, τη συνείδηση και τον λόγο που "ξεγελιούνται" από τις δικές τους αυταπάτες. Ο Ρικέρ δεν θεωρεί ότι ο ιστορικός υλισμός, η ψυχανάλυση ή η νιτσεϊκή γενεαλογία έχουν μόνο μιαν αρνητική ή απομυθοποιητική λειτουργία στην κουλτούρα. Η δική του προσπάθεια θέλει να συμβάλει στην ανάδυση "ενός νέου βασιλείου της αλήθειας, όχι μόνο με μια καταστροφική κριτική, αλλά με την επινόηση μιας τέχνης της ερμηνείας". Αυτό είναι το καθήκον που ο Ρικέρ αναθέτει στη φιλοσοφική ερμηνευτική».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου