Ο Jacques Marie Emile Lacan γεννήθηκε στο Παρίσι στις 13 Απριλίου του 1901. Ο πατέρας του, Alfred, προερχόταν από μια οικογένεια της Ορλεάνης με παράδοση στην οξοποιία τον οίκο Dessaux. Η μητέρα του, Emilie Baudry, ήταν μια αυστηρή γυναίκα που «διαπνεόταν από χριστιανικά ιδεώδη». Στην παιδική του ηλικία φαίνεται ότι δέσποζε η μορφή του παππού του, Emile, ατόμου αυταρχικού, με τον οποίο ο πατέρας του είχε ψυχρανθεί. Ο Ζάκ ήταν ο πρωτότοκος γιος. Στα 1902 γεννιέται κι ένα δεύτερο αγόρι, που θα πεθάνει σε ηλικία δύο ετών, το 1903 γεννιέται η αδελφή του Μαντλέν και το 1907 ο Μάρκ Μαρί. Αυτός ο μικρός αδελφός θα πάρει το όνομα Μάρκ Φρανσουά και θα εισέλθει στο τάγμα των Βενεδικτίνων μοναχών στο αβαείο της Hautecombe. Η Μαντλέν θα παντρευτεί ένα μακρινό τους συγγενή και θα ζήσει για πολλά χρόνια στην Ινδοκίνα.
Ο Ζάκ Λακάν έκανε λαμπρές σπουδές στο κολέγιο stanislas στο Παρίσι. Ήδη από την εφηβεία είχε έφεση στη φιλοσοφία κι ένα ιδιαίτερο πάθος με τον Σπινόζα. Λένε ότι είχε στον τοίχο του δωματίου του ένα σχεδιάγραμμα των αρθρώσεων της σπινοζικής ηθικής. Από πολύ νωρίς συχνάζει στο βιβλιοπωλείο της Αδριανής Μονιέ, όπου γνωρίζει τους υπερρεαλιστές Αντρέ Μπρετόν και Φιλίπ Σουπώ. Θα παρευρεθεί και στην πρώτη ανάγνωση του Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς που έγινε σ’ αυτό το βιβλιοπωλείο.
Ενδιαφέρεται για τον Φρόιντ, καθώς επίσης και για τις ιδέες του Σάρλ Μωράς. δίστασε μάλιστα κάποιο καιρό ανάμεσα στην πολιτική και την ιατρική σταδιοδρομία. Θα επιλέξει τη δεύτερη. Εκείνο τον καιρό, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αρχίζει η διάδοση των ιδεών του Φρόυντ στη Γαλλία, παρότι η αντίσταση που συναντούν είναι μεγαλύτερη απ’ αυτήν που συνάντησαν σε άλλες χώρες. Το βασικό κανάλι ήταν η ψυχιατρική. Συνέβαλαν όμως και οι υπερρεαλιστές, καθώς και άλλοι λογοτεχνικοί κύκλοι.
Ο Λακάν θα ειδικευτεί στη νευρολογία και στην ψυχιατρική. Θα κάνει την πρακτική του στο ειδικό ψυχιατρείο της Αστυνομικής Διεύθυνσης, το οποίο διευθύνει ο Gaëtan Gatian de clérambault. Παρότι οι σχέσεις τους δεν ήταν καλές, ο Λακάν θα πει αργότερα ότι ο Κλεραμπώ ήταν ο μόνος δάσκαλός του στην ψυχιατρική. Στη συνέχεια θα γίνει προϊστάμενος στο τμήμα ψυχικών παθήσεων του νοσοκομείου της Αγίας Άννας, το οποίο διευθύνει ο Ηenri Claude. Στο ίδιο νοσοκομείο θα βρεθούν και οι πρώτοι Γάλλοι ψυχαναλυτές, μεταξύ των οποίων οι René La-Forgue, Angelo Hesnard και η Eugénie Sokolnicka Θα παρακολουθήσει επίσης, στην École Pratique des Hautes Études, το Σεμινάριο του Αλεξάντρ Κοζέβ, που εισήγαγε τον Χέγκελ στη Γαλλία. Εκεί θα συναντήσει, μεταξύ άλλων, τους Ραιυμόν Αρόν, Ραιυμόν Κενώ, Μωρίς Μερλώ-Ποντύ και Ζώρζ Μπατάιγ. Παρακολουθεί επίσης τα μαθήματα του Αλεξάντρ Κοϋρέ για την ιστορία των επιστημών.
Εκείνα τα χρόνια ο Λακάν θα κάνει ανακοινώσεις και θα δημοσιεύσει άρθρα που πραγματεύονται νευρολογικά και ψυχιατρικά ζητήματα. Απ’ αυτά μνημονεύουμε το κείμενο για τα «ταυτόχρονα παραληρήματα», [folies simultanées – «τρέλα για δύο»], που γράφτηκε σε συνεργασία με τους Claude και Migault το 1931. Το ίδιο έτος παρουσιάζεται το άρθρο «΄΄Εμπνευσμένα΄΄ γραπτά: σχιζογραφία», το οποίο συνυπογράφει μαζί με τους Lévy-Valensi και Migault. Αυτό το άρθρο, μαζί με άλλα δύο που δημοσιεύτηκαν στην υπερρεαλιστική επιθεώρηση ο Μινώταυρος, θα προσαρτηθεί εν είδει συμπληρώματος στην επανέκδοση της διδακτορικής του διατριβής το 1975. Το επόμενο έτος ο Λακάν θα υποστηρίζει τη διατριβή του: Για την παρανοϊκή ψύχωση στις σχέσεις της με την προσωπικότητα. Η διατριβή του Λακάν γνώρισε πραγματική επιτυχία, προκαλώντας το ενδιαφέρον του Janet αλλά και των υπερρεαλιστών. Το έργο αυτό βασίζεται σε μια μονογραφία για την περίπτωση μιας ψυχωτικής γυναίκας, της Αϊμέ [Αγαπημένης]. Με αφετηρία αυτή την ψυχωτική περίπτωση, ο Λακάν δημιούργησε μια νέα νοσογραφική κατηγορία: την παράνοια της αυτοτιμωρίας.
Στο πρώτο μέρος αυτής της διατριβής, που είναι εξαιρετικά τεκμηριωμένο, εξετάζονται οι ψυχιατρικές θεωρίες της εποχής. Τα κυριότερα ρεύματα είναι δύο. Διαχωρίζονται ανάλογα με το αν αποδίδουν οργανικό ή ψυχογενετικό αίτιο στην ψύχωση. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η αναζήτηση αιτιότητας στο παραλήρημα. Για τον Λακάν εκείνης της εποχής, η παράνοια πρέπει να θεωρηθεί επέκεινα της αιτίας. Εισάγει την έννοια της «προσωπικότητας», με αφορμή την περίπτωση της Αϊμέ, της οποίας και αναλύει λεπτομερειακά το ιστορικό καθώς και τη λογοτεχνική της παραγωγή. Ο Λακάν παρακολουθούσε την Αϊμέ στο νοσοκομείο της Αγίας Άννας, όπου ήταν έγκλειστη μετά την απόπειρά της να μαχαιρώσει μια διάσημη ηθοποιό. Παρουσίαζε διωκτικό παραλήρημα.
Πριν από τον εγκλεισμό της είχε λογοτεχνικές φιλοδοξίες και είχε γράψει δύο μυθιστορήματα, πολλά μικρότερα κείμενα και επιστολές. Ο Λακάν τα μελέτησε πολύ προσεκτικά, φτάνοντας μέχρι τις λεπτομέρειες. Ίσως σ’ αυτή την πρακτική της ανάγνωσης βρίσκεται η αφετηρία της κατοπινής του διατύπωσης «σχολιάζοντας ένα κείμενο είναι σαν να κάνεις μια ανάλυση».
Ενδιαφέρεται επίσης για τις σχέσεις μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, για τη δυναμική του δεσμού μεταξύ ατομικού και κοινωνικού. Σ’ αυτή του την προβληματική επικαλείται τη φροϋδική θεωρία και στηρίζεται στο κείμενο του Φρόυντ. «Για ορισμένους νευρωτικούς μηχανισμούς στη ζήλια, στην παράνοια και στην ομοφυλοφιλία», το οποίο μεταφράζει και δημοσιεύει στη Γαλλική Επιθεώρηση Ψυχανάλυσης (Revue Française de Psychanalyse). Το 1933 θα δημοσιεύσει στην υπερρεαλιστική επιθεώρηση ο Μινώταυρος ένα άρθρο με τον τίτλο «Κίνητρα του παρανοϊκού εγκλήματος: το έγκλημα των αδελφών Παπέν». Ο Λακάν θα δει αυτό το έγκλημα μέσα από το πρίσμα της παρανοϊκής ψύχωσης, και ιδιαίτερα σαν μια περίπτωση «τρέλας για δύο» (Folie à deux).
Η πρώτη βασική εμφάνιση του Λακάν γίνεται το 1936 στο συνέδριο της Διεθνούς Εταιρίας της Ψυχανάλυσης, στο Μάριενμπαντ, όπου πρωτοπαρουσίασε την περίφημη θέση του για το «στάδιο του Καθρέφτη», που ήδη περιείχε ένα μεγάλο μέρος από την κατοπινή διδασκαλία του. Στα ακόλουθα χρόνια, σαν ψυχίατρος, ιατροδικαστής και ψυχαναλυτής συνέχισε τα δημοσιεύματα του πάνω στο ίδιο θέμα. Ο Ζάκ Λακάν ίδρυσε το 1953 την Ψυχαναλυτική Εταιρία του Παρισιού, με σκοπό την επιστροφή στον Φρόυντ, και σε αντίδραση στη νόθευση της ψυχανάλυσης, της οποίας ο Λακάν υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος, πραγματοποίησε το ιδρυτικό της συνέδριο στη Ρώμη το καλοκαίρι του 1953 γύρω από ένα κείμενο του Λακάν που έγινε πασίγνωστο με τον τίτλο «η Εισήγηση της Ρώμης», και με το φανέρωμα ενός δεύτερους σταθμού στη σκέψη του Λακάν , όπου η ψυχανάλυση και ο στρουκτουραλισμός συναντιούνται, ενώ τα αναλυτικά γεγονότα ερμηνεύονται σαν εκδηλώσεις της γλώσσας. Το 1964 η Γαλλική Εταιρία διαλύθηκε και ιδρύθηκε από τον Λακάν και τους μαθητές του, με τη διεύθυνσή του, η φροϋδική Σχολή του Παρισιού. Στα τελευταία χρόνια, η διδασκαλία του Λακάν δεν έπαψε να υπογραμμίζει όλο και περισσότερο τις συνθήκες που πρέπει να πραγματοποιηθούν από την ψυχαναλυτική σκέψη, ώστε να μπορέσει η ψυχανάλυση να πάρει τη θέση που της αρμόζει σαν επιστήμη, με την πλήρη έννοια της λέξης.
Ο Ζάκ Λακάν πέθανε το Σεπτέμβριο του 1981 σε ηλικία 80 ετών. Το έργο που άφησε είναι μεγάλο και σημαντικό και το χαρακτηρίζει ένα ύφος λογοτεχνικό και προσωπικό, που μαζί αποτελούν τη μοναδικότητα του Λακάν
Ο Ζάκ Λακάν έκανε λαμπρές σπουδές στο κολέγιο stanislas στο Παρίσι. Ήδη από την εφηβεία είχε έφεση στη φιλοσοφία κι ένα ιδιαίτερο πάθος με τον Σπινόζα. Λένε ότι είχε στον τοίχο του δωματίου του ένα σχεδιάγραμμα των αρθρώσεων της σπινοζικής ηθικής. Από πολύ νωρίς συχνάζει στο βιβλιοπωλείο της Αδριανής Μονιέ, όπου γνωρίζει τους υπερρεαλιστές Αντρέ Μπρετόν και Φιλίπ Σουπώ. Θα παρευρεθεί και στην πρώτη ανάγνωση του Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς που έγινε σ’ αυτό το βιβλιοπωλείο.
Ενδιαφέρεται για τον Φρόιντ, καθώς επίσης και για τις ιδέες του Σάρλ Μωράς. δίστασε μάλιστα κάποιο καιρό ανάμεσα στην πολιτική και την ιατρική σταδιοδρομία. Θα επιλέξει τη δεύτερη. Εκείνο τον καιρό, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αρχίζει η διάδοση των ιδεών του Φρόυντ στη Γαλλία, παρότι η αντίσταση που συναντούν είναι μεγαλύτερη απ’ αυτήν που συνάντησαν σε άλλες χώρες. Το βασικό κανάλι ήταν η ψυχιατρική. Συνέβαλαν όμως και οι υπερρεαλιστές, καθώς και άλλοι λογοτεχνικοί κύκλοι.
Ο Λακάν θα ειδικευτεί στη νευρολογία και στην ψυχιατρική. Θα κάνει την πρακτική του στο ειδικό ψυχιατρείο της Αστυνομικής Διεύθυνσης, το οποίο διευθύνει ο Gaëtan Gatian de clérambault. Παρότι οι σχέσεις τους δεν ήταν καλές, ο Λακάν θα πει αργότερα ότι ο Κλεραμπώ ήταν ο μόνος δάσκαλός του στην ψυχιατρική. Στη συνέχεια θα γίνει προϊστάμενος στο τμήμα ψυχικών παθήσεων του νοσοκομείου της Αγίας Άννας, το οποίο διευθύνει ο Ηenri Claude. Στο ίδιο νοσοκομείο θα βρεθούν και οι πρώτοι Γάλλοι ψυχαναλυτές, μεταξύ των οποίων οι René La-Forgue, Angelo Hesnard και η Eugénie Sokolnicka Θα παρακολουθήσει επίσης, στην École Pratique des Hautes Études, το Σεμινάριο του Αλεξάντρ Κοζέβ, που εισήγαγε τον Χέγκελ στη Γαλλία. Εκεί θα συναντήσει, μεταξύ άλλων, τους Ραιυμόν Αρόν, Ραιυμόν Κενώ, Μωρίς Μερλώ-Ποντύ και Ζώρζ Μπατάιγ. Παρακολουθεί επίσης τα μαθήματα του Αλεξάντρ Κοϋρέ για την ιστορία των επιστημών.
Εκείνα τα χρόνια ο Λακάν θα κάνει ανακοινώσεις και θα δημοσιεύσει άρθρα που πραγματεύονται νευρολογικά και ψυχιατρικά ζητήματα. Απ’ αυτά μνημονεύουμε το κείμενο για τα «ταυτόχρονα παραληρήματα», [folies simultanées – «τρέλα για δύο»], που γράφτηκε σε συνεργασία με τους Claude και Migault το 1931. Το ίδιο έτος παρουσιάζεται το άρθρο «΄΄Εμπνευσμένα΄΄ γραπτά: σχιζογραφία», το οποίο συνυπογράφει μαζί με τους Lévy-Valensi και Migault. Αυτό το άρθρο, μαζί με άλλα δύο που δημοσιεύτηκαν στην υπερρεαλιστική επιθεώρηση ο Μινώταυρος, θα προσαρτηθεί εν είδει συμπληρώματος στην επανέκδοση της διδακτορικής του διατριβής το 1975. Το επόμενο έτος ο Λακάν θα υποστηρίζει τη διατριβή του: Για την παρανοϊκή ψύχωση στις σχέσεις της με την προσωπικότητα. Η διατριβή του Λακάν γνώρισε πραγματική επιτυχία, προκαλώντας το ενδιαφέρον του Janet αλλά και των υπερρεαλιστών. Το έργο αυτό βασίζεται σε μια μονογραφία για την περίπτωση μιας ψυχωτικής γυναίκας, της Αϊμέ [Αγαπημένης]. Με αφετηρία αυτή την ψυχωτική περίπτωση, ο Λακάν δημιούργησε μια νέα νοσογραφική κατηγορία: την παράνοια της αυτοτιμωρίας.
Στο πρώτο μέρος αυτής της διατριβής, που είναι εξαιρετικά τεκμηριωμένο, εξετάζονται οι ψυχιατρικές θεωρίες της εποχής. Τα κυριότερα ρεύματα είναι δύο. Διαχωρίζονται ανάλογα με το αν αποδίδουν οργανικό ή ψυχογενετικό αίτιο στην ψύχωση. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η αναζήτηση αιτιότητας στο παραλήρημα. Για τον Λακάν εκείνης της εποχής, η παράνοια πρέπει να θεωρηθεί επέκεινα της αιτίας. Εισάγει την έννοια της «προσωπικότητας», με αφορμή την περίπτωση της Αϊμέ, της οποίας και αναλύει λεπτομερειακά το ιστορικό καθώς και τη λογοτεχνική της παραγωγή. Ο Λακάν παρακολουθούσε την Αϊμέ στο νοσοκομείο της Αγίας Άννας, όπου ήταν έγκλειστη μετά την απόπειρά της να μαχαιρώσει μια διάσημη ηθοποιό. Παρουσίαζε διωκτικό παραλήρημα.
Πριν από τον εγκλεισμό της είχε λογοτεχνικές φιλοδοξίες και είχε γράψει δύο μυθιστορήματα, πολλά μικρότερα κείμενα και επιστολές. Ο Λακάν τα μελέτησε πολύ προσεκτικά, φτάνοντας μέχρι τις λεπτομέρειες. Ίσως σ’ αυτή την πρακτική της ανάγνωσης βρίσκεται η αφετηρία της κατοπινής του διατύπωσης «σχολιάζοντας ένα κείμενο είναι σαν να κάνεις μια ανάλυση».
Ενδιαφέρεται επίσης για τις σχέσεις μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, για τη δυναμική του δεσμού μεταξύ ατομικού και κοινωνικού. Σ’ αυτή του την προβληματική επικαλείται τη φροϋδική θεωρία και στηρίζεται στο κείμενο του Φρόυντ. «Για ορισμένους νευρωτικούς μηχανισμούς στη ζήλια, στην παράνοια και στην ομοφυλοφιλία», το οποίο μεταφράζει και δημοσιεύει στη Γαλλική Επιθεώρηση Ψυχανάλυσης (Revue Française de Psychanalyse). Το 1933 θα δημοσιεύσει στην υπερρεαλιστική επιθεώρηση ο Μινώταυρος ένα άρθρο με τον τίτλο «Κίνητρα του παρανοϊκού εγκλήματος: το έγκλημα των αδελφών Παπέν». Ο Λακάν θα δει αυτό το έγκλημα μέσα από το πρίσμα της παρανοϊκής ψύχωσης, και ιδιαίτερα σαν μια περίπτωση «τρέλας για δύο» (Folie à deux).
Η πρώτη βασική εμφάνιση του Λακάν γίνεται το 1936 στο συνέδριο της Διεθνούς Εταιρίας της Ψυχανάλυσης, στο Μάριενμπαντ, όπου πρωτοπαρουσίασε την περίφημη θέση του για το «στάδιο του Καθρέφτη», που ήδη περιείχε ένα μεγάλο μέρος από την κατοπινή διδασκαλία του. Στα ακόλουθα χρόνια, σαν ψυχίατρος, ιατροδικαστής και ψυχαναλυτής συνέχισε τα δημοσιεύματα του πάνω στο ίδιο θέμα. Ο Ζάκ Λακάν ίδρυσε το 1953 την Ψυχαναλυτική Εταιρία του Παρισιού, με σκοπό την επιστροφή στον Φρόυντ, και σε αντίδραση στη νόθευση της ψυχανάλυσης, της οποίας ο Λακάν υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος, πραγματοποίησε το ιδρυτικό της συνέδριο στη Ρώμη το καλοκαίρι του 1953 γύρω από ένα κείμενο του Λακάν που έγινε πασίγνωστο με τον τίτλο «η Εισήγηση της Ρώμης», και με το φανέρωμα ενός δεύτερους σταθμού στη σκέψη του Λακάν , όπου η ψυχανάλυση και ο στρουκτουραλισμός συναντιούνται, ενώ τα αναλυτικά γεγονότα ερμηνεύονται σαν εκδηλώσεις της γλώσσας. Το 1964 η Γαλλική Εταιρία διαλύθηκε και ιδρύθηκε από τον Λακάν και τους μαθητές του, με τη διεύθυνσή του, η φροϋδική Σχολή του Παρισιού. Στα τελευταία χρόνια, η διδασκαλία του Λακάν δεν έπαψε να υπογραμμίζει όλο και περισσότερο τις συνθήκες που πρέπει να πραγματοποιηθούν από την ψυχαναλυτική σκέψη, ώστε να μπορέσει η ψυχανάλυση να πάρει τη θέση που της αρμόζει σαν επιστήμη, με την πλήρη έννοια της λέξης.
Ο Ζάκ Λακάν πέθανε το Σεπτέμβριο του 1981 σε ηλικία 80 ετών. Το έργο που άφησε είναι μεγάλο και σημαντικό και το χαρακτηρίζει ένα ύφος λογοτεχνικό και προσωπικό, που μαζί αποτελούν τη μοναδικότητα του Λακάν
Λακανική σκέψη
Μα ποιος ήταν, επιτέλους, αυτός ο Λακάν, Ένας από τους μεγάλους στοχαστές της εποχής μας, που όμως θεωρούσε το στοχασμό ως σύμπτωμα, τη σκέψη ως μια μορφή πάθησης; Ένας από τους θεράποντες των «ψυχών» που μας επέτρεψε να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τους άλλους, παρότι υποστήριζε ότι η προσπάθεια κατανόησης συνιστά ένδειξη αντίστασης του ίδιου του ψυχαναλυτή στην ψυχαναλυτική διαδικασία;
Ένας ιδεολόγος, για να μην πούμε ένας «γκουρού», που σαγήνεψε τη νεολαία και την έκανε να τον ακολουθήσει και να μην πάρει, μετά το Μάη του ’68, το δρόμο των ένοπλων τρομοκρατικών ομάδων, όπως έγινε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες; Ένας αγύρτης που εξαπατούσε τον κόσμο χρησιμοποιώντας με μη ενδεδειγμένο τρόπο τις επιστημονικές διατυπώσεις και με τρόπο διόλου ακαδημαϊκό τη φιλοσοφική παράδοση; Ή ένας υπερρεαλιστής που ξεστράτισε άθελά του προς τη σοβαρή σκέψη; Πρόκειται πάντως για μια μορφή που δεν μπαίνει εύκολα σε καλούπια. Δεν ήταν ούτε στη θέση που ήθελαν αυτοί που τον λάτρευαν ούτε στη θέση που αποτελούσε το στόχαστρο αυτών που τον συκοφαντούσαν.
Μα ποιος ήταν, επιτέλους, αυτός ο Λακάν, Ένας από τους μεγάλους στοχαστές της εποχής μας, που όμως θεωρούσε το στοχασμό ως σύμπτωμα, τη σκέψη ως μια μορφή πάθησης; Ένας από τους θεράποντες των «ψυχών» που μας επέτρεψε να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τους άλλους, παρότι υποστήριζε ότι η προσπάθεια κατανόησης συνιστά ένδειξη αντίστασης του ίδιου του ψυχαναλυτή στην ψυχαναλυτική διαδικασία;
Ένας ιδεολόγος, για να μην πούμε ένας «γκουρού», που σαγήνεψε τη νεολαία και την έκανε να τον ακολουθήσει και να μην πάρει, μετά το Μάη του ’68, το δρόμο των ένοπλων τρομοκρατικών ομάδων, όπως έγινε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες; Ένας αγύρτης που εξαπατούσε τον κόσμο χρησιμοποιώντας με μη ενδεδειγμένο τρόπο τις επιστημονικές διατυπώσεις και με τρόπο διόλου ακαδημαϊκό τη φιλοσοφική παράδοση; Ή ένας υπερρεαλιστής που ξεστράτισε άθελά του προς τη σοβαρή σκέψη; Πρόκειται πάντως για μια μορφή που δεν μπαίνει εύκολα σε καλούπια. Δεν ήταν ούτε στη θέση που ήθελαν αυτοί που τον λάτρευαν ούτε στη θέση που αποτελούσε το στόχαστρο αυτών που τον συκοφαντούσαν.
Αλλά αυτό δεν είναι τελικά ο ψυχαναλυτής εν δράσει;
Αυτός που δεν μπαίνει στα καλούπια της σκέψης μας, αυτός που εκτρέπει τις προθέσεις μας και μας παρασύρει σ’ ένα δρόμο που αγνοούσαμε και που είναι, παρ’ όλα αυτά, ο δικός μας δρόμος, που διασταυρώνεται με τους δρόμους των άλλων; Αυτή τη θέση του αναλυτή θέλησε να ενσαρκώσει, δίχως να κάνει καμία παραχώρηση, ο Ζάκ Λακάν. Στο πλαίσιο αυτής της παρουσίασης θα εισχωρήσουμε στην ουσία της λακανικής σκέψης χωρίς να αποφευχθεί η αναφορά στην ίδια την προσωπικότητά του και στα πάθη που υποκίνησε. Θα ακολουθήσουμε το νήμα των ζητημάτων που μας απασχολούν στη σημερινή συγκυρία. Θα δείξουμε ότι είναι κυρίως η ψυχανάλυση αυτή που πρέπει να αναλάβει τα ζητήματα που άνοιξε – ή επανέθεσε – μετά τον Φρόυντ, και μάλιστα από μια σκοπιά που μένει ακόμα να προσδιοριστεί. Αυτοί που ασκούν σήμερα την ψυχανάλυση με δυσκολία μπορούν να προσπεράσουν τον Λακάν, ακόμα και αν δε θέλουν να περάσουν μέσα από την ανάγνωση του έργου του. Η διάρκεια της ψυχαναλυτικής θεραπείας, το στάδιο του καθρέφτη, το ασυνείδητο, η επανάληψη, η μεταβίβαση, η παρόρμηση, το πραγματικό, το συμβολικό, το φαντασιακό, το σημαίνον και το σημαινόμενον, ο ναρκισσισμός, το «όνομα του πατρός» είναι ορισμένες από τις έννοιες που θα εξεταστούν και θα αποσαφηνιστούν πλήρως.
Τι είναι η ψυχανάλυση; Σε ποιες αρχές βασίζεται η ισχύς την οποία έχει; θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό το ερώτημα απασχόλησε τον Λακάν σε όλη του τη διδασκαλία. Είναι μήπως μια σύγχρονη παραλλαγή της ψυχοθεραπείας, που υπήρχε ανέκαθεν μια μορφή υποβολής, μαγικής σκέψης ή σαμανισμού; Μήπως αποτελεί μια ανακάλυψη χωρίς προηγούμενο, που συνδέεται με τις πολιτιστικές ανατροπές που έφερε η νεωτερικότητα, και ιδιαίτερα με την ανάδυση της σύγχρονης επιστήμης, όπως πίστευε ο Λακάν; Η προσπάθειά του να εντοπίσει την ιδιαίτερη θέση της μέσα στο πεδίο των σύγχρονων επιστημών είχε συνέπειες και στην πρακτική και στον προσανατολισμό του. Έτσι, το πρόβλημα είναι: Πώς μπορούμε να σκεφτούμε αυτή τη θέση;
Η ψυχανάλυση συναντά διαρκώς αντιστάσεις, που υποκινούνται από την ίδια την αναλυτική διαδικασία και τις εσωτερικές της δυσκολίες. Πρώτος ο Φρόυντ αντιμετώπισε αυτές τις αντιστάσεις, γεγονός που τον οδήγησε να επανεξετάσει, κατά τη διάρκεια του ’20, τις θεωρητικές διατυπώσεις που έκανε αρχικά. Στη δεκαετία του ’50, ένα είδος ψυχανάλυσης made in USA είχε ανάλογες επιπτώσεις. Χρειάστηκε να κινητοποιήσει το παράδοξο με τη διδασκαλία του ο Λακάν για να ανοίξει και πάλι ο δρόμος προς τη φροϋδική εμπειρία. Έτσι η ψυχανάλυση εφευρίσκεται κάθε φορά μέσα από τα ιστορικά στοιχήματα του καιρού. «Αυτός που δεν μπορεί να προσανατολιστεί στον ορίζοντα της υποκειμενικότητας της εποχής του» δε θα πρέπει να την εξασκεί. Αυτή ήταν η συμβουλή που έδινε ο Λακάν σε όσους ήθελαν να γίνουν ψυχαναλυτές.
Η σύγχρονη εποχή αναδεικνύει τον πολιτιστικό ρόλο της ψυχανάλυσης, η οποία δεν περιορίζεται βέβαια στο ζήτημα της θεραπείας. Τούτο όμως δε σημαίνει ότι η θεραπευτική διάσταση έρχεται σε δεύτερη μοίρα, πράγμα που πιστοποιείται όχι μόνο από τις αρχικές αλλά και από ορισμένες από τις τελευταίες αναζητήσεις του Λακάν. Με τους σχολιασμούς που έκανε και τις ανατροπές που επέφερε σε άλλους κλάδους μάθησης και άλλες περιοχές του λόγου, ο Λακάν μπορεί επίσης να ενδιαφέρει και όσους δεν είναι ψυχαναλυτές. Ταυτόχρονα έθετε έναν προβληματισμό για την ιδιαίτερη τοποθέτηση της ψυχανάλυσης στο πεδίο των συγκροτημένων μαθήσεων. Τα πρώτα χρόνια,τα Σεμινάρια του Λακάν πραγματεύονται τις κλινικές περιπτώσεις του Φρόυντ. Η θεματική αυτή επιλογή απορρέει από τη θέση που πρέσβευε ο Λακάν και την οποία εξέφρασε στην αρχή της ομιλίας του το 1953: ότι θεωρία και τεχνική στην ψυχανάλυση δεν είναι παρά ένα και το αυτό πράγμα. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική της ψυχανάλυσης. Είναι μια πράξη (praxis), ή ακόμα καλύτερα, μια μέθοδος. Σε αυτό οφείλεται και η δυσκολία να προσδιοριστεί η θέση της ψυχανάλυσής ανάμεσα σε άλλους υπάρχοντες κλάδους της γνώσης. Γιατί δεν είναι η πρακτική εφαρμογή προϋπάρχουσας θεωρίας και γιατί δεν έχει ένα ορισμένο πειραματικό πρότυπο που να μπορεί να το αναπαράγει εσαεί. Η ψυχαναλυτική αγωγή κάθε φορά συνιστά μια απόλυτα μοναδική περιπέτεια.
Αυτός που δεν μπαίνει στα καλούπια της σκέψης μας, αυτός που εκτρέπει τις προθέσεις μας και μας παρασύρει σ’ ένα δρόμο που αγνοούσαμε και που είναι, παρ’ όλα αυτά, ο δικός μας δρόμος, που διασταυρώνεται με τους δρόμους των άλλων; Αυτή τη θέση του αναλυτή θέλησε να ενσαρκώσει, δίχως να κάνει καμία παραχώρηση, ο Ζάκ Λακάν. Στο πλαίσιο αυτής της παρουσίασης θα εισχωρήσουμε στην ουσία της λακανικής σκέψης χωρίς να αποφευχθεί η αναφορά στην ίδια την προσωπικότητά του και στα πάθη που υποκίνησε. Θα ακολουθήσουμε το νήμα των ζητημάτων που μας απασχολούν στη σημερινή συγκυρία. Θα δείξουμε ότι είναι κυρίως η ψυχανάλυση αυτή που πρέπει να αναλάβει τα ζητήματα που άνοιξε – ή επανέθεσε – μετά τον Φρόυντ, και μάλιστα από μια σκοπιά που μένει ακόμα να προσδιοριστεί. Αυτοί που ασκούν σήμερα την ψυχανάλυση με δυσκολία μπορούν να προσπεράσουν τον Λακάν, ακόμα και αν δε θέλουν να περάσουν μέσα από την ανάγνωση του έργου του. Η διάρκεια της ψυχαναλυτικής θεραπείας, το στάδιο του καθρέφτη, το ασυνείδητο, η επανάληψη, η μεταβίβαση, η παρόρμηση, το πραγματικό, το συμβολικό, το φαντασιακό, το σημαίνον και το σημαινόμενον, ο ναρκισσισμός, το «όνομα του πατρός» είναι ορισμένες από τις έννοιες που θα εξεταστούν και θα αποσαφηνιστούν πλήρως.
Τι είναι η ψυχανάλυση; Σε ποιες αρχές βασίζεται η ισχύς την οποία έχει; θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό το ερώτημα απασχόλησε τον Λακάν σε όλη του τη διδασκαλία. Είναι μήπως μια σύγχρονη παραλλαγή της ψυχοθεραπείας, που υπήρχε ανέκαθεν μια μορφή υποβολής, μαγικής σκέψης ή σαμανισμού; Μήπως αποτελεί μια ανακάλυψη χωρίς προηγούμενο, που συνδέεται με τις πολιτιστικές ανατροπές που έφερε η νεωτερικότητα, και ιδιαίτερα με την ανάδυση της σύγχρονης επιστήμης, όπως πίστευε ο Λακάν; Η προσπάθειά του να εντοπίσει την ιδιαίτερη θέση της μέσα στο πεδίο των σύγχρονων επιστημών είχε συνέπειες και στην πρακτική και στον προσανατολισμό του. Έτσι, το πρόβλημα είναι: Πώς μπορούμε να σκεφτούμε αυτή τη θέση;
Η ψυχανάλυση συναντά διαρκώς αντιστάσεις, που υποκινούνται από την ίδια την αναλυτική διαδικασία και τις εσωτερικές της δυσκολίες. Πρώτος ο Φρόυντ αντιμετώπισε αυτές τις αντιστάσεις, γεγονός που τον οδήγησε να επανεξετάσει, κατά τη διάρκεια του ’20, τις θεωρητικές διατυπώσεις που έκανε αρχικά. Στη δεκαετία του ’50, ένα είδος ψυχανάλυσης made in USA είχε ανάλογες επιπτώσεις. Χρειάστηκε να κινητοποιήσει το παράδοξο με τη διδασκαλία του ο Λακάν για να ανοίξει και πάλι ο δρόμος προς τη φροϋδική εμπειρία. Έτσι η ψυχανάλυση εφευρίσκεται κάθε φορά μέσα από τα ιστορικά στοιχήματα του καιρού. «Αυτός που δεν μπορεί να προσανατολιστεί στον ορίζοντα της υποκειμενικότητας της εποχής του» δε θα πρέπει να την εξασκεί. Αυτή ήταν η συμβουλή που έδινε ο Λακάν σε όσους ήθελαν να γίνουν ψυχαναλυτές.
Η σύγχρονη εποχή αναδεικνύει τον πολιτιστικό ρόλο της ψυχανάλυσης, η οποία δεν περιορίζεται βέβαια στο ζήτημα της θεραπείας. Τούτο όμως δε σημαίνει ότι η θεραπευτική διάσταση έρχεται σε δεύτερη μοίρα, πράγμα που πιστοποιείται όχι μόνο από τις αρχικές αλλά και από ορισμένες από τις τελευταίες αναζητήσεις του Λακάν. Με τους σχολιασμούς που έκανε και τις ανατροπές που επέφερε σε άλλους κλάδους μάθησης και άλλες περιοχές του λόγου, ο Λακάν μπορεί επίσης να ενδιαφέρει και όσους δεν είναι ψυχαναλυτές. Ταυτόχρονα έθετε έναν προβληματισμό για την ιδιαίτερη τοποθέτηση της ψυχανάλυσης στο πεδίο των συγκροτημένων μαθήσεων. Τα πρώτα χρόνια,τα Σεμινάρια του Λακάν πραγματεύονται τις κλινικές περιπτώσεις του Φρόυντ. Η θεματική αυτή επιλογή απορρέει από τη θέση που πρέσβευε ο Λακάν και την οποία εξέφρασε στην αρχή της ομιλίας του το 1953: ότι θεωρία και τεχνική στην ψυχανάλυση δεν είναι παρά ένα και το αυτό πράγμα. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική της ψυχανάλυσης. Είναι μια πράξη (praxis), ή ακόμα καλύτερα, μια μέθοδος. Σε αυτό οφείλεται και η δυσκολία να προσδιοριστεί η θέση της ψυχανάλυσής ανάμεσα σε άλλους υπάρχοντες κλάδους της γνώσης. Γιατί δεν είναι η πρακτική εφαρμογή προϋπάρχουσας θεωρίας και γιατί δεν έχει ένα ορισμένο πειραματικό πρότυπο που να μπορεί να το αναπαράγει εσαεί. Η ψυχαναλυτική αγωγή κάθε φορά συνιστά μια απόλυτα μοναδική περιπέτεια.
Δεν είναι ούτε πειραματική επιστήμη ούτε και κάποια μυητική πρακτική.Υπάρχει κάτι στην ψυχανάλυση που ξεφεύγει από τις τρέχουσες ταξινομήσεις. Κι αυτό, καθώς υποστηρίζει ο Λακάν, είναι καλό και πρέπει να μείνει έτσι. Μάλιστα, ποτέ δεν έπαψε να προβληματίζεται πάνω σ’ αυτό το σημείο. Η εμπειρία για την ψυχανάλυση δεν έχει τη σημασία που έχει αυτός ο όρος στην επιστήμη. Πρόκειται για μια ριζική και μοναδική εμπειρία. Έτσι, ο Λακάν καταλήγει στο να δώσει έναν κυκλικό οιονεί-ορισμό:
«Η ψυχανάλυση είναι η αγωγή που αναμένουμε από έναν ψυχαναλυτή».
Η ψυχαναλυτική τεχνική απορρέει από την αναγκαιότητα ενός αυτιού, ενός άλλου, ακροατή. Η ψυχανάλυση του υποκειμένου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο μ’ έναν ψυχαναλυτή. Αυτό μας υπενθυμίζει ότι το ασυνείδητο είναι ουσιαστικά ομιλία, ομιλία του άλλου, η οποία μάλιστα δεν μπορεί να αναγνωριστεί παρά όταν σας την επανεκπέμπει ο άλλος. Το ενδιαφέρον της ψυχανάλυσης είναι αναμφισβήτητο γι’ αυτόν που παλεύει μέσα σε ψυχικά προβλήματα, όποια κι αν είναι τα συμπτώματα. Πρέπει επίσης να αντιτασσόμαστε σε μια ορισμένη κατηγορία αναλυτών που φαντάζονται, ότι η ψυχανάλυση είναι η πανάκεια που ρυθμίζει όλα τα προβλήματα του κόσμου και ισχυρίζονται ότι έχουν απαντήσεις για όλες τις ανθρώπινες καταστάσεις. Η ψυχανάλυση μας δίνει τη δυνατότητα να απαντήσουμε σε ζοφερά υπαρξιακά ερωτήματα, οδηγεί στη θεραπεία, αλλά δε νομίζω ότι είναι ωφέλιμη για το άτομο που εκλαμβάνει αυτό το διάβημα ως μια φιλοσοφική μελέτη εγκεφαλικού τύπου. Δεν εισερχόμαστε σε ανάλυση όπως θα προσχωρούσαμε σε μια θρησκεία. Υπό αυτή την έννοια, είναι πολύ αμφίβολο ότι η ψυχανάλυση, όπως αναθεωρήθηκε από τον Lacan των τελευταίων χρόνων της ζωής του, αποφέρει οτιδήποτε χρήσιμο, ενδιαφέρον και ανανεωτικό.
Στο σύνολό της η λακανική ψυχανάλυση περιστρέφεται γύρω από την επέλευση της γλώσσας που αποτελείται από λόγια σημαδεμένα από την ψυχική πραγματικότητα του κειμένου, μακριά από όλα τα τεχνάσματα των λόγων που παράγει η μάσκα των συμβάσεων. Η ψυχανάλυση, σύμφωνα με τον Lacan, έχει αυτιά μόνο γι’ αυτό που γεννιέται από τις αβεβαιότητες των μύχιων περιοχών της ψυχής. Η ψυχανάλυση βοηθά στη δημιουργία λέξεων για να μπορέσουμε επιτέλους να πούμε τα πράγματα, δηλαδή να μπορέσουμε να τα ζήσουμε. Η συμβολοποίηση μπορεί να φαίνεται περιοριστική, αλλά αποτελεί το νόμο που επιτρέπει την πρόσβαση στη γλώσσα και εξουσιοδοτεί τη μονιμότητα της έννοιας. Η λέξη, σύμβολο της ιδέας, είναι μια αφαιρετική μετάφραση της αρχικής σκέψης. Είναι εξαιρετικά ματαιωτικό και μας προκαλεί αγανάκτηση να μην μπορούμε ποτέ να πούμε ακριβώς το βάθος της σκέψης μας.Η ψυχανάλυση είναι μια τεχνική που σέβεται το ανθρώπινο πρόσωπο, έτσι όπως το εννοούμε σήμερα έχοντας αντιληφθεί πια ότι κι αυτό έχει το τίμημά του, και όχι μόνο το σέβεται, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει διαφορετικά.
Η ανάλυση μας οδηγεί στα σταυροδρόμια όπου η σοφία διαφωτίζει την άγνοιά μας. Στην ανακάλυψη ότι αυτά που λέμε μπορούν να είναι η άρνηση της σκέψης μας, ή ότι μια ομιλία, αναιρεμένη από τη στιγμή που εκφέρεται, είναι απλώς μια αλήθεια που δεν είναι συνετό να αρθρώσουμε. Η ψυχανάλυση κινείται πέρα από την ψυχολογία και τα υβρίδιά της. Υπεραπλουστεύοντας, μπορούμε να δηλώσουμε ότι οι διαταραχές με τις οποίες ασχολείται η ψυχανάλυση ανήκουν σε δύο τάξεις: αφενός είναι οι ψυχικές ή ψυχοσωματικές διαταραχές που προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την ενοχή, και αφετέρου οι διαταραχές που προκύπτουν από την αποστέρηση της ευχαρίστησης, η οποία απορρέει από την κατάχρηση ηθικότητας. Το «Καλό» και το «Κακό» γεννούν τις ψυχικές διαταραχές. Η απάντηση της ψυχανάλυσης δεν μπορεί λοιπόν σε καμιά περίπτωση να είναι μια ηθική κρίση. Η ψυχανάλυση διδάσκει στον άνθρωπο το μέτρο. Αυτή μας οδηγεί στο να επανεξετάσουμε τις «αλήθειες» μας. Ποιος είναι όμως ο θεμελιώδης μηχανισμός που διέπει την ψυχανάλυση; Ο λόγος. Ο λόγος είναι τόσο δραστικός. Είναι κατά κάποιο τρόπο το όχημα της θεραπείας επειδή ακούγεται από κάποιον, δηλαδή τον αναλυτή.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι μια ψυχανάλυση δεν μπορεί να είναι διδακτική [να καταλήξει, δηλαδή, στη διαμόρφωση ενός νέου ψυχαναλυτή], παρά μόνο μέσα από τα αποτελέσματά της, τα οποία πιστοποιούνται εκ των υστέρων. Πράγματι, πώς θα μπορούσε κανείς να προεξοφλήσει τα αποτελέσματα μιας ανάλυσης εκ των προτέρων και να την αναγορεύσει εξαρχής ως διδακτική; Η θεωρία του Λακάν δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ψυχαναλυτική πρακτική και από τη μετάδοση της ψυχανάλυσης. Η ψυχανάλυση είναι μία πράξη, μια μέθοδος. Δεν είναι απλώς μια τεχνική που εφαρμόζει μια θεωρία. Συμπερασματικά, «η ψυχανάλυση είναι μη μεταδόσιμη». Ο κάθε αναλυτής πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της ψυχανάλυσης για τον εαυτό του: Εναπόκειται στον κάθε ψυχαναλυτή να επανεφεύρει την ψυχανάλυση. Πρέπει κάθε ψυχαναλυτής, μέσα από ότι κατάφερε να βγάλει τον καιρό που ήταν ο ίδιος αναλυόμενος, να βρει τον τρόπο με τον οποίο θα κάνει την ψυχανάλυση να διαρκέσει. Έτσι, ψυχαναλυτής είναι αυτός που είναι σε θέση να αναλάβει την ευθύνη της ψυχανάλυσης για την ψυχανάλυση.
«Η ψυχανάλυση είναι η αγωγή που αναμένουμε από έναν ψυχαναλυτή».
Η ψυχαναλυτική τεχνική απορρέει από την αναγκαιότητα ενός αυτιού, ενός άλλου, ακροατή. Η ψυχανάλυση του υποκειμένου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο μ’ έναν ψυχαναλυτή. Αυτό μας υπενθυμίζει ότι το ασυνείδητο είναι ουσιαστικά ομιλία, ομιλία του άλλου, η οποία μάλιστα δεν μπορεί να αναγνωριστεί παρά όταν σας την επανεκπέμπει ο άλλος. Το ενδιαφέρον της ψυχανάλυσης είναι αναμφισβήτητο γι’ αυτόν που παλεύει μέσα σε ψυχικά προβλήματα, όποια κι αν είναι τα συμπτώματα. Πρέπει επίσης να αντιτασσόμαστε σε μια ορισμένη κατηγορία αναλυτών που φαντάζονται, ότι η ψυχανάλυση είναι η πανάκεια που ρυθμίζει όλα τα προβλήματα του κόσμου και ισχυρίζονται ότι έχουν απαντήσεις για όλες τις ανθρώπινες καταστάσεις. Η ψυχανάλυση μας δίνει τη δυνατότητα να απαντήσουμε σε ζοφερά υπαρξιακά ερωτήματα, οδηγεί στη θεραπεία, αλλά δε νομίζω ότι είναι ωφέλιμη για το άτομο που εκλαμβάνει αυτό το διάβημα ως μια φιλοσοφική μελέτη εγκεφαλικού τύπου. Δεν εισερχόμαστε σε ανάλυση όπως θα προσχωρούσαμε σε μια θρησκεία. Υπό αυτή την έννοια, είναι πολύ αμφίβολο ότι η ψυχανάλυση, όπως αναθεωρήθηκε από τον Lacan των τελευταίων χρόνων της ζωής του, αποφέρει οτιδήποτε χρήσιμο, ενδιαφέρον και ανανεωτικό.
Στο σύνολό της η λακανική ψυχανάλυση περιστρέφεται γύρω από την επέλευση της γλώσσας που αποτελείται από λόγια σημαδεμένα από την ψυχική πραγματικότητα του κειμένου, μακριά από όλα τα τεχνάσματα των λόγων που παράγει η μάσκα των συμβάσεων. Η ψυχανάλυση, σύμφωνα με τον Lacan, έχει αυτιά μόνο γι’ αυτό που γεννιέται από τις αβεβαιότητες των μύχιων περιοχών της ψυχής. Η ψυχανάλυση βοηθά στη δημιουργία λέξεων για να μπορέσουμε επιτέλους να πούμε τα πράγματα, δηλαδή να μπορέσουμε να τα ζήσουμε. Η συμβολοποίηση μπορεί να φαίνεται περιοριστική, αλλά αποτελεί το νόμο που επιτρέπει την πρόσβαση στη γλώσσα και εξουσιοδοτεί τη μονιμότητα της έννοιας. Η λέξη, σύμβολο της ιδέας, είναι μια αφαιρετική μετάφραση της αρχικής σκέψης. Είναι εξαιρετικά ματαιωτικό και μας προκαλεί αγανάκτηση να μην μπορούμε ποτέ να πούμε ακριβώς το βάθος της σκέψης μας.Η ψυχανάλυση είναι μια τεχνική που σέβεται το ανθρώπινο πρόσωπο, έτσι όπως το εννοούμε σήμερα έχοντας αντιληφθεί πια ότι κι αυτό έχει το τίμημά του, και όχι μόνο το σέβεται, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει διαφορετικά.
Η ανάλυση μας οδηγεί στα σταυροδρόμια όπου η σοφία διαφωτίζει την άγνοιά μας. Στην ανακάλυψη ότι αυτά που λέμε μπορούν να είναι η άρνηση της σκέψης μας, ή ότι μια ομιλία, αναιρεμένη από τη στιγμή που εκφέρεται, είναι απλώς μια αλήθεια που δεν είναι συνετό να αρθρώσουμε. Η ψυχανάλυση κινείται πέρα από την ψυχολογία και τα υβρίδιά της. Υπεραπλουστεύοντας, μπορούμε να δηλώσουμε ότι οι διαταραχές με τις οποίες ασχολείται η ψυχανάλυση ανήκουν σε δύο τάξεις: αφενός είναι οι ψυχικές ή ψυχοσωματικές διαταραχές που προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την ενοχή, και αφετέρου οι διαταραχές που προκύπτουν από την αποστέρηση της ευχαρίστησης, η οποία απορρέει από την κατάχρηση ηθικότητας. Το «Καλό» και το «Κακό» γεννούν τις ψυχικές διαταραχές. Η απάντηση της ψυχανάλυσης δεν μπορεί λοιπόν σε καμιά περίπτωση να είναι μια ηθική κρίση. Η ψυχανάλυση διδάσκει στον άνθρωπο το μέτρο. Αυτή μας οδηγεί στο να επανεξετάσουμε τις «αλήθειες» μας. Ποιος είναι όμως ο θεμελιώδης μηχανισμός που διέπει την ψυχανάλυση; Ο λόγος. Ο λόγος είναι τόσο δραστικός. Είναι κατά κάποιο τρόπο το όχημα της θεραπείας επειδή ακούγεται από κάποιον, δηλαδή τον αναλυτή.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι μια ψυχανάλυση δεν μπορεί να είναι διδακτική [να καταλήξει, δηλαδή, στη διαμόρφωση ενός νέου ψυχαναλυτή], παρά μόνο μέσα από τα αποτελέσματά της, τα οποία πιστοποιούνται εκ των υστέρων. Πράγματι, πώς θα μπορούσε κανείς να προεξοφλήσει τα αποτελέσματα μιας ανάλυσης εκ των προτέρων και να την αναγορεύσει εξαρχής ως διδακτική; Η θεωρία του Λακάν δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ψυχαναλυτική πρακτική και από τη μετάδοση της ψυχανάλυσης. Η ψυχανάλυση είναι μία πράξη, μια μέθοδος. Δεν είναι απλώς μια τεχνική που εφαρμόζει μια θεωρία. Συμπερασματικά, «η ψυχανάλυση είναι μη μεταδόσιμη». Ο κάθε αναλυτής πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της ψυχανάλυσης για τον εαυτό του: Εναπόκειται στον κάθε ψυχαναλυτή να επανεφεύρει την ψυχανάλυση. Πρέπει κάθε ψυχαναλυτής, μέσα από ότι κατάφερε να βγάλει τον καιρό που ήταν ο ίδιος αναλυόμενος, να βρει τον τρόπο με τον οποίο θα κάνει την ψυχανάλυση να διαρκέσει. Έτσι, ψυχαναλυτής είναι αυτός που είναι σε θέση να αναλάβει την ευθύνη της ψυχανάλυσης για την ψυχανάλυση.
Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ
Ο Lacan συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό στην εξέλιξη της ψυχανάλυσης. Ορισμένα φτωχά μυαλά που συναντώνται κυρίως στους βάλτους μιας αυτάρεσκης ψυχανάλυσης, εκκινούν από το γεγονός ότι η ψυχανάλυση είναι μεταβλητή και ασταθής και καταλήγουν να αισθάνονται παγιδευμένοι και να ισχυρίζονται ότι είναι αναποτελεσματική ή αδύνατον να διδαχθεί. Δε συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο. Η ψυχανάλυση εξελίσσεται με αφετηρία τις ανακαλύψεις εκείνων που τολμούν να εκθέσουν τα δικά τους προβλήματα, τις δικές τους περιπλανήσεις. Το να πάψει να ελπίζει κανείς ότι υπάρχουν βεβαιότητες είναι ένα σημαντικό αποτέλεσμα της ανάλυσης.
Σ’ αυτό τον ίδιο δρόμο που χάραξε ο Freud μας οδηγεί ο Lacan στα πρώτα κείμενα και σεμινάριά του. Σαν ένας δάσκαλος του Ζεν μεταχειρίζεται το παράδοξο. Αυτή η παρομοίωση δεν έχει τίποτα το πρωτότυπο, αφού ανοίγει το σεμινάριό του πάνω στα τεχνικά γραπτά του Freud συγκρίνοντας τον εαυτό του με δάσκαλο του Ζεν. Ένας λακανικός αναλυτής δε θα έπρεπε να ανήκει σε αυτό το είδος υπό εξαφάνιση που, τον καιρό του σταλινισμού, ονομαζόταν στατευμένος μαχητής. Απεναντίας η διδασκαλία του Jacques Lacan πάει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πηγαίνει προς το άνοιγμα, την αμφισβήτηση των ιδεών που έχουμε ασπαστεί. Ο Lacan ανοίγει ορίζοντες, γκρεμίζει τα παραπετάσματα, σπέρνει την αμφιβολία, υποδαυλίζει τη φωτιά και προκαλεί καταιγίδα. Η διδασκαλία του Lacan δεν απευθυνόταν στην πεζή αντίληψη, ευνοούσε την κουλτούρα. Έκανε το λάθος να πιστεύει ότι το μήνυμά του γινόταν πάντα σαφώς αντιληπτό. Άλλοι ενδιαφέρθηκαν μόνο για τις εκκεντρικότητές του και άλλοι, παραδόξως, ερμήνευσαν τις πιο τρελές συμπεριφορές του σαν θεϊκούς χρησμούς. Άλλοι, πάλι, αναζήτησαν μια τεχνικά στα ποιητικά του ξεσπάσματα.
Έπαιξε με το μοναδικό εργαλείο που διαθέτει ο αναλυτής, το λόγο. Κάθε λέξη, ακόμα και η πλέον ανώδυνη, έχει πολλαπλά νοήματα. Όταν το γνωρίζουμε, το έργο του φαίνεται σαν ένα είδος γλωσσικού κολάζ. Διασταυρώνει όπως οι λύτες του σταυρολέξου, αναμειγνύει όπως ο Raymond Devos, μυστικοποιεί όπως ο André Breton, βιάζει όπως ο Sade, σαγηνεύει όπως ο Δόν Ζουάν, αναστατώνει όπως ο Poe, «ζωγραφίζει» όπως ο José Mor;ia de Hérédia. Χωρίς όρια, πηγαίνει ολοένα και πιο μακριά, πάντα προς διαφορετική κατεύθυνση, δεν πρέπει να τον ακούμε ή να τον διαβάζουμε πιστεύοντας ότι στη θέση της ψυχής έχει την αλήθεια.
Τα τεχνάσματα και οι ιδιομορφίες του είναι άχρηστα τελικά. Μας προκαλεί σαν να ήθελε να μας περάσει ένα μήνυμα που δεν πρέπει να ακολουθήσουμε. Ο Lacan είναι μια μεγαλοφυΐα του ρητορικού λόγου, τον οποίο δεν πρέπει ούτε να μιμηθούμε ούτε να θαυμάσουμε. Πρέπει να βάλουμε μουσική στην κακοφωνία του. Μέσα σε αυτές τις προκλητικές καρικατούρες, στο στυλ του Ιερώνυμου Μπος που μας έδειξε στη διάρκεια της ζωής του, υπάρχει μια διδασκαλία που πρέπει να κρατήσουμε. Παράξενος τύπος που αναμφίβολα συγκλόνισε τους κύκλους της παριζιάνικης διανόησης με τα θορυβώδη του «νούμερα», αλλά που, ακόμα και σήμερα, δεν έχει αποκαλύψει όλο του τον πλούτο. Υπήρξε, κατ’ εικόνα της εργασίας του πάνω στην ψυχανάλυση
παράδοξος. Το μήνυμα του Lacan πρέπει να αραιώνεται και να χορηγείται μόνο σε ομοιοπαθητικές δόσεις. Αλλά ας μην πλανιόμαστε, δεν είναι όλα θεμελιωμένα, δεν έχουν κάποιο κρυφό νόημα όλες οι υπερβολές του. Ο Lacan έφερε στη σύγχρονη ψυχανάλυση την αμφισβήτηση και τη διαλεκτική. Προτρέπει τους μελλοντικούς ψυχαναλυτές να αυτοαμφισβητούνται, να αποφεύγουν τη ρουτίνα των θεωρητικών ή τεχνικών ηθών και εθίμων. Δεν πρέπει να πιστέψουμε πως αποτελεί απλώς ένα ακόμα ρεύμα του ψυχαναλυτικού κινήματος. αντίθετα, είναι αυτός που μας βοήθησε να ανακαλύψουμε ξανά τον Freud, είναι απευθείας απόγονός του, συνεχιστής του. Αλλά όμως μας έκανε να χάσουμε και την ασφάλεια, μας έκανε να χάσουμε την ψευδαίσθηση των βεβαιοτήτων μας, πράγμα που φανερώνει και την αιτία που ακόμα είναι στόχος αμφισβήτησης.
Ο Lacan συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό στην εξέλιξη της ψυχανάλυσης. Ορισμένα φτωχά μυαλά που συναντώνται κυρίως στους βάλτους μιας αυτάρεσκης ψυχανάλυσης, εκκινούν από το γεγονός ότι η ψυχανάλυση είναι μεταβλητή και ασταθής και καταλήγουν να αισθάνονται παγιδευμένοι και να ισχυρίζονται ότι είναι αναποτελεσματική ή αδύνατον να διδαχθεί. Δε συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο. Η ψυχανάλυση εξελίσσεται με αφετηρία τις ανακαλύψεις εκείνων που τολμούν να εκθέσουν τα δικά τους προβλήματα, τις δικές τους περιπλανήσεις. Το να πάψει να ελπίζει κανείς ότι υπάρχουν βεβαιότητες είναι ένα σημαντικό αποτέλεσμα της ανάλυσης.
Σ’ αυτό τον ίδιο δρόμο που χάραξε ο Freud μας οδηγεί ο Lacan στα πρώτα κείμενα και σεμινάριά του. Σαν ένας δάσκαλος του Ζεν μεταχειρίζεται το παράδοξο. Αυτή η παρομοίωση δεν έχει τίποτα το πρωτότυπο, αφού ανοίγει το σεμινάριό του πάνω στα τεχνικά γραπτά του Freud συγκρίνοντας τον εαυτό του με δάσκαλο του Ζεν. Ένας λακανικός αναλυτής δε θα έπρεπε να ανήκει σε αυτό το είδος υπό εξαφάνιση που, τον καιρό του σταλινισμού, ονομαζόταν στατευμένος μαχητής. Απεναντίας η διδασκαλία του Jacques Lacan πάει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πηγαίνει προς το άνοιγμα, την αμφισβήτηση των ιδεών που έχουμε ασπαστεί. Ο Lacan ανοίγει ορίζοντες, γκρεμίζει τα παραπετάσματα, σπέρνει την αμφιβολία, υποδαυλίζει τη φωτιά και προκαλεί καταιγίδα. Η διδασκαλία του Lacan δεν απευθυνόταν στην πεζή αντίληψη, ευνοούσε την κουλτούρα. Έκανε το λάθος να πιστεύει ότι το μήνυμά του γινόταν πάντα σαφώς αντιληπτό. Άλλοι ενδιαφέρθηκαν μόνο για τις εκκεντρικότητές του και άλλοι, παραδόξως, ερμήνευσαν τις πιο τρελές συμπεριφορές του σαν θεϊκούς χρησμούς. Άλλοι, πάλι, αναζήτησαν μια τεχνικά στα ποιητικά του ξεσπάσματα.
Έπαιξε με το μοναδικό εργαλείο που διαθέτει ο αναλυτής, το λόγο. Κάθε λέξη, ακόμα και η πλέον ανώδυνη, έχει πολλαπλά νοήματα. Όταν το γνωρίζουμε, το έργο του φαίνεται σαν ένα είδος γλωσσικού κολάζ. Διασταυρώνει όπως οι λύτες του σταυρολέξου, αναμειγνύει όπως ο Raymond Devos, μυστικοποιεί όπως ο André Breton, βιάζει όπως ο Sade, σαγηνεύει όπως ο Δόν Ζουάν, αναστατώνει όπως ο Poe, «ζωγραφίζει» όπως ο José Mor;ia de Hérédia. Χωρίς όρια, πηγαίνει ολοένα και πιο μακριά, πάντα προς διαφορετική κατεύθυνση, δεν πρέπει να τον ακούμε ή να τον διαβάζουμε πιστεύοντας ότι στη θέση της ψυχής έχει την αλήθεια.
Τα τεχνάσματα και οι ιδιομορφίες του είναι άχρηστα τελικά. Μας προκαλεί σαν να ήθελε να μας περάσει ένα μήνυμα που δεν πρέπει να ακολουθήσουμε. Ο Lacan είναι μια μεγαλοφυΐα του ρητορικού λόγου, τον οποίο δεν πρέπει ούτε να μιμηθούμε ούτε να θαυμάσουμε. Πρέπει να βάλουμε μουσική στην κακοφωνία του. Μέσα σε αυτές τις προκλητικές καρικατούρες, στο στυλ του Ιερώνυμου Μπος που μας έδειξε στη διάρκεια της ζωής του, υπάρχει μια διδασκαλία που πρέπει να κρατήσουμε. Παράξενος τύπος που αναμφίβολα συγκλόνισε τους κύκλους της παριζιάνικης διανόησης με τα θορυβώδη του «νούμερα», αλλά που, ακόμα και σήμερα, δεν έχει αποκαλύψει όλο του τον πλούτο. Υπήρξε, κατ’ εικόνα της εργασίας του πάνω στην ψυχανάλυση
παράδοξος. Το μήνυμα του Lacan πρέπει να αραιώνεται και να χορηγείται μόνο σε ομοιοπαθητικές δόσεις. Αλλά ας μην πλανιόμαστε, δεν είναι όλα θεμελιωμένα, δεν έχουν κάποιο κρυφό νόημα όλες οι υπερβολές του. Ο Lacan έφερε στη σύγχρονη ψυχανάλυση την αμφισβήτηση και τη διαλεκτική. Προτρέπει τους μελλοντικούς ψυχαναλυτές να αυτοαμφισβητούνται, να αποφεύγουν τη ρουτίνα των θεωρητικών ή τεχνικών ηθών και εθίμων. Δεν πρέπει να πιστέψουμε πως αποτελεί απλώς ένα ακόμα ρεύμα του ψυχαναλυτικού κινήματος. αντίθετα, είναι αυτός που μας βοήθησε να ανακαλύψουμε ξανά τον Freud, είναι απευθείας απόγονός του, συνεχιστής του. Αλλά όμως μας έκανε να χάσουμε και την ασφάλεια, μας έκανε να χάσουμε την ψευδαίσθηση των βεβαιοτήτων μας, πράγμα που φανερώνει και την αιτία που ακόμα είναι στόχος αμφισβήτησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου