Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Erich Fromm - Η Tέχνη της Αγάπης

Είναι η αγάπη τέχνη; Αν είναι, χρειάζεται γνώση και προσπάθεια. Ή μήπως η αγάπη είναι ένα ευχάριστο συναίσθημα που κατά σύμπτωση το γνωρίζει κανείς, το "συναντά" αν είναι τυχερός; Η πλειοψηφία των ανθρώπων πιστεύει στη δεύτερη αντίληψη.

Όχι πως οι άνθρωποι θεωρούν την αγάπη σαν κάτι ασήμαντο. Οι άνθρωποι διψούν για αγάπη. Παρακολουθούν αναρίθμητα κινηματογραφικά φιλμ που διηγούνται ευτυχισμένες ή αποτυχημένες ερωτικές ιστορίες. Ακούν εκατοντάδες ανόητα τραγούδια για την αγάπη. Παρόλ' αυτά, σχεδόν κανείς τους δε σκέφτεται αν υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθει σχετικά με την αγάπη. Αυτή η περίεργη αντίληψη βασίζεται σε ορισμένες υποθέσεις, που ξεχωριστά ή συνδυασμένες, τείνουν να τη δικαιώσουν.

Οι πιο πολλοί άνθρωποι βλέπουν το πρόβλημα της αγάπης πρωταρχικά σαν πρόβλημα του πώς ν' αγαπηθούν, και όχι του πώς ν' αγαπήσουν, πώς να αναπτύξουν την ικανότητά τους για αγάπη. Δηλαδή, εκείνο που τους απασχολεί είναι πώς να τους αγαπήσουν οι άλλοι, πώς να γίνουν αξιαγάπητα πρόσωπα. Για να φτάσουν στο σκοπό αυτό ακολουθούν διάφορους τρόπους. Ένας τρόπος είναι να πετύχουν, να αποκτήσουν όση δύναμη και πλούτο μπορούν, στο βαθμό που τους επιτρέπουν τα κοινωνικά περιθώρια της θέσης τους. Ο δεύτερος τρόπος είναι να γίνονται ελκυστικοί, με τη φροντίδα για το σώμα και το ντύσιμο. Άλλοι τρόποι για να γίνει κανείς ελκυστικός είναι η καλλιέργεια ωραίων τρόπων συμπεριφοράς, η ευχάριστη κι ενδιαφέρουσα ομιλία, η καλοσύνη. Για τους περισσότερους ανθρώπους του πολιτισμού μας το να είναι κανείς αξιαγάπητος σημαίνει βασικά να συνδυάζει τη δημοτικότητα με την ερωτική έλξη.

Μία δεύτερη υπόθεση που κρύβεται πίσω από τη σκέψη ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να μάθει κανείς σχετικά με την αγάπη, είναι ότι η αγάπη αποτελεί πρόβλημα αντικειμένου κι όχι πρόβλημα ψυχικής ικανότητας. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η αγάπη είναι κάτι εύκολο και και ότι το δύσκολο είναι να βρουν το κατάλληλο άτομο που θέλουν να αγαπήσουν ή από το οποίο θέλουν να αγαπηθούν.

Η τρίτη πλάνη που οδηγεί στην αντίληψη ότι δεν υπάρχει τίποτε να μάθουμε για την αγάπη, βρίσκεται στη σύγχυση ανάμεσα στην αρχική εμπειρία του ερωτικού συναισθήματος και στη διάρκειά του, ή όπως θα λέγαμε διαφορετικά, στο να είσαι μόνιμα ερωτευμένος. Ωστόσο, αυτή η μορφή της αγάπης είναι από την ίδια της τη φύση χωρίς διάρκεια. Τα δύο πρόσωπα γνωρίζονται όλο και περισσότερο, η οικειότητά τους χάνει όλο και πιο πολύ το μυστηριακό της χαρακτήρα, ωσότου ο ανταγωνισμός τους, οι απογοητεύσεις τους και η αμοιβαία τους πλήξη σκοτώνουν οτιδήποτε απέμεινε από την αρχική συγκίνηση. Ωστόσο, στην αρχή δεν ξέρουν τίποτε απ' όλα αυτά. Πράγματι, παίρνουν την ένταση της αμοιβαίας λατρείας τους και της "τρέλας" που νιώθει ο ένας για τον άλλο σαν απόδειξη της μεγάλης τους αγάπης, ενώ αυτό ίσως αποδεικνύει μόνο το βαθμό της προηγούμενης μοναξιάς τους και τίποτε παραπάνω.

Αυτή η αντίληψη -ότι τίποτε δεν είναι πιο εύκολο από το ν' αγαπάς- εξακολουθεί να είναι η πιο διαδεδομένη παρά την αφθονία των αποδείξεων για το αντίθετο. Σχεδόν καμία προσπάθεια, κανένα έργο δεν αρχίζει με τόσο μεγάλες ελπίδες και προσδοκίες όπως αρχίζει η αγάπη, κι ωστόσο τίποτε δεν αποτυχαίνει τόσο συχνά όσο αυτή. Αν αυτό συνέβαινε με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, οι άνθρωποι θα ήταν περισσότερο πρόθυμοι να εξετάσουν τους λόγους της αποτυχίας αυτής και να μάθουν πώς θα μπορούσαν να ενεργήσουν καλύτερα. Ή θα εγκατέλειπαν τη δραστηριότητα αυτή.

Το πρώτο, λοιπόν, βήμα είναι να καταλάβουμε ότι η αγάπη είναι μία τέχνη, ακριβώς όπως μία τέχνη είναι και η ίδια η ζωή. Αν θέλουμε να μάθουμε πώς ν' αγαπάμε, πρέπει να προχωρήσουμε με τον ίδιο τρόπο που προχωρούμε όταν θέλουμε να μάθουμε μία οποιαδήποτε άλλη τέχνη, π.χ. μουσική, ζωγραφική, ξυλουργική, ή την επιστήμη της ιατρικής και της μηχανικής.

Ποια είναι τα απαραίτητα στάδια στην εκμάθηση μιας οποιασδήποτε τέχνης. Το πρώτο είναι η εκμάθηση της θεωρίας και το δεύτερο η εκμάθηση της πρακτικής. Αν θέλω να μάθω την επιστήμη της ιατρικής, πρέπει πρώτα απ' όλα να μάθω τα βασικά στοιχεία για το ανθρώπινο σώμα και για τις διάφορες αρρώστιες. Αλλά κι όταν αποκτήσω όλη αυτή τη γνώση, πάλι δε θα είμαι ικανός στην τέχνη της ιατρικής. Μόνο έπειτα από μακρά πρακτική εξάσκηση θα είμαι κύριος της τέχνης, μόνο όταν η θεωρητική γνώση και η πείρα της πρακτικής θα έχουν συγχωνευτεί σ' ένα πράγμα -στη διαίσθησή μου, που αποτελεί την ουσία της κατοχής μίας τέχνης.

Αλλά εκτός από τη γνώση της θεωρίας και της πρακτικής, ένας τρίτος παράγοντας είναι αναγκαίος για την κατάκτηση κάθε τέχνης - η υπέρτατη σημασία που δίνουμε στην τέχνη αυτή. Τίποτ' άλλο στον κόσμο δεν πρέπει να είναι πιο σημαντικό από την τέχνη που μας ενδιαφέρει. Αυτό ισχύει για τη μουσική, την ιατρική, την ξυλουργική -και για την αγάπη. Και ίσως εδώ να βρίσκεται η απάντηση στο ερώτημα: γιατί οι άνθρωποι του πολιτισμού μας προσπαθούν τόσο σπάνια να μάθουν αυτή την τέχνη στο πείσμα των ολοφάνερων αποτυχιών τους; Παρόλο που η λαχτάρα τους γι' αγάπη είναι τόσο βαθιά ριζωμένη, σχεδόν όλα τ' άλλα φαίνονται να είναι πιο σημαντικά από την αγάπη: επιτυχία, γόητρο, χρήματα, δύναμη. Όλη μας σχεδόν η ενεργητικότητα χρησιμοποιείται για να μάθουμε πώς να πετύχουμε σ' αυτούς τους σκοπούς. Και σχεδόν καθόλου για να μάθουμε την τέχνη της αγάπης.

(από το βιβλίο "Η Tέχνη της Αγάπης" του Erich Fromm)

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Ψυχαναλυτική θεωρία

«…Η κλινική δεν είναι μια επιστήμη, δηλαδή μια γνώση που αποδεικνύεται˙ είναι μια εμπειρική γνώση, αδιαχώριστη από την ιστορία των ιδεών. Διδάσκοντάς την, αναπληρώνουμε τα ελαττώματα μιας ψυχιατρικής, η οποία, από τότε που προόδευσε η χημεία, έχει συχνά την τάση να παραμελεί τους θησαυρούς της κλασικής εποχής…»   

Η ψυχανάλυση, ένα από τα αδύνατα επαγγέλματα, όπως έλεγε ο Φρόυντ, γνώρισε νέα άνθιση και ευρύτερη εξάπλωση χάρη στην ανανεωτική επίδραση της διδασκαλίας του Λακάν. Κατά τη διάρκεια πολλών ετών, από το 1953 έως το 1981, τα Σεμινάριά του διαμόρφωσαν γενιές ψυχαναλυτών, ψυχιάτρων, ψυχολόγων, φιλοσόφων, παιδαγωγών κτλ. Η προσφορά του γάλλου ψυχαναλυτή είναι πλέον χαραγμένη για πάντα δίπλα σ’ εκείνη του ιδρυτή της ψυχανάλυσης, κτήμα ες αεί.
 
Από την απαρχή της ψυχαναλυτικής θεωρίας , ο Φρόυντ ενδιαφέρθηκε για το δεσμό που συνδέει τα ανθρώπινα όντα σε μια κοινωνία. Επιχείρησε να τον θεμελιώσει στο συναίσθημα ενοχής ως συνέπεια του φόνου του πατέρα της απόλαυσης στο μύθο του τοτέμ και ταμπού που σηματοδοτεί τη σύνδεση της επιθυμίας με το νόμο. Ο Λακάν θα αρθρώσει τον κοινωνικό δεσμό με το σύμπτωμα του υποκειμένου, το λόγο και το βορρόμειο κόμβο υπογραμμίζοντας πως ο κοινωνικός δεσμός εμφανίζεται ιδιαίτερα επισφαλής στο ψυχωτικό υποκείμενο που βρίσκεται εκτός λόγου.
Τι μπορεί να προτείνει η ψυχανάλυση και ποια μπορεί να είναι η κατεύθυνση της θεραπείας ειδικότερα με «μοντέρνα» υποκείμενα στα οποία η έλλειψη κοινωνικού δεσμού εκφράζεται με μορφές κοινωνικού αποκλεισμού και αποδέσμευσης από τον Άλλο ;
--------------------
Η αβεβαιότητα του φύλου και η κλινική της απεντοπισμένης θηλυκότητας.  #Δημήτρις Βεργέτης
Ως ένα πρόσφατο παρελθόν η έννοια του φύλου προσδιοριζόταν με αναφορά στην διαφορά των φύλων, όπως την στοιχειοθετούσε ο Λόγος του Κυρίου εξ ονόματος του πατριαρχικού θεσμού. Προσδιορίζεται πλέον με όρους ταυτότητας φύλου. Η δυαδική διαφοροποίηση άνδρας-γυναίκα υποκαθίστανται από το συνεχές φάσμα υβριδιακών «σεξουαλικών» ταυτοτήτων με μεταθετά όρια. Η υποκειμενική αβεβαιότητα του φύλου, που η ψυχανάλυση είχε εξ αρχής ανιχνεύσει, παγιώνεται πλέον σε επαμφοτερίζουσες ταυτότητες με ασαφή όρια και ρευστά ερείσματα, σε σημείο που, μπαίνοντας στον πειρασμό της υπερβολής, θα μιλούσαμε για κρίση του φύλου. Αυτό που δεν είναι ωστόσο υπερβολή είναι η κρίση στις σχέσεις των φύλων. Αποτελεί μάλιστα ανίατο παράπονο των γυναικών ανεξαρτήτως ηλικίας, με διαστάσεις κοινωνικού συμπτώματος. Διόλου τυχαία τα ποσοστά γυναικείας κατάθλιψης εκτινάσσονται στα ύψη, προς μεγάλη αμηχανία των ειδημόνων. Απογυμνωμένη πλέον από τις πατριαρχικές μυθοπλασίες και τις εγγυήσεις του ονόματος - του - πατέρα, η ανύπαρκτη διάφυλη σχέση διολισθαίνει προς ένα καθεστώς γενικευμένης κρίσης. Η διαφορά των φύλων λειτουργεί όλο και πιο άτονα ως οργανωτική μήτρα της σχέσης του υποκειμένου με την απόλαυση. Η απεντοπισμένη θηλυκότητα, μέσα από τις σχηματοποιήσεις που επιτελούν οι έμφυλες ταυτότητες, αναδεικνύεται με όλο και πιο θεαματικό τρόπο σε εναλλακτικό σχήμα ένταξης του υποκειμένου στη σκηνή της φαντασίωσης που σκηνοθετεί την απόλαυση. Ωστόσο η φαντασιακή παραλλακτικότητα των ταυτοτήτων φύλου διέπεται από μια άτεγκτη λογική και ενέχει ένα ανυπέρβλητο όριο αποτυπωμένο στο λακανικό αξίωμα που θέτει δύο, και μόνο δύο, φύλα – το ίδιο και το Άλλο. Το Άλλο, τουτέστιν (η) Γυναίκα.
 

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

«Ιστορία του Ματιού»


Η προκλητική «Ιστορία του Ματιού» του παρ’ ολίγον ιερέα Ζωρζ Μπατάιγ κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1928, όταν ο Μπατάιγ ήταν 31 χρόνων, σε 134 αντίτυπα. Ακολούθησαν δύο ακόμη γαλλικές εκδόσεις το 1940 και το 1941 σε 199 και 500 αντίτυπα αντίστοιχα. Καμιά από αυτές δεν έφερε το όνομα του συγγραφέα της. Η «Ιστορία του Ματιού» εκδόθηκε με το όνομα του Μπατάιγ, μόνο μετά το θάνατό του.Αν και ο Μπατάιγ δεν εναρμονίστηκε ποτέ με τους σουρεαλιστές, εξέδωσε σουρεαλιστικά ανοσιουργήματα δίνοντας στίγμα ανήσυχου πνεύματος. Τέτοιο και η «Ιστορία του Ματιού», έργο άκρατης παράνοιας, αφηνιασμένου σεξ, ποταμών ούρων.

Ως δείγμα ακολουθεί απόσπασμα, στο οποίο τρία από τα πρόσωπα της ιστορίας, προσπαθώντας να διασκεδάσουν την ανία τους, εισβάλλουν σε ναό και αναίτια βασανίζουν τον ιερέα.

Δεν είναι και τόσο δύσκολο να φαντα­στεί κανείς πόσο τα ’χασα όταν είδα τη Σιμόν να γονατίζει μπροστά στην κλούβα του πένθιμου εξομολογητηρίου. Όση ώρα εξομολογιόταν, εγώ περίμενα με πρωτοφανές ενδιαφέρον να δω τι θα επακολουθούσε ύστερ' απ' αυτό το απρόσμενο που είχε τολμήσει. Υπέ­θετα πως εκείνο το βδελυρό υποκείμενο θα πεταγόταν έξω απ' την παλιοπαράγκα του και θα χυμούσε στη βλάσφημη να την κατασπαράξει. Ετοιμαζόμουν μά­λιστα να ρίξω κάτω αυτό εκεί το φρικιαστικό φάντασμα και να το λιώσω στις κλωτσιές, δεν έγινε όμως τίποτ' απ' όλ' αυτά. Η πόρτα της κλούβας εξακολουθούσε να μένει κλειστή, η Σιμόν είχε πιάσει την πάρλα μπρος στο καγκελόφραχτο παραθυράκι και δεν έλεγε να τελειώσει. Αυτή ήταν η κατάσταση.
Κοιταχτήκαμε με τον σερ Έντμοντ απορημένοι, οπότε τα πράγματα άρχιζαν να ξεκαθαρίζουν: η Σι­μόν είχε αρχίσει σιγά-σιγά να ξύνει το μπούτι της και να κουνάει τα πόδια της∙ με το ένα γόνατό της στο προσκυνητάρι, τέντωνε το άλλο στο πάτωμα και ξεγύμνωνε όλο και περισσότερο τους μηρούς της πάνω απ' τις κάλτσες, ενώ συνέχιζε να εξομολογιέται με σι­γανή φωνή. Για μια στιγμή μάλιστα μου φάνηκε πως αυνανιζόταν.

Την πλησίασα προσεχτικά απ' το πλάι για να δω από κοντά τι γινόταν: πραγματικά, η Σιμόν αυνανιζό­ταν, με τ' αριστερό του προσώπου της κολλημένο στο διχτυωτό πλάι στο κεφάλι του παπά, με τα μέλη της τεντωμένα, τα μπούτια της ανοιγμένα και τα δά­χτυλα χωμένα βαθιά μέσα στο τρίχωμα να ψάχνουν. Μπορούσα να την αγγίξω. Έσκυψα και ξεγύμνωσα για μια στιγμή τον κώλο της, οπότε τη στιγμή εκείνη που πήγαινα να το κάνω, την άκουσα να λέει με κα­θαρή φωνή:
Πάτερ μου, τη μεγαλύτερη αμαρτία μου δεν σας την είπα ακόμα.
Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής.
Η μεγαλύτερη αμαρτία μου είναι απλούστατα ότι αυτή τη στιγμή που σας μιλώ, τραβάω μαλακία.
Πέρασαν ακόμα μερικά δευτερόλεπτα με ψίθυ­ρους μέσα στο εξομολογητήριο, και τελικά, σχεδόν με δυνατή φωνή, ξανάπε:
Αν δε με πιστεύετε, να σας δείξω.
Κι άμ' έπος άμ' έργον, σηκώθηκε κι άνοιξε τα σκέλια της μπρός στον ιούδα, ενώ με χέρι σταθερό και γρήγορο μαλακιζόταν.

Έι, παπά, φώναξε η Σιμόν, χτυπώντας μ' όλη της τη δύναμη το χέρι της πάνω στο εξομολογητήριο, τι κάνεις μες στο βρωμοσαράβαλό σου; Τραβάς κι εσύ μαλακία;
Από κει μέσα όμως δεν ακούστηκε καμιά φωνή.
Τότε κι εγώ θ' ανοίξω.
Και τράβηξε την πόρτα.
Μες στο εξομολογητήριο, ο οραματιστής όρθιος, με το κεφάλι σκυφτό, σφούγγιζε το μέτωπό του που έσταζε απ' τον ιδρώτα. Η Σιμόν έψαξε κάτω απ' το ράσο του να βρει την πούτσα του∙ εκείνος έμεινε ασυγκίνητος. Τότε αυτή μάζεψε πάνω το σιχαμερό εκκλησιαστικό του ρούχο και πετάχτηκε έξω ένα μα­κρύ ροδοκόκκινο και σκληρό πέος. Ο παπάς, το μόνο που έκανε, ήταν να τινάξει πίσω με μια γκριμάτσα το κεφάλι του και μ' ένα σφύριγμα που ξέφυγε μέσ' απ' τα δόντια του, δεν έφερε όμως καμιά αντίσταση στη Σι­μόν που έχωσε βαθιά μες στο στόμα της την κτηνω­δία και τη βύζαινε με μακρόπνοες ρουφηξιές.
Ο σερ Έντμοντ κι εγώ είχαμε μείνει κόκαλο. Εμένα προσωπικά μ' είχε καρφώσει στη θέση μου ο θαυμασμός, και δεν ήξερα πια τι να κάνω όταν ο αινιγματικός Εγγλέζος προχώρησε αποφασιστικά προς το εξομολογητήριο, κι αφού έκανε στην μπάντα τη Σιμόν μ' όσο γινόταν μεγαλύτερη αβρότητα, άρπαξε εκείνο το σκουλήκι απ' τον καρπό, τον τράβηξε έξω απ' την τρύπα του και τον ξάπλωσε βάναυσα στο πάτωμα, μπρος στα πόδια μας. Το ιερόσχημο σίχαμα κειτόταν τώρα ίδιο με πτώμα, με τα δόντια καρφω­μένα στο πλακόστρωτο, χωρίς να βγάζει ούτε μια κραυγή. Τον πιάσαμε αμέσως και τον κουβαλήσαμε στο σκευοφυλάκιο.
Ήταν ακόμα με τα μαγαζιά του ανοιχτά και την ψωλή του να κρέμεται απ' έξω, το πρόσωπο πελιδνό και καταϊδρωμένο. Δεν επιχειρούσε να μας εμποδίσει κι ανάπνεε με δυσκολία. Τον καθίσαμε σε μια μεγάλη ξύλινη πολυθρόνα με πολλά γλυπτά σχέδια.
Σενιόρες, είπε το πανάθλιο πλάσμα μυξοκλαίγοντας, με θεωρείτε ίσως υποκριτή.
Όχι, τον αποστόμωσε ο σερ Έντμοντ με τρόπο που δε σήκωνε άλλη κουβέντα.
Τότε η Σιμόν τον ρώτησε:
Πώς σε λένε;
Δον Αμινάδο, αποκρίθηκε αυτός.
Η Σιμόν σήκωσε το χέρι της και χαστούκισε αυτό το ιερατικό ψοφίμι, το χαστούκι όμως είχε σαν απο­τέλεσμα να καβλώσει το ψοφίμι και να του ξαναση­κωθεί. Του τα βγάλαμε όλα, κι η Σιμόν κάθισε ανακούρκουδα και κατούρησε τα ρούχα του σα καμιά σκύλα, έπειτα έπαιξε μες στη χούφτα της τον πούτσο του και του τον πήρε τσιμπούκι, ενώ εγώ τον κα­τουρούσα μες στα ρουθούνια. Αφού φτάσαμε πια στο αποκορύφωμα μιας ψυχρής έξαρσης, γάμησα απ' τον κώλο τη Σιμόν που βύζαινε άγρια την πούτσα του.

Στο μεταξύ, ο σερ Έντμοντ, που παρακολουθούσε τη σκηνή αυτή με το τυπικά hard labour πρόσωπό του, εξέταζε προσεχτικά την αίθουσα όπου είχαμε καταφύγει. Το μάτι του έπεσε σ' ένα καρφί της ξύ­λινης επένδυσης των τοίχων απ' όπου κρεμόταν ένα κλειδάκι.
Τι είν' αυτό το κλειδί; ρώτησε τον Δον Αμι­νάδο.
Απ' την έκφραση τρόμου που διάβασε στο πρό­σωπο του παπά, κατάλαβε πως ήταν το κλειδί του κιβωτίου με τη θεία κοινωνία.
Ο Εγγλέζος ξαναγύρισε σε λίγο φέρνοντας ένα χρυσό αρτοφόριο με πολλά σκαλίσματα γύρω-γύρω που παρίσταναν αγγελούδια γυμνά σαν έρωτες. Ο φουκαράς ο Δον Αμινάδο είχε καρφώσει τα μάτια του σ' αυτό το σκεύος με τις αγιασμένες όστιες που ήταν ακουμπισμένο στο πάτωμα, και τ' όμορφο πρόσωπό του, αυτό το πρόσωπο ηλιθίου, που είχε συσπαστεί απ’ τα δαγκώματα και τα γλειψίματα με τα όποια βασάνιζε το πέος του η Σιμόν, είχε χάσει τελείως το χρώμα του απ' τη δύσπνοια.
Ο σερ Έντμοντ, που τη φορά αυτή είχε αμπαρώσει την πόρτα κι έψαχνε στα ντουλάπια, βρήκε τελικά ένα μεγάλο δισκοπότηρο και μας είπε ν' αφήσουμε για μια στιγμή αυτόν τον αχρείο.
Δες, εξήγησε στη Σιμόν, εδώ, στο αρτοφόριο, είν’ οι όστιες κι εδώ, στο δισκοπότηρο, βάζουν το άσπρο κρασί για τη θεία μετάληψη.
Ψωλόχυμα μυρίζει, είπε η Σιμόν, χώνοντας τη μύτη της μες στ' άζυμα.
Ακριβώς, συνέχισε ο σερ Έντμοντ. Οι όστιες, τ’ αντίδωρα που λέμε, είν' όπως βλέπεις, το σπέρμα του Χριστού υπό μορφή λευκού γλυκίσματος. Όσο τώρα για το κρασί που βάζουν στο δισκοπότηρο, οι παπάδες λένε πως είναι το αίμα του Χριστού, δεν υπάρχει όμως καμιά αμφιβολία πως κάποιο λάθος κά­νουν. Αν πράγματι πίστευαν πως είν' το αίμα του, θα έπαιρναν κόκκινο κρασί, αυτοί όμως παίρνουν άσπρο και μόνον άσπρο, πράγμα που φανερώνει πως βαθιά μέσα τους ξέρουν και παραξέρουν πως το κρασί αυτό είναι τα ούρα του Χριστού.
Ήταν τόσο πειστική η σαφήνεια με την οποία έκα­νε την επίδειξή του, ώστε η Σιμόν κι εγώ, χωρίς να χρειαζόμαστε πια περισσότερες εξηγήσεις, οπλιστήκαμε αυτή με το δισκοπότηρο κι εγώ με το αρτοφόριο και κατευθυνθήκαμε προς τον Δον Αμινάδο που είχε μείνει σαν αναίσθητος στην πολυθρόνα του∙ μόνον ένα ελαφρό τρεμούλιασμα έκανε το κορμί του να δονείται αδιόρατα.
Σαν προανάκρουσμα η Σιμόν του κατάφερε ένα γερό χτύπημα στο κρανίο με τη βάση του δισκοπό­τηρου, πράγμα που τον ταρακούνησε αλλά και τον αποβλάκωσε οριστικά πια. Έπειτα του τον ξαναπήρε με το στόμα, και τη φορά αυτή τ' αγκομαχητά του απ' την κάβλα ήταν να κάνεις εμετό. Αφού μ' αυτό τον τρόπο πέτυχε να φέρει τις αισθήσεις του σε παρο­ξυσμό, τον άρπαξε, με τη βοήθεια του σερ Έντμοντ και τη δική μου, και τον τράνταξε μ' όλη της τη δύναμη:
Δεν τελειώσαμε ακόμα, του είπε μ' ένα ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση. Τώρα θα κατουρήσεις.
Και τον ξαναχτύπησε για δεύτερη φορά στα μούτρα με το άγιο δισκοπότηρο, συγχρόνως όμως είχε αρχίσει να ξεγυμνώνεται μπροστά του κι εγώ την έτρι­βα σ' όλα τα ευαίσθητα σημεία.
Ήταν τόσο επιτακτικό το βλέμμα που είχε καρ­φώσει ο σερ Έντμοντ στ' αποκτηνωμένα μάτια του νεαρού παπά, ώστε το πράγμα έγινε σχεδόν από μόνο του. Ο Δον Αμινάδο άρχισε να κατουράει με θόρυβο μέσα στο δισκοπότηρο που το κρατούσε η Σιμόν κάτω απ' τη χοντρή ψωλή του, και το γέμισε ως απάνω.
Και τώρα, πιες το, τον διέταξε ο σερ Έντμοντ.

Έντρομος ο παλιάνθρωπος άνοιξε το στόμα του και το ήπιε, λαίμαργα και μονορούφι, χωρίς να πάρει ανάσα, μ' ένα είδος σιχαμερής έκστασης. Η Σιμόν χούφτωσε ξανά με το στόμα της τον πούτσο του και μετά άρχισε να του τον παίζει∙ αυτός ξανάρχισε να βγάζει τραγικά ουρλιαχτά απ' την κάβλα του. Με μια κίνηση ανθρώπου που του έχει στρίψει, άρπαξε το ιερό κατουροκάνατο και το εκσφενδόνισε στον τοίχο, όπου αυτό χτύπησε και στράβωσε. Τέσσερα γερά μπράτσα τον έπιασαν και τον σήκωσαν όρθιο κι αυτός, μ' ανοιχτά σκέλια, το κορμί του τανυσμένο και γρυλί­ζοντας σα γουρούνι που το σφάζουν, ξέρασε το σπέρ­μα του πάνω στ' αντίδωρα του αρτοφόριου που η Σιμόν το κρατούσε μπρος του με το ’να χέρι ενώ με τ' άλλο του τραβούσε μαλακία.

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Marguerite Duras

Je te rencontre.
Je me souviens de toi.
Qui est tu ?
Tu me tues.
Tu me fais du bien.
... Comment me serais je doutée que cette ville était faite à la taille de l´amour ?
Comment me serais je doutée que tu étais fait à la taille de mon corps même ?
Tu me plais. Quel événement. Tu me plais.
Quelle lenteur tout à coup.
Quelle douceur.
Tu ne peux pas savoir.
Tu me tues.
Tu me fais du bien.
Tu me tues.
Tu me fais du bien.
J´ai le temps.
Je t´en prie.
Dévore-moi.
Déforme-moi jusqu´à la laideur.
Pourquoi pas toi ?
Pourquoi pas toi dans cette ville et dans cette nuit pareille aux autres au point de s´y méprendre ?
Je t´en prie…
Hiroshima mon amour ...

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Στο μυαλό του Τολστόι

Aπο τον Κωστή Παπαγιώργη
Με οδηγό την ευρυμάθεια, τη φιλοσοφική αναζήτηση και το πάθος του, ο Σεστόφ αποδομεί το έργο του Τολστόι μέσα από τρεις σπουδαίες διαλέξεις και επιχειρεί ένα «προσκύνημα μέσα από τις ψυχές».

Γεννημένος στο Κίεβο το 1866, ο Σεστόφ θα αποκτήσει τη μέση και ανωτέρα εκπαίδευση στη Μόσχα, παρακολουθώντας αρχικά μαθήματα μαθηματικών, για να τα εγκαταλείψει παρευθύς και να γραφτεί στη Νομική. Όσο για τη φιλοσοφία, το ενδιαφέρον του θα αφυπνιστεί μετά από τις πανεπιστημιακές του σπουδές. Η πνευματική του πορεία διαφαίνεται και από τους τίτλους των βιβλίων του: Η ιδέα του καλού στον Τολστόι και στον Νίτσε, Η φιλοσοφία της τραγωδίας (Ντοστογιέφσκι και Νίτσε), Στις ακρώρειες της ζωής, Οι απαρχές και τα έσχατα, Στον ζυγό του Ιώβ, Ο Κίρκεγκωρ και η υπαρξιστική φιλοσοφία, Αθήναι και Ιερουσαλήμ, Sola Fide (Ο Λούθηρος και η Εκκλησία).
Ολόκληρο το έργο του Σεστόφ είναι αφιερωμένο σε ένα είδος θρησκευτικής φιλοσοφίας και ιδιάζοντος ανορθολογισμού που γράφτηκε ως ένα διηνεκές σχόλιο πάνω σε μεγάλα έργα, του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόι κυρίως αλλά και του Κίρκεγκωρ, του Πασκάλ, του Νίτσε και του Λούθηρου. Το μεγαλόπνοο συμπορεύεται με την απελπισία, το σκάνδαλο με την απιστία, η αναίρεση της επιστήμης με οδηγό τη φράση του Καντ: έπρεπε να παραιτηθώ από τη γνώση για να κάνω τόπο στην πίστη. Μια από τις βασικές του αρχές είναι και η ακόλουθη: ο άνθρωπος θέλει να σκέφτεται με τις κατηγορίες στις οποίες ζει και όχι να ζει με τις κατηγορίες στις οποίες εθίστηκε να σκέφτεται.

Το ιδιάζον αυτού του ανθρώπου, που ουσιαστικά δεν μετακινήθηκε από τον αρχικό του ιδιάζοντα ανορθολογισμό, είναι το γεγονός ότι αφοσιώθηκε περισσότερο σε λογοτεχνικά έργα παρά σε φιλοσοφικά. Ο Τολστόι και ο Ντοστογιέφσκι παρέμειναν οι μεγάλες πηγές νοήματος στις οποίες δεν έπαψε να επανέρχεται. Όταν, λοιπόν, διαβάζει και ξαναδιαβάζει τον Τολστόι τόσο ως μυθιστοριογράφο όσο και ως αυτοτιμωρούμενο, ξέρουμε ότι το μόνο που τον κεντρίζει δημιουργικά είναι το ρώσικο σαράκι της πίστεως που προσλαμβάνει αλλόκοτες μορφές στις σελίδες του Τολστόι. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και με το έργο του Ντοστογιέφσκι - ειδικά μάλιστα με το «Υπόγειο» και τον κάτοικό του, ήτοι τον υποχθόνιο.

Ο υποχθόνιος, όπως ξέρουμε, δεν αναγνωρίζει καμιά αναγκαιότητα, κανένα νόμο της λογικής, κανένα φυσικό νόμο. Ως εκ τούτου δυσανασχετεί. «Θεέ και Κύριε, μα τι δουλειά έχω εγώ με τους φυσικούς νόμους και την αριθμητική, όταν για κάποιον λόγο αυτοί οι νόμοι και το δύο επί δύο ίσον τέσσερα δεν μου αρέσουν;». Ο Σεστόφ αναγνωρίζει στο πρόσωπο του ντοστογιεφσκικού ήρωα (και μάλλον αντιήρωα) το ιδανικό του πρόσωπο, ειδικά όταν φθέγγεται με τον ακόλουθο τρόπο: «Έχω ανάγκη από ησυχία. Και για να μη με ενοχλούν, πρόθυμα πουλάω τον κόσμο ολάκερο για ένα καπίκι. Αν με ρωτήσουν “να χαθεί τάχα ο κόσμος και να μην πιω το τσάι μου;”, θα αποκριθώ “να χαθεί όλος ο κόσμος, μα εγώ να πιω το τσάι μου”». Για τον Σεστόφ δεν υπάρχει άλλη εκδοχή. Ο Ντοστογιέφσκι αποτάσσει τη βεβαιότητα και θέτει ως υπέρτατο σκοπό την άγνοια. Άρα προτάσσει έναν αναρχίζοντα εγωτισμό και δεν διστάζει να ονομάσει τον άνθρωπο ον δίποδο, αχάριστο. Η αληθινή φιλοσοφία του Ντοστογιέφσκι είναι για τον Σεστόφ η φιλοσοφία του κάτεργου όσο και έναν ανερμήνευτο Θεό.

Όταν, λοιπόν, περνάει στο έργο του κατοίκου της Γιάσναγια Πολιάνα, φυσικώ τω λόγω δεν θα αναλυθεί στους γνωστούς επαίνους για τον μυθιστοριογράφο Τολστόι, όσο για τον άνθρωπο Τολστόι που όρθωσε μεν συναρπαστικά μυθιστορήματα, αλλά η συνείδησή του εμφανίστηκε γυμνή και βασανισμένη σε δευτερεύοντα κείμενα, όπως η Εξομολόγηση, το Ημερολόγιο ενός τρελού, ο Θάνατος του Ιβάν Ίλιτς» κ.λπ. Έγραφε λοιπόν: «Ό,τι έλεγα (σ.σ. εννοεί στα μεγάλα του έργα) δεν ήταν παρά ψέμα και προσποίηση. Δεν ήξερα τίποτα, δεν πίστευα σε τίποτα. Ήθελα μόνο να γίνω διάσημος και πλούσιος και προσποιήθηκα πως είμαι αυθεντία, ένας παντογνώστης».

Ταξιδεύοντας στην Ευρώπη, ο Τολστόι (όπως άλλωστε και ο Ντοστογιέφσκι) «ευτύχησε» να παρακολουθήσει έναν αποκεφαλισμό σε δημόσιο χώρο - όπως γινόταν τότε για παραδειγματισμό των θεατών. Το θέαμα ήταν τόσο συγκλονιστικό, ώστε ό,τι γνώριζε περί ηθικής γελοιοποιήθηκε. Ο ίδιος ήταν ένα ψέμα, ντρεπόταν τον εαυτό του και την κοινωνική του τάξη, γι’ αυτό εγκατέλειψε τη βολή του και κατέφυγε στη στέπα, στους Μπασκίρους, για να διδαχτεί τη φυσική ζωή. Θα πρέπει κανείς να στραφεί στους βιογράφους του Τολστόι για να πληροφορηθεί ότι τα μεγάλα του μυθιστορήματα (Πόλεμος και Ειρήνη, Άννα Καρένινα) τα αποκήρυξε ως ψεύδη. Για την ακρίβεια ο δημιουργός Τολστόι ήθελε να μεταμορφωθεί σε Πλάτωνα Καρατάγιεβ, σε άνθρωπο δηλαδή που φέρει όλη τη μυστική δύναμη του λαού που πιστεύει σε έναν ασύλληπτο Θεό. Διόλου περίεργο ότι ο Τολστόι γράφει στον ποιητή Φετ: «Επανέρχομαι στην ανιαρή Αννα Καρένινα...».

Ο Τολστόι τα βάζει με τον Λούθηρο, τα βάζει με την Εκκλησία, με τον εγκοσμιοποιημένο χριστιανισμό. Ταυτόχρονα, ο δημιουργός της Ανάστασης δοκιμάζει βιώματα αποκαλυπτικά -όπως εκείνο που οι βιογράφοι του αποκαλούν «Νύχτα της Αρζάμα»- όπου η λογική αρματωσιά του λογοτέχνη θρυμματίζεται μέσα σ’ ένα βίωμα συντριβής και τρέλας. Την αλόγιστη πίστη του ο ίδιος τη θεωρούσε τρέλα. «Γνωμάτευσαν ότι παθαίνω κρίσεις και άλλα ακόμα πράγματα, αλλά πως είμαι πνευματικά υγιής. Το βεβαίωσαν, όμως εγώ ξέρω πως είμαι τρελός».

Το Ημερολόγιο ενός τρελού (πιθανώς κι ενός πιστού) ο Σεστόφ το θεωρεί πραγματικό κλειδί του τολστοϊκού έργου. Γράφει ο Σεστόφ: «Υπάρχει στη ζωή κάτι ανώτερο από τη λογική, διότι η ζωή αναβλύζει από μια πηγή που βρίσκεται υπεράνω της λογικής». Πράγματι, ο Τολστόι βασανιζόταν από μια μυστική διάσταση για την οποία δεν έβρισκε αντίστοιχο στον κοινωνικό του βίο.

Αξίζει να εκτραπούμε σε αυτό το σημείο, θυμίζοντας ότι ο κόμης Τολστόι, γόνος ανώτερης τάξης, ουδέποτε εργάστηκε, ουδέποτε είχε προβλήματα ένδειας (όπως ο Ντοστογιέφσκι), απεναντίας έζησε ανεξέλεγκτος στη Γιάζναγια Πολάνα. Οι βιογράφοι του δεν παραλείπουν να τονίσουν τον παράφορο ερωτικό του βίο, τις σχέσεις του με τις γυναίκες και τις κόρες των δουλοπάροικων, όπως επίσης τις εκπαιδευτικές του ιδέες, τα παιδαγωγικά του πειράματα, τις αμέτρητες σελίδες για την ανατροφή των παιδιών. Άρα ο Ιβάν Ιλίτς, ως περσόνα του συγγραφέα, αποδίδει καταπληκτικά τον τρόμο του ενώπιον του θανάτου που συναιρείται με την αποδοκιμασία όλου του πρότερου βίου του. Έζησε μέσα στο ψέμα; Έπαιζε την τυφλόμυγα, δοκιμάζοντας διάφορες μάσκες που τελικά τον απέλπιζαν αντί να τον συνεφέρουν; Ξέρουμε ότι ο μεγάλος συγγραφέας δεν πέθανε σπίτι του, αλλά σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό όπου έγινε λαϊκό προσκύνημα. Ο λόγος που έφυγε από το σπίτι του ήταν -τι άλλο;- η παθολογική ζήλια για την γυναίκα του, όπως τη βλέπουμε να περιγράφεται στη Σονάτα του Κρόυτσερ. Τέρας εγωισμού, κινδυνεύει να συντριβεί όταν ψυχανεμίζεται ότι ο θάνατος δεν αποτάσσεται ούτε εξηγείται.

«Ήταν αδύνατον να σφάλλει αυτός, ο Ιβαν Ιλίτς: κάτι τρομερό, καινούργιο και τόσο σημαντικό -τίποτα τόσο σημαντικό δεν του είχε μέχρι τότε συμβεί- συνέβαινε τώρα μέσα του, και αυτός ήταν ο μόνος που το ήξερε. Οι γύρω του δεν το καταλάβαιναν, δεν ήθελαν να το καταλάβουν και πίστευαν ότι όλα ήταν όπως πριν. Έπρεπε να ζει έτσι, στο χείλος της αβύσσου, απόλυτα μόνος, χωρίς ούτε ένα πλάσμα που να μπορεί να τον καταλάβει και να τον συμπονέσει. Είναι, μάλιστα, λίγο να πούμε ότι κανείς δεν ήθελε να τον καταλάβει και να τον συμπονέσει, καθώς για όλους, τους δικούς του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του, έγινε ένα βαρύ, οδυνηρό κι εκνευριστικό φορτίο. Κανένας δεν πίστευε και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι στην ψυχή του Ιβάν Ιλίτς συνέβαινε κάτι τόσο καινούργιο, τόσο σημαντικό που τίποτα σαν αυτό δεν του είχε μέχρι τότε συμβεί. Έτσι, οι δικοί του δεν τον πίστευαν όταν πάσχιζε να τους κάνει κοινωνούς των αποκαλυπτικών του οραμάτων. Όλοι ήταν βαθιά, ειλικρινά πεπεισμένοι ότι ο Ιβάν Ιλίτς, με τις παραξενιές του, διατάρασσε ανεπίτρεπτα κι εγκληματικά την παραδεκτή από όλους υπαρξιακή τάξη (...). Ένας άνθρωπος πεθαίνει, δεν μένει παρά να τον θάψουν. Δεν είναι, άραγε, από την άποψη της λογικής, άσκοπη περιέργεια να κατασκοπεύουμε τι συμβαίνειστην ψυχή κάποιου που χαροπαλεύει;».

Το δραματικό στοιχείο του θανάτου δεν είναι μόνο η πλήρης άγνοια του θανόντος για τη νέα του κατάσταση αλλά ότι εκμηδενίζει κατά έναν τρόπο όλη την προτέρα ζωή. Τόσο ο Ιβάν Ιλίτς όσο και ο Μπρεχούντοφ (ο ήρωας του Αφέντης και Δούλος) δεν είναι τυχαία πρόσωπα, το αντίθετο μάλιστα. Είναι περιφανή κοινωνικά πρόσωπα. Ωστόσο, ο θάνατος κάνει «ίσους» τους πάντες. Απορημένους σαν νήπια, σαν μικρά παιδιά.

Τη Φιλοσοφία της τραγωδίας ο Σεστόφ την περατώνει με τον ακόλουθο χαρακτηριστικό τρόπο: «Όταν ο Γκόγκολ έριξε στη φωτιά το χειρόγραφο του δεύτερου μέρους των Νεκρών Ψυχών, τον θεώρησαν τρελό διότι δεν ήξεραν άλλον τρόπο για να σώσουν τα ιδεώδη. Μόνο που απανθρακώνοντας το πολύτιμο χειρόγραφό του -που θα καθιστούσε αθάνατους πολλούς κριτικούςμε υγιές πνεύμα-, ο Γκόγκολ έπραξε κάτι ανώτερο από την ίδια τη συγγραφή του. Οι ιδεαλιστές δεν θα δεχτούν ποτέ αυτή την άποψη. Έχουν ανάγκη τα “έργα” του Γκόγκολ, αλλά ο ίδιος ο Γκόγκολ έχει ανάγκη τις μεγάλες του ατυχίες, τη μεγάλη του ασχήμια, που γι’ αυτούς δε σημαίνουν τίποτα».

ΛΕΦ ΣΕΣΤΟΦ, ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ: ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΓΚΡΕΜΙΖΕΙ ΚΑΙ ΧΤΙΖΕΙ ΚΟΣΜΟΥΣ
Μτφρ.: Νάγια Παπασπύρου Σελ.: 225, τιμή: €15,14, εκδόσεις Ροές

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Ανεκπλήρωτος έρωτας

Η δοκιμασία του έρωτα ως ένωση και αποστολή
Του Θανου Σταθοπουλου
ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ
Ανεκπλήρωτος έρωτας
Επιλογή-παρουσίαση κειμένων: Φαμπρίς Μιντάλ
μετ.: Γιώργος Δεπάστας - Βούλα Λούβρου, εκδ. Ολκός


Η οδός προς τον έρωτα δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια απολύτως πνευματική και εξυψωτική υπόθεση για τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Ο έρωτας προϋποθέτει τη δοκιμασία, ειδάλλως δεν μπορεί να εννοηθεί ως ένωση και αποστολή. Οτιδήποτε δεν μετέχει του πνεύματος και του απείρου καταδικάζει την καρδιά, το σώμα και τη σεξουαλικότητα στο μερικό, στη φθορά και την αποτυχία. Η οδός, άνω, μακρά, δύσβατη και μυστική, οδηγεί τον άνθρωπο, μέσα από χάσματα, μοναξιά και βαθιές ερημώσεις στην ωριμότητα, την απελευθέρωση, την ολότητα και την πραγμάτωση του εαυτού.

Ο Γάλλος συγγραφέας και διανοητής Φαμπρίς Μιντάλ προτείνει μια ανθολόγηση του έργου του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, σ’ έναν μικρό τόμο, με θέμα, φαινομενικά μόνο, τον έρωτα. Διαιρεί τον τόμο σε επτά κεφάλαια, ανθολογώντας σχεδόν από το σύνολο του έργου του ποιητή, μαζί με αποσπάσματα επιστολών του, που πρώτη φορά εκδίδονται στα ελληνικά, προς τους: Λου Αντρέας Σαλομέ, Ελίζαμπετ, βαρονέσα του Σενκ στο Σβάινσμπεργκ, Βίτολντ Χούλεβιτς, Ρούντολφ Μπόντλεντερ, σχολιάζοντας-συνοψίζοντας εύστοχα την ποιητική του και ισορροπώντας στους άξονες: «Ο θάνατος την εποχή της ερήμωσης», «Οι θρησκείες δεν μας επιτρέπουν πλέον να προσεγγίσουμε το άπειρο που αποζητά η καρδιά μας», «Το μυστικό της εργασίας», «Ο ηρωισμός», «Ο έρωτας», «Η μοναξιά», «Η ποίηση, μια “ελεύθερη και οριστική κατάφαση στον κόσμο”».

Η αποδοχή του θανάτου και η συμφιλίωση με τη θνητότητα, η τέχνη, η έκλυση της μοναξιάς ως της πλέον δυνατής περιοχής όπου μπορεί το είναι να φανερωθεί στην απειρότητά του, το άγνωστο, το ιερό, η αποστροφή προς τις θρησκείες, η αφοσίωση στην εργασία (χαρακτηριστικά είναι τα αποσπάσματα με τις αφηγήσεις του Ρίλκε για τον Ροντέν και τις παρατηρήσεις του για τη γλυπτική του και τη σκληρή δουλειά), η απόρριψη της ασφάλειας και του παρηγορημένου βίου, το ανεξήγητο, η έλξη του κινδύνου διαπλέκονται για να φωτίσουν την αγωνία του ποιητή ως προς το συνολικό του όραμα.
Ο Ρίλκε δεν αντιμετωπίζει τον έρωτα ως διέξοδο ούτε κατ’ ελάχιστον. Το «άνοιγμα» που είναι ο έρωτας δεν τροφοδοτείται παρά μόνο από τη διαρκή κίνηση, το ατελεύτητο και την επίγνωση ότι δεν υπάρχει τέρμα ούτε όριο σε αυτό που η ανθρώπινη καρδιά επιζητεί να φτάσει. Και, ως εκ τούτου, καμία παρηγοριά. Δίψα αξεδίψαστη.

«Ο έρωτας ανάμεσα σε δυο ανθρώπους: είναι ίσως η δυσκολότερη αποστολή μας, η ύστατη, τελευταία δοκιμή και δοκιμασία, το έργο για το οποίο όλα τα άλλα έργα είναι μόνο προετοιμασία. (…) Ο έρωτας, από την αρχή, δεν είναι κάτι που σημαίνει ανοίγω, παραδίνομαι και ενώνομαι με έναν άλλο (τι θα ήταν μια ένωση δύο αβέβαιων, ανέτοιμων και ακόμα απροσανατόλιστων όντων;) – αλλά μια υψηλότερη αφορμή για έναν άνθρωπο να ωριμάσει, να αποκτήσει οντότητα, να γίνει ο κόσμος, να γίνει ο ίδιος ένας κόσμος για χάρη ενός άλλου ανθρώπου. Είναι μεγάλη και φιλόδοξη αυτή η απαίτηση που κάνει όποιον αγαπά έναν εκλεκτό και τον καλεί στο άπειρο. (…) Ομως η προσφορά και η παράδοση σε κάθε είδος ένωσης δεν είναι γι’ αυτούς (που πρέπει για πολύ ακόμα να κάνουν οικονομία και να αποταμιεύουν): είναι το τέλος της αποστολής, είναι ίσως εκείνο για το οποίο μια ανθρώπινη ζωή δεν είναι ακόμα αρκετή». (Γράμματα σε έναν νεαρό ποιητή.)

Ο έρωτας για τον Ρίλκε είναι ανεξάντλητος, ακατάπαυστος, εκτός ορίων, εσαεί ανεκπλήρωτος. Ακριβώς όπως η ποίηση, εκφράζει καθ’ ολοκληρίαν το πεπρωμένο του ανθρώπου και του κόσμου, όπως το οραματίστηκε «ο ποιητής των ποιητών του 20ού αιώνα», ο έρωτας είναι η κατάφαση στο πεπρωμένο.

«Ο αληθινός έρωτας είναι μια πράξη της καρδιάς που ανανεώνεται αδιάκοπα», συμπυκνώνει ο Φαμπρίς Μιντάλ τη σκέψη του Ρίλκε, «και η μόνη πραγματική οδύνη είναι ότι πρέπει να περιορίσει κανείς αυτό το χάρισμα».

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Ντέιβιντ Χίλμπερτ - Έσχατη Λογική

Μια γιγάντια μαθηματική δομή ανοίγει νέους ορίζοντες για το σύμπαν των μαθηματικών, Ultimate logic: To infinity and beyond
Όταν ο Ντέιβιντ Χίλμπερτ κατέβηκε από το βάθρο ύστερα από τη διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στις 8 Αυγούστου 1900, ελάχιστοι από τους συνέδρους έδειξαν εντυπωσιασμένοι. Σύμφωνα με μια αναφορά της εποχής, η συζήτηση που ακολούθησε σε εκείνο το δεύτερο Διεθνές Συνέδριο των Μαθηματικών ήταν «μάλλον παρεκβατική». Τα πνεύματα φάνηκε να εξάπτονται περισσότερο από ένα επόμενο θέμα σχετικά με το αν η εσπεράντο έπρεπε να υιοθετηθεί ως γλώσσα εργασίας των μαθηματικών. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη η ομιλία του Χίλμπερτ χάραξε την ατζέντα των μαθηματικών για τον 20ό αιώνα. Αποκρυσταλλώνεται σε έναν κατάλογο 23 κρίσιμων αναπάντητων ερωτημάτων, όπως το πώς πρέπει να τοποθετούνται οι σφαίρες ώστε να επιτευχθεί η καλύτερη εκμετάλλευση του διαθέσιμου χώρου ή το αν η υπόθεση του Ρίμαν σχετικά με την κατανομή των πρώτων αριθμών ισχύει. Σήμερα πολλά από αυτά τα προβλήματα έχουν λυθεί, όπως αυτό της τοποθέτησης των σφαιρών. Άλλα, όπως αυτό της υπόθεσης του Ρίμαν, έχουν δει ελάχιστη ή και καμία πρόοδο. Το πρώτο θέμα στον κατάλογο του Χίλμπερτ ξεχωρίζει ωστόσο για την αλλόκοτη απάντηση που έδωσαν έκτοτε σε αυτό γενεές ολόκληρες μαθηματικών: ότι τα μαθηματικά απλώς δεν έχουν τα μέσα για να το απαντήσουν.
Η «υπόθεση του συνεχούς» Ο επίμονα άλυτος γρίφος είναι γνωστός ως «υπόθεση του συνεχούς» και αφορά αυτή την τόσο αινιγματική οντότητα, το άπειρο. Σήμερα, 140 χρόνια μετά τη διατύπωσή του, ένας σεβαστός αμερικανός μαθηματικός πιστεύει ότι τον έλυσε. Επιπλέον υποστηρίζει ότι έφθασε στη λύση χρησιμοποιώντας όχι τα μαθηματικά όπως τα γνωρίζουμε αλλά μια νέα, πολύ πιο ισχυρή λογική κατασκευή την οποία ονομάζει «έσχατο L» (ultimate L). Η διαδρομή ως αυτό το σημείο ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1870, όταν ο Γερμανός Γκέοργκ Κάντορ έθετε τα θεμέλια της θεωρίας των συνόλων. Η θεωρία των συνόλων ασχολείται με τη μέτρηση και τον χειρισμό συγκεντρωμένων αντικειμένων και προσφέρει το κρίσιμο λογικό υπόβαθρο των μαθηματικών: επειδή οι αριθμοί μπορούν να συνδεθούν με το μέγεθος των συνόλων, οι κανόνες για τον χειρισμό των συνόλων καθορίζουν επίσης τη λογική της αριθμητικής και ο,τιδήποτε άλλου στηρίζεται σε αυτήν. Αυτές οι στεγνές, ελαφρώς άνοστες λογικές διατυπώσεις απέκτησαν μια σπιρτάδα όταν ο Κάντορ έθεσε ένα κρίσιμο ερώτημα: Πόσο μεγάλα μπορούν να γίνουν τα σύνολα; Η προφανής απάντηση _ άπειρα μεγάλα _ αποδείχθηκε ότι έκρυβε ένα απρόοπτο: το άπειρο δεν είναι τελικά μια οντότητα αλλά έχει πολλά επίπεδα.
Τα επίπεδα του Απείρου Πώς γίνεται αυτό; Μπορείτε να πάρετε μια γεύση μετρώντας στη σειρά όλους τους αριθμούς: 1, 2, 3, 4, 5... Ως πού μπορείτε να φθάσετε; Ε, φυσικά ως το άπειρο _ δεν υπάρχει μεγαλύτερος ακέραιος αριθμός. Αυτό είναι ένα είδος απείρου - το κατώτερο, «μετρήσιμο» επίπεδο όπου λαμβάνει χώρα η αριθμητική. Τώρα σκεφθείτε την ερώτηση «πόσα σημεία υπάρχουν σε μια ευθεία;». Μια ευθεία είναι απόλυτα ίσια και ενιαία, χωρίς τρύπες ή κενά. Περιλαμβάνει άπειρα σημεία. Εδώ όμως δεν πρόκειται για το μετρήσιμο άπειρο των ακέραιων αριθμών, όπου ανεβαίνετε προς τα επάνω σε μια σειρά καθορισμένων, ξεχωριστών βαθμίδων. Εδώ πρόκειται για ένα ενιαίο, συνεχές άπειρο το οποίο περιγράφει γεωμετρικά αντικείμενα. Δεν χαρακτηρίζεται από τους ακέραιους αριθμούς αλλά από τους πραγματικούς: τους ακέραιους συν όλους τους ενδιάμεσους αριθμούς που έχουν όσα δεκαδικά ψηφία θέλετε _ 0,1, 0,01, 0,02, π και ούτω καθ’ εξής. Ο Κάντορ έδειξε ότι αυτό το «συνεχές» άπειρο είναι απείρως μεγαλύτερο από τη μετρήσιμη εκδοχή του των ακέραιων αριθμών. Επιπλέον αποτελεί απλώς μια βαθμίδα σε μια σκάλα που οδηγεί σε όλο και υψηλότερα επίπεδα απείρων τα οποία υψώνονται ως, ναι, το άπειρο. Υπάρχει απειροστικός «ημιόροφος»;
Ενώ η ακριβής δομή αυτών των ανώτερων απείρων παρέμενε νεφελώδης, ένα πιο άμεσο ερώτημα βασάνιζε τον Κάντορ. Υπήρχε ενδιάμεσο επίπεδο ανάμεσα στο μετρήσιμο άπειρο και στο συνεχές; Υποπτευόταν ότι όχι, αλλά δεν μπορούσε να το αποδείξει. Το προαίσθημά του για την ανυπαρξία αυτού του μαθηματικού ημιωρόφου έγινε γνωστό ως «η υπόθεση του συνεχούς». Οι προσπάθειες να αποδειχθεί ή να καταρριφθεί η υπόθεση του συνεχούς βασίζονται στην ανάλυση όλων των δυνατών απείρων υποσυνόλων των πραγματικών αριθμών. Αν το καθένα είναι είτε μετρήσιμο είτε έχει το ίδιο μέγεθος με το πλήρες συνεχές, τότε η υπόθεση ισχύει. Αντιστρόφως, έστω και ένα υποσύνολο ενδιάμεσου μεγέθους μπορεί να την καταρρίψει. Μια τέτοια τεχνική που χρησιμοποιεί υποσύνολα των ακέραιων αριθμών δείχνει ότι δεν υπάρχει επίπεδο απείρου κάτω από το μετρήσιμο. Οσο δελεαστικό και αν είναι να θεωρήσει κανείς ότι οι υπάρχοντες μονοί αριθμοί είναι οι μισοί από το σύνολο των ακεραίων, τα δύο σύνολα μπορούν να αντιστοιχιστούν ακριβώς. Στην πραγματικότητα, κάθε σύνολο ακέραιων αριθμών είναι είτε πεπερασμένο είτε μετρήσιμα άπειρο. Αν εφαρμοστεί στους πραγματικούς αριθμούς ωστόσο αυτή η προσέγγιση αποδίδει ελάχιστα, για λόγους που σύντομα γίνονται προφανείς. Το 1885 ο σουηδός μαθηματικός Γκέστα Μίταγκ-Λέφλερ είχε εμποδίσει τη δημοσίευση μιας από τις εργασίες του Κάντορ υποστηρίζοντας ότι ήταν «100 χρόνια πριν από την εποχή». Οπως έδειξε ο βρετανός μαθηματικός και φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ το 1901, ο Κάντορ είχε πράγματι βιαστεί. Αν και τα συμπεράσματά του για το άπειρο ήταν σωστά, η λογική βάση της θεωρίας των συνόλων του έπασχε, βασιζόμενη σε μια άτυπη και τελικά παράδοξη αντίληψη του τι είναι τα σύνολα. Μόνο το 1922 δύο γερμανοί μαθηματικοί, ο Ερνστ Τσερμέλο και ο Αμπραχαμ Φρένκελ, εξήγαγαν μια σειρά κανόνων για τον χειρισμό των συνόλων οι οποίοι φαίνονταν αρκετά σθεναροί ώστε να στηρίξουν τον πύργο των απείρων του Κάντορ και να σταθεροποιήσουν τα θεμέλια των μαθηματικών. Δυστυχώς όμως οι κανόνες αυτοί δεν έδιναν ξεκάθαρη απάντηση στην υπόθεση του συνεχούς. Στην πραγματικότητα, φαινόταν μάλιστα να υποδηλώνουν ότι ίσως να μην υπήρχε καν απάντηση. Το βασικό εμπόδιο ήταν ένας κανόνας γνωστός ως «το αξίωμα της επιλογής». Δεν ανήκε στους αρχικούς κανόνες του Τσερμέλο και του Φρένκελ, αλλά ανέκυψε σύντομα όταν κατέστη σαφές ότι ορισμένες ουσιώδεις μαθηματικές διεργασίες, όπως η ικανότητα σύγκρισης διαφορετικών μεγεθών απείρου, θα ήταν αδύνατες χωρίς αυτόν. Το αξίωμα της επιλογής πρεσβεύει ότι αν έχετε μια σειρά συνόλων μπορείτε πάντα να σχηματίσετε ένα νέο σύνολο επιλέγοντας ένα αντικείμενο από το καθένα από αυτά. Αυτό ακούγεται ανώδυνο, εμπεριέχει όμως ένα «αγκάθι»: προσφέρει τη δυνατότητα να επινοήσετε κάποια παράδοξα αρχικά σύνολα τα οποία παράγουν ακόμη πιο παράδοξα σύνολα όταν επιλέγετε ένα στοιχείο από το καθένα. Οι πολωνοί μαθηματικοί Στέφαν Μπάναχ και Αλφρεντ Τάρσκι έδειξαν πώς το αξίωμα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να διαιρέσει το σύνολο των σημείων που καθορίζουν μια σφαιρική μπάλα σε έξι υποσύνολα τα οποία στη συνέχεια μπορούσαν να παραγάγουν δύο μπάλες του ίδιου μεγέθους με την αρχική. Αυτό αποτελούσε σύμπτωμα ενός θεμελιώδους προβλήματος: το αξίωμα επέτρεπε την ύπαρξη δύστροπων συνόλων πραγματικών αριθμών των οποίων οι ιδιότητες δεν μπορούσαν ποτέ να καθοριστούν. Υπό αυτές τις συνθήκες, η προοπτική για την απόδειξη της υπόθεσης του συνεχούς φαινόταν δυσοίωνη.

Το σχήμα L - Gödel

H ανακάλυψη αυτή έφθασε σε μια στιγμή κατά την οποία η έννοια του «αναπόδεικτου» είχε μόλις αρχίσει να γίνεται της μόδας. Το 1931 ο αυστριακός επιστήμονας της Λογικής Κουρτ Γκέντελ διατύπωσε το περίφημο «θεώρημα της μη πληρότητας». Αυτό δείχνει ότι ακόμη και με τους πιο «σφιχτούς» βασικούς κανόνες θα υπάρχουν πάντα διατυπώσεις συνόλων αριθμών που τα μαθηματικά δεν θα μπορούν ούτε να επαληθεύσουν ούτε να καταρρίψουν. Ταυτοχρόνως όμως ο Γκέντελ είχε ένα φαινομενικά τρελό προαίσθημα σχετικά με το πώς μπορούν να γεμίσουν τα περισσότερα από αυτά τα κενά: χτίζοντας απλώς πολλά επίπεδα απείρου. Αυτό αντιβαίνει σε οποιονδήποτε λογικό οικοδομικό κανονισμό, αλλά η υπόθεση του Γκέντελ αποδείχθηκε εμπνευσμένη. Το απέδειξε το 1938. Ξεκινώντας από μια απλή σύλληψη συνόλων συμβατών με τους κανόνες του Τσερμέλο και του Φρένκελ και στη συνέχεια σχεδιάζοντας προσεκτικά την υπερδομή του απείρου του, δημιούργησε ένα μαθηματικό περιβάλλον στο οποίο τόσο το αξίωμα της επιλογής όσο και η υπόθεση του συνεχούς ισχύουν ταυτόχρονα. Ονόμασε τον νέο κόσμο του «κατασκευάσιμο σύμπαν» ή απλώς «L». Το L είναι ένα γοητευτικό περιβάλλον για τα μαθηματικά, σύντομα όμως εμφανίστηκαν λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε να αμφιβάλλει κανείς ως προς το αν ήταν το «σωστό» περιβάλλον. Κατ’ αρχάς η σκάλα του απείρου του δεν ανέβαινε αρκετά ψηλά ώστε να γεμίσει όλα τα κενά που είναι γνωστό ότι υπάρχουν στην υποκείμενη δομή. Το 1963 ο Πολ Κοέν του Πανεπιστημίου Στάνφορντ στην Καλιφόρνια έδωσε μια προοπτική αναπτύσσοντας μια μέθοδο για την παραγωγή μιας πληθώρας κατά παραγγελία μαθηματικών συμπάντων που όλα τους ήταν συμβατά με τους κανόνες του Τσερμέλο και του Φρένκελ.
Μαθηματική αρχιτεκτονική
Αυτή ήταν η αρχή ενός οργασμού κατασκευαστικής δραστηριότητας. «Τον τελευταίο μισό αιώνα οι θεωρητικοί των συνόλων έχουν ανακαλύψει μια τεράστια ποικιλία μοντέλων της θεωρίας των συνόλων» λέει ο Τζόελ Χάμκινς του Πανεπιστημίου City της Νέας Υόρκης. Ορισμένα είναι «κόσμοι τύπου L» με υπερδομές σαν το L του Γκέντελ, διαφέροντας μόνο στο εύρος των έξτρα επιπέδων απείρου που περιλαμβάνουν. Αλλα έχουν εξαιρετικά ετερόκλητα αρχιτεκτονικά στυλ με εντελώς διαφορετικά επίπεδα και σκάλες απείρου που οδηγούν προς κάθε είδους κατεύθυνση. Για τις περισσότερες λειτουργίες η ζωή μέσα σε αυτές τις δομές είναι η ίδια: στο μεγαλύτερο μέρος τους τα καθημερινά μαθηματικά δεν διαφέρουν μέσα στην καθεμιά τους ούτε και οι νόμοι της φυσικής. Η ύπαρξη όμως αυτού του μαθηματικού «πολυσύμπαντος» φαινόταν να διαλύει κάθε ιδέα επίλυσης της υπόθεσης του συνεχούς. Οπως κατόρθωσε να δείξει ο Κοέν, σε ορισμένους λογικά δυνατούς κόσμους η υπόθεση ισχύει και δεν υπάρχει ενδιάμεσο επίπεδο απείρου μεταξύ του μετρήσιμου και του συνεχούς. Σε άλλους το ενδιάμεσο επίπεδο υπάρχει. Σε κάποιους άλλους υπάρχουν άπειρα. Με τη μαθηματική λογική όπως τη γνωρίζουμε απλώς δεν υπάρχει τρόπος να βρούμε σε ποιο είδος κόσμου βρισκόμαστε.
Η λύση στο... ρετιρέ
Ο Χιου Γούντιν του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ έχει μια πρόταση σε αυτό. Η απάντηση, λέει, μπορεί να βρεθεί βγαίνοντας έξω από τον συμβατικό μαθηματικό κόσμο και περνώντας σε ένα ανώτερο επίπεδο. Ο Γούντιν είναι ένας εξαιρετικά σεβαστός θεωρητικός των συνόλων και έχει ήδη αποσπάσει την ύψιστη τιμή στο αντικείμενό του: ένα επίπεδο στην κλίμακα του απείρου με το όνομά του. Το επίπεδο αυτό, το οποίο βρίσκεται πολύ ψηλότερα από οτιδήποτε υπήρχε στο L του Γκέντελ, κατοικείται από γιγαντιαίες οντότητες οι οποίες είναι γνωστές ως απόλυτοι του Γούντιν. Οι απόλυτοι του Γούντιν απεικονίζουν πώς η πρόσθεση ρετιρέ στο οικοδόμημα των μαθηματικών μπορεί να λύσει προβλήματα σε λιγότερο «αραιά» κατώτερα επίπεδα. Το 1988 οι αμερικανοί μαθηματικοί Ντόναλντ Μάρτιν και Τζον Στιλ έδειξαν ότι, αν οι απόλυτοι του Γούντιν υπάρχουν, τότε όλα τα προβαλλόμενα σύνολα των πραγματικών αριθμών έχουν ένα μετρήσιμο μέγεθος. Σχεδόν όλα τα συνηθισμένα γεωμετρικά αντικείμενα μπορούν να περιγραφούν υπό τους όρους αυτού του συγκεκριμένου είδους συνόλου, οπότε αυτή ήταν ακριβώς η δικλίδα που χρειαζόταν για την προστασία των συμβατικών μαθηματικών απέναντι σε δυσάρεστες εκπλήξεις όπως η μπάλα του Μπάναχ και του Τάρσκι. Ωστόσο, παρά τις επιτυχίες αυτές, ο Γούντιν παρέμενε ανικανοποίητος. «Τι νόημα έχει μια αντίληψη του σύμπαντος των συνόλων στην οποία υπάρχουν πολύ μεγάλα σύνολα αν δεν μπορούμε να εξαγάγουμε βασικές ιδιότητες των μικρών συνόλων;» αναρωτιέται. Ακόμη και 90 χρόνια αφότου ο Τσερμέλο και ο Φρένκελ υποτίθεται ότι διόρθωσαν τα θεμέλια των μαθηματικών, οι ρωγμές ήταν πολλές. «Η θεωρία των συνόλων είναι γεμάτη άλυτα ζητήματα. Σχεδόν όποιο ερώτημα και να θέσεις είναι άλυτο» λέει. Ακριβώς στην καρδιά αυτού του προβλήματος βρίσκεται η υπόθεση του συνεχούς.
Το υπερσύμπαν του «έσχατου L»
Ο Γούντιν και οι συνεργάτες του εντόπισαν τον «σπόρο» σε μια νέα, πιο ριζοσπαστική προσέγγιση ενώ διερευνούσαν συγκεκριμένα πρότυπα πραγματικών αριθμών τα οποία εμφανίζονται σε διάφορους κόσμους τύπου L. Τα πρότυπα, γνωστά ως καθολικά σύνολα Baire, άλλαζαν ελαφρώς τη γεωμετρία του κάθε κόσμου και φαινόταν ότι λειτουργούν σαν ένα είδος κώδικα ταυτότητάς του. Οσο περισσότερο τα κοίταζε ο Γούντιν τόσο περισσότερο έβλεπε ότι υπήρχαν σχέσεις ανάμεσα στα πρότυπα φαινομενικά διαφορετικών κόσμων. Συνδυάζοντας τα πρότυπα αυτά μεταξύ τους, τα όρια ανάμεσα στους κόσμους σιγά σιγά εξαφανίζονταν και άρχιζε να διαφαίνεται ο χάρτης ενός ενιαίου μαθηματικού υπερσύμπαντος. Προς τιμήν της αρχικής έμπνευσης του Γκέντελ ο Γούντιν ονόμασε αυτή τη γιγαντιαία λογική δομή «έσχατο L». Μεταξύ άλλων το έσχατο L προσφέρει για πρώτη φορά έναν οριστικό απολογισμό του φάσματος των υποσυνόλων των πραγματικών αριθμών: σε κάθε «σταυροδρόμι» ανάμεσα σε διαφορετικούς κόσμους που ανοίγουν οι μέθοδοι του Κοέν μόνο μια πιθανή οδός είναι συμβατή με τον χάρτη του Γούντιν. Ιδιαίτερα υποδηλώνει ότι η υπόθεση του Κάντορ ισχύει αποκλείοντας οτιδήποτε ανάμεσα στο μετρήσιμο άπειρο και στο συνεχές. Αυτό σημαίνει όχι μόνο το τέλος μιας σπαζοκεφαλιάς 140 ετών αλλά και μια προσωπική μεταστροφή για τον Γούντιν: πριν από δέκα χρόνια υποστήριζε ότι η υπόθεση του συνεχούς πρέπει να θεωρηθεί λανθασμένη. Το έσχατο L δεν σταματάει εδώ. Ο μεγάλος, ευρύχωρος χώρος του επιτρέπει την πρόσθεση επιπλέον βαθμίδων στην κορυφή της κλίμακας του απείρου με τρόπο ώστε να γεμίσουν τα κενά που υπάρχουν πιο κάτω, επαληθεύοντας το προαίσθημα του Γκέντελ για την επίλυση του προβλήματος του αναπόδεικτου που ταλάνιζε τα μαθηματικά. Το θεώρημα της μη πληρότητας του Γκέντελ δεν καταργείται, αλλά μπορεί να το «σπρώξει» κανείς όσο ψηλά θέλει στη σκάλα, οδηγώντας το στη σοφίτα του απείρου των μαθηματικών. Η προοπτική της απαλλαγής από τη λογική μη πληρότητα που βάραινε ακόμη και βασικούς τομείς όπως η θεωρία των αριθμών έχει ενθουσιάσει πολλούς μαθηματικούς. Απομένει μόνο ένα ζήτημα: Ισχύει το έσχατο L; Το 2010 ο Γούντιν παρουσίασε τις ιδέες του στο ίδιο φόρουμ στο οποίο είχε μιλήσει ο Χίλμπερτ περισσότερο από έναν αιώνα πριν, στο Διεθνές Συνέδριο των Μαθηματικών, τη φορά αυτή στο Ιντεραμπάντ της Ινδίας. Ο Χίλμπερτ είχε υπερασπιστεί κάποτε τη θεωρία των συνόλων με την περίφημη φράση «κανένας δεν θα μας αποπέμψει από τον παράδεισο που δημιούργησε ο Κάντορ». Σε αυτόν τον παράδεισο όμως προχωρούσαμε στα τυφλά χωρίς να ξέρουμε ακριβώς πού βρισκόμαστε. Ισως τώρα να έχουμε επιτέλους έναν οδηγό, ο οποίος ενδεχομένως μπορεί να μας οδηγήσει σε αυτόν τον αιώνα και ακόμη πιο πέρα. The greatest logician after Aristotle

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Ντίλαν Τόμας / ερωτικές επιστολές

Από τις ερωτικές επιστολές του Ντίλαν Τόμας

Άσε με να γυρίσω σε σένα. Γύρισε εσύ σε μένα. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Δεν θα απομείνει τίποτα έτσι. Δεν μπορώ να σου ζητήσω να με συγχωρέσεις, αλλά μπορώ να πω ότι ποτέ δεν θα είμαι ξανά ένα τέτοιο αναίσθητο, φριχτό, ηλίθιο κτήνος. Σ' αγαπώ.
Φεύγω αποδώ, δεν πα' να 'ναι αποκλεισμένα τα πάντα από το χιόνι, ναι φεύγω την Τρίτη και θα φτάσω στο Λονδίνο νωρίς το βράδυ της Τρίτης, με το σάκο μου και τον Μάμπλι. Θα μπορούσα να έρθω κατευθείαν σ' εσένα εάν- εάν θα με δεχτείς. Χριστέ μου, μα δεν ανήκουμε ο ένας στον άλλον; Αυτή τη φορά, αυτή την τελευταία φορά, αγάπη μου, σου υπόσχομαι ότι δεν θα είμαι ποτέ ξανά έτσι. Είσαι όμορφη. Σ' αγαπώ. Ω, αυτή η κάμαρα του Μπλαϊνκούμ. Τζάκι, πίπα, κλάψες, νεύρα, στο στέκι της Κυριακής, ραδιόφωνο, καθόλου μπίρα ως τη μία μετά τα μεσάνυχτα, θάνατος. Κι εσύ να μην είσαι εκεί. Σε σκέφτομαι όλη την ώρα, στο χιόνι, στο κρεβάτι.

Ντίλαν

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Λέων Τολστόι

Μιλούσαν για τις ανομίες της εξουσίας.. για τα βάσανα των αναξιοπαθούντων.. για τη φτώχεια που μάστιζε το λαό, όμως στα μάτια τους, όλη την ώρα της θερμής κουβέντας τους, πλανιόταν ασταμάτητα ένα βουβό ερώτημα: «Θα μπορούσες να μ’ αγαπήσεις;» Λ.Τολστόι

* foto: Monica Vitti

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Απόσπασμα από το ‘Σενάριο Γάμου’

του Τζέφρυ Ευγενίδης

Υπήρχαν κάποια βιβλία που διαπερνούσαν τον θόρυβο της ζωής και σε άρπαζαν από το γιακά για να σου μιλήσουν μόνο για τις πιο μεγάλες αλήθειες της ζωής. Η ‘Εξομολόγηση’ ήταν ένα τέτοιο βιβλίο. Σε αυτό ο Τολστόι αφηγείται ένα ρωσικό παραμύθι για έναν άντρα, ο οποίος κυνηγημένος από ένα τέρας πέφτει σε ένα πηγάδι. Όμως καθώς ο άντρας πέφτει μέσα στο πηγάδι, βλέπει στον πάτο ένα δράκο που περιμένει να τον καταβροχθίσει.
Εκείνη τη στιγμή ακριβώς ο άντρας αντιλαμβάνεται ένα κλαδί που εξέχει από το τοίχωμα, το αδράχνει και κρεμιέται από αυτό. Αυτό εμποδίζει τον άντρα να πέσει στα σαγόνια του δράκου και να τον φάει το τέρας. Όμως αποδεικνύεται ότι υπάρχει και άλλο ένα μικρό πρόβλημα. Δύο ποντίκια, ένα μαύρο και ένα λευκό, τρέχουν σαν τρελά γύρω από το κλαδί ροκανίζοντας το.
Είναι ζήτημα χρόνου να μασήσουν όλο το κλαδί, αναγκάζοντας τον άντρα να πέσει. Καθώς ο άντρας αντικρίζει την αναπόδραστη μοίρα του, προσέχει κάτι ακόμα: από την άκρη του κλαδιού όπου είναι γαντζωμένος στάζουν λίγες σταγόνες μέλι. Ο άντρας βγάζει τη γλώσσα του έξω να τις γλείψει.

Αυτό, μας λέει ο Τολστόι, είναι η δυστυχία μας ως ανθρώπων: εμείς είμαστε ο άντρας που έχει γαντζωθεί στο κλαδί. Μας περιμένει ο θάνατος. Έξοδος διαφυγής δεν υπάρχει και έτσι ξεχνιόμαστε γλείφοντας όποιες σταγόνες μέλι φτάνουμε να αρπάξουμε.

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Κουμπούρες δεν υπάρχουν

Mια πολύτιμη, ψυχαναλυτική ματιά στο φαινόμενο της σχολικής αποτυχίας.
Κανένα βιβλίο, πόσω μάλλον ο μικρός θησαυρός με τον ευρηματικό τίτλο «Κουμπούρες δεν υπάρχουν», δεν είναι απλώς και μόνο ένα κείμενο. Είναι ένα κείμενο το οποίο συνομιλεί πότε ρητά πότε άρρητα με άλλα βιβλία, με ιδέες, με τη ζώσα πραγματικότητα. Αλλά ενίοτε η αξία του και τα αποτελέσματα αυτής της συνομιλίας μπορούν να αναδειχθούν και να εκτιμηθούν πλήρως υπό συγκεκριμένες περιστάσεις και συγκυρίες. Η επανέκδοση του υπό παρουσίαση βιβλίου δεκατρία χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του έρχεται σε μια στιγμή που δείχνει ιδανική για τουλάχιστον τέσσερις λόγους. Πρώτον, στο μεσοδιάστημα έχει πλέον εκδοθεί ένα ικανό σώμα ψυχαναλυτικών έργων έγκυρα μεταφρασμένων κι επιμελημένων, μεταξύ των οποίων κείμενα του Λακάν ή για τον Λακάν, η κλινική σκέψη και πράξη του οποίου αποτελεί πηγή έμπνευσης για την ψυχαναλύτρια Αννύ Κορντιέ.
Δεύτερον, υπάρχει μια ραγδαία ανάπτυξη κάθε είδους ψυχοθεραπευτικών υπηρεσιών. Τρίτον, ζητήματα που σχετίζονται με «μαθησιακές δυσκολίες» αναγνωρίζονται πια ως προβλήματα από γονείς κι εκπαιδευτικούς –π.χ. βλ. τη δυσλεξία και τη διάδοση της λογοθεραπείας–, ενώ βέβαια είναι περιττό να αναφέρει κανείς τα γενικευμένα κι επιδεινούμενα προβλήματα της ελληνικής εκπαίδευσης. Τέταρτον, διεθνώς κάνει πολύ ισχυρή επανεμφάνιση μια αναγωγιστική προσέγγιση που αναζητά τα αίτια κάθε είδους διανοητικού αλλά και συναισθηματικού προβλήματος στη βιολογία και τα γονίδια. Αυτή η τάση έχει λάβει ακόμη και γελοίες μορφές, όπως είναι το αποκαλούμενο σύνδρομο υπερκινητικότητας το οποίο αντιμετωπίζεται με φάρμακα, ιδίως στις ΗΠΑ.
Μολονότι έχουμε πλέον απομακρυνθεί αποφασιστικά από απλοϊκές προσεγγίσεις του τύπου «δεν τα ‘παίρνει τα γράμματα» η οποία μεταθέτει αστόχαστα στο παιδί την υποτιθέμενη, ενδιάθετη και τελικά αθεράπευτη ανικανότητα να μορφωθεί, εξακολουθεί να μην είναι ξεκάθαρη για τους περισσότερους η πολυπαραγοντική φύση του προβλήματος. Η Κορντιέ τονίζει ακριβώς τις διαφορετικές διαστάσεις που εμπλέκονται και ταυτόχρονα είναι προσεκτική κι ακριβολόγος αφού μας καλεί να σεβαστούμε ως διακριτά, μολονότι διαπλεκόμενα, τα πεδία των κοινωνικών σχέσεων και του ατομικού ψυχισμού. Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν υπάρχει κάποια αιτιώδης ή αναγκαστική σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό περιβάλλον και το πώς αντιδρά το υποκείμενο σε αυτό. Η κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και ιδιαίτερη και έχει να κάνει με τη βιογραφία του καθενός.
Μάλιστα, αναλύει χαρακτηριστικές περιπτώσεις ασθενών της, παιδιών κι εφήβων με προβληματικές σχολικές επιδόσεις, παρουσιάζοντας τη μέθοδο που ακολούθησε, αξιοποιώντας βασικές ψυχαναλυτικές κατηγορίες όπως το ασυνείδητο και το ιδεώδες του εγώ. Αυτές είναι και οι συγκλονιστικότερες σελίδες του βιβλίου, καθώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον ψυχικό πόνο που βιώνουν τα υποκείμενα όταν κάτι έχει αποτύχει στην έκφραση της επιθυμίας τους σε συνάφεια προς το αίτημα των γονιών ή και τις απαιτήσεις του σχολικού περιβάλλοντος. Και δείχνει ανάγλυφα πώς, τουλάχιστον για την ψυχανάλυση, η σχολική αποτυχία είναι της τάξης του συμπτώματος. Δηλαδή με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις, μέσω αυτής εκφράζεται μια ενδοψυχική σύγκρουση, μια αναστολή της σκέψης ή της επιθυμίας για γνώση που κατά κανόνα δεν έχει τίποτα να κάνει με την ευφυΐα του παιδιού. Για παράδειγμα, «η απαγόρευση της γνώσης» που βιώνει ένα υιοθετημένο παιδί μπορεί να εκπορεύεται από μια απαγόρευση της γνώσης όσον αφορά την καταγωγή του που του έχει επιβληθεί από τους θετούς γονείς. Αυτή την απαγόρευση ενδέχεται να τη διαισθανθεί ασυνείδητα και να αντιδράσει σαν «διανοητικά καθυστερημένο». Τι μπορούν να πουν τα γονίδια για αυτό; Ποια φάρμακα θα διορθώσουν την κατάσταση;
learning-disabilities2
Είναι άλλωστε δριμεία η κριτική που ασκεί η συγγραφέας στα τεστ ευφυΐας και τα ψυχομετρικά τεστ, τα οποία σε κάθε περίπτωση αδυνατούν να πουν οτιδήποτε για το «νόημα» του όποιου αποτελέσματος. Δηλαδή, πέραν μιας αμφιβόλου κατάταξης σε κάποιο νοητικό επίπεδο ή απόδοσης ενός χαρακτηρισμού –π.χ. νοητική καθυστέρηση όπως στην προηγούμενη περίπτωση– δεν παρέχουν μια βαθύτερη, ουσιαστικά αξιοποιήσιμη πληροφορία. Αντίστοιχα, η Κορντιέ επιχειρεί να θεμελιώσει τη ριζικά διαφορετική ψυχαναλυτική ματιά αντιδιαστέλλοντάς την προς ψυχολογικές και ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις που επικεντρώνονται στο «εγώ» και την προσωπικότητα, υποβαθμίζοντας το ρόλο του ασυνείδητου και του «διχασμού του υποκειμένου», και οι οποίες ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν αποσπασματικά την ευφυΐα ως αυτοτελή ικανότητα, αντί να την εντάσσουν και να την συνεξετάζουν στο ευρύτερο πλαίσιο των νοητικών και ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου.

Το βιβλίο είναι αναμφίβολα απαιτητικό για τον αμύητο στην ψυχαναλυτική οπτική αναγνώστη, ωστόσο η Κορντιέ γράφει απαράμιλλα προσιτά μέχρι το σημείο να μην προδώσει το αντικείμενό της και με αληθινή αγάπη για αυτό. Αν και η μετάφραση είναι συνολικά αξιόπιστη, υπάρχουν κάποιες αστοχίες που θα μπορούσαν να διορθωθούν σε αυτή την επανέκδοση με πλέον ενοχλητική την απόδοση του «αυτό» (id) λανθασμένα ως «εκείνο».
Απόσπασμα
«Η σχολική αποτυχία είναι πρόσφατο παθολογικό φαινόμενο. Εμφανίστηκε με την εισαγωγή της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και απασχόλησε πολύ τους σημερινούς ανθρώπους λόγω μιας ριζικής αλλαγής στην κοινωνία. Και εδώ, επίσης, τα προβλήματα δεν τα γεννούν μόνες τους οι απαιτήσεις της σημερινής κοινωνίας, όπως πολύ συχνά πιστεύουμε, αλλά ένα υποκείμενο που εκφράζει τη δυσφορία του στη γλώσσα μιας εποχής όπου οι κυρίαρχες αξίες είναι η δύναμη του χρήματος και η κοινωνική επιτυχία. Η κοινωνική πίεση επενεργεί σαν παράγοντας αποκρυστάλλωσης ενός προβλήματος που εγγράφεται με μοναδικό τρόπο στην ιστορία του κάθε ανθρώπου». (σελ. 15)

b5395 Κουμπούρες δεν υπάρχουν
Ψυχανάλυση και σχολική αποτυχία
Αννύ Κορντιέ
Μτφρ. Ακριβή Αλεξιάδη
 





Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Charles Baudelaire - Επικίνδυνες σχέσεις

Έτσι, αντί να δημιουργήσουμε, όπως πασχίζουμε, μία διαπρεπή μηχανορράφο, δημιουργούμε μια εύκολη γυναίκα. Και δεν γνωρίζω ανιαρότερο πράγμα από την ανόητη ευκολία των γυναικών να παραδίδονται δίχως να γνωρίζουν πώς και γιατί, μόνο και μόνο επειδή είναι ανίκανες να αντισταθούν στην πρώτη τυχούσα επίθεση. Οι γυναίκες αυτές είναι ...αποκλειστικά και μόνο μηχανές ηδονής.
... Όχι, δεν θα χαρεί τις απολαύσεις της αμαρτίας και τις τιμές της αρετής. Δεν μου αρκεί να την κατέχω· επιθυμώ να μου παραδοθεί με τη θέλησή της. Δεν με ενδιαφέρει να την πλησιάσω αλλά να επιτύχω την ομολογία του έρωτά της.
... Θα διαπιστώσετε ότι δεν απομακρύνθηκα ούτε κατά κεραίαν από τις αρχές της ερωτικής τέχνης, από τις αρχές της πολεμικής τέχνης δηλαδή.
... Θα έχετε δίκιο να με κοροϊδέψετε. Κοροϊδέψτε με λοιπόν κι ας μιλήσουμε για άλλα πράγματα. Για άλλα πράγματα, Για τα ίδια δηλαδή, το ίδιο πράγμα, τις γυναίκες. Τις γυναίκες προς κατάκτησιν ή τις γυναίκες προς απώλεια ή και τα δύο μαζί.
... Συντάσσω μία κατήχηση της ερωτικής κραιπάλης προς χρήσιν της μαθήτριάς μου. Αυτό το κορίτσι είναι πραγματικά σαγηνευτικό! Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στην αφελή της γλυκύτητα και την ωμότητα της γλώσσας εντυπωσιάζει.
"Το βιβλίο αυτό, αν καίει, δεν μπορεί να καίει παρά με τον τρόπο που καίει ο πάγος".
- Charles Baudelaire -

Οι "Επικίνδυνες σχέσεις" του Σοντερλό ντε Λακλό (1741-1803) πρωτοεκδόθηκαν στο Παρίσι το 1782. Η κοινωνία αντιμετώπισε το γεγονός ως σκάνδαλο. Η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε σε μερικές μέρες καθώς και οι επόμενες εκδόσεις. Ένα αντίτυπο, χωρίς τίτλο στο εξώφυλλο, βρέθηκε αργότερα στα προσωπικά υπάρχοντα της Μαρίας Αντουανέττας. Η κυκλοφορία τους επιτράπηκε επί Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και των διαφόρων επαναστατικών κυβερνήσεων που ακλούθησαν. Απαγορεύτηκε με την κατηγορία του "επικίνδυνου" το 1825, επί βασιλείας του Καρόλου Ι΄, μαζί με τα έργα του Βολταίρου, του Ρουσσώ, του Μοντεσκιέ και του Μπωμαρσαί. Η απαγόρευση ίσχυσε ουσιαστικά σε όλον τον 19ο αιώνα. Δεν είναι παράξενο που μόνον ο Μπωντλαίρ, ο "καταραμένος ποιητής", υποστήριξε δημόσια το έργο. Ο Λακλό είναι ένας καταδότης των ονείρων. Αποκάλυψε τα όνειρα της εποχής του, δίδοντάς τους ζωή, εισάγοντάς τα στον ευρύ χώρο των συλλογικών ονείρων, στον χώρο όπου τα προνομιούχα πρόσωπα, που έστω και για μία στιγμή μπόρεσαν να κατευθύνουν τη μοίρα τους, δίδουν τροφή στα όνειρα των κοινών θνητών.
Οι "Επικίνδυνες σχέσεις" χαρακτηρίστηκαν ως "έργο εξοργιστικής ανηθικότητας", "βιβλίο άξιο θαυμασμού και κατάρας", ο δε συγγραφέας τους θεωρήθηκε ότι "επειδή σκιαγραφούσε τέρατα, έπρεπε να είναι τέρας ο ίδιος". Στον 20ό αιώνα το βιβλίο απέκτησε μεγάλη κριτική εκτίμηση και δημοτικότητα, αν και η ιδέα του "κινδύνου" και του σκανδάλου παρέμεινε. Έχουν γυριστεί τρεις κινηματογραφικές ταινίες -του Roger Vadim το 1959, του Stephen Frears και του Milos Forman το 1988-1989, ενώ ο Ανατολικογερμανός συγγραφέας Heiner Muller έγραψε το "Κουαρτέτο", θεατρικό έργο με βάση τις "Επικίνδυνες σχέσεις".
Ο τόμος συνοδεύεται από εκτενή εισαγωγή του Αντρέ Μαλρώ, εργοβιογραφία του συγγραφέα, ένα σχεδίασμα μελέτης του Μπωντλαίρ και ένα δοκίμιο του Τσβέταν Τοντόροφ.

Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Λουίς Σολάνο - Οι βίαιες πράξεις και η λογική τους

Λουίς Σολάνο στο βιβλίο "Οι βίαιες πράξεις και η λογική τους", εκδ. Σάκουλα.

ΙV. Η ψυχαναλυτική πράξη
Όπως ήδη υπενθυμίσαμε, στο σεμινάριο «Η ψυχαναλυτική πράξη» ο Lacan ορίζει την πραγματική πράξη ως αυτό που έρχεται στη θέση ενός λέγειν και αλλάζει το υποκείμενο. Στην πράξη υπάρχει η καθαίρεση του υποκειμένου που την εγκαθιδρύει. Όσον αφορά την πραγματική πράξη, η οποία δεν συγχέεται με οτιδήποτε είναι της τάξης της δράσης, υπάρχει, όπως αναφέραμε, ο θάνατος του υποκειμένου. Η πράξη εμπερικλείει λοιπόν την απόρριψη του ασυνειδήτου, εδώ δηλαδή τα διφορούμενα του σημαίνοντος, τα διφορούμενα της σκέψης, της ομιλίας και του λόγου, δεν έχουν καμία πλέον θέση.

Στην αναλυτική διαδικασία ο αναλυτής δεν μπορεί να ενεργεί παρά από τη θέση τού «δεν σκέφτομαι». Από αυτήν και μόνον τη θέση μπορεί να είναι ο τελεστής ενός λόγου που θα επιτρέψει να εγκαθιδρυθεί η αναλυτική πράξη. Πρόκειται γι’ αυτό το «δεν σκέφτομαι» το οποίο έρχεται στη θέση του δρώντος και επιτρέπει την επαναστατική ανανέωση της έννοιας της αναλυτικής θεραπευτικής διάταξης επιβεβαιώνοντας ότι αυτή δεν εμπερικλείει παρά μόνον ένα υποκείμενο.

Η πραγματική πράξη δεν συμπεραίνεται και δεν υπάγεται σε τίποτε της τάξης του υπολογισμού. Η ψυχαναλυτική πράξη δεν είναι της τάξης της εγγύησης ούτε της τάξης της υπόθεσης. Η ψυχαναλυτική πράξη είναι της τάξης της βεβαιότητας, του ρίσκου… Σε κάθε περίπτωση, ο ψυχαναλυτής δεν υφίσταται ως υποκείμενο, δεν υπάρχει υποκείμενο πράξης. Στην πράξη το υποκείμενο είναι νεκρό.

Θεωρώ ότι η προαγωγή της έννοιας της ψυχαναλυτικής πράξης μπορεί να τοποθετηθεί στο επίπεδο του πέμπτου υποδείγματος, της «εντός του λόγου (discursive) απόλαυσης». Χρειάζεται να υπενθυμίσω ότι βρισκόμαστε σε μια χρονική στιγμή θεωρητικοποίησης της έννοιας του λόγου −μετά τον Μάη του ’68−, στο 17ο σεμινάριο του Lacan. Αυτό το σεμινάριο ο J.-A. Miller μας έμαθε να το διαβάζουμε ως μια «αρχική σχέση του σημαίνοντος με την απόλαυση». Πρόκειται για μια ιδιαίτερη στιγμή κατά την οποία εμφανίζεται στη σκηνή ένας νέος ορισμός του ασυνειδήτου, υπαγόμενος στο ηθικό επίπεδο, μεταφράσιμος ως «βούληση για είναι» (vouloir être). Στο οντολογικό επίπεδο ο όρος βούληση για είναι συνιστά μια τροπικότητα ηθικής τάξης σε σχέση με το είναι και με το μη-είναι.

Το ηθικό επίπεδο του ασυνειδήτου προϋποθέτει ότι στο εξής δεν μπορούμε πλέον να θεωρούμε ότι αυτό βρίσκεται ήδη εδώ. Το ηθικό επίπεδο του ασυνειδήτου προϋποθέτει, αντίθετα και θεμελιακά, ότι υπάρχει κάτι ανάμεσα στο είναι και στο μη-είναι που θέλει να πραγματωθεί, που θέλει να είναι. Τι θα επιτρέψει στο ασυνείδητο να πραγματωθεί; Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από μια νέα έννοια που σφυρηλατεί ο Lacan για να τη φέρει στη θέση της επιθυμίας του αναλυτή, δηλαδή την έννοια της πράξης του αναλυτή. Μόνο η πράξη του αναλυτή είναι αυτή που θα επιτρέψει την πραγμάτωση του ασυνειδήτου του υποκειμένου κατά τη διάρκεια της αναλυτικής διαδικασίας.

Ας πάμε τώρα σε ένα δεύτερο ερώτημα για να εστιάσουμε καλύτερα το θέμα μας. Με ποιον τρόπο η αναλυτική πράξη συνδέεται με τον τελεστή και με το στήριγμα της μεταβίβασης, δηλαδή με το καθ’ υπόθεσιν της γνώσης υποκείμενο (sujet supposé savoir); Από «Το συμπόσιο των αναλυτών» μάθαμε ότι η αναλυτική πράξη είναι εν μέρει συνδεδεμένη με τη ρωγμή του καθ’ υπόθεσιν της γνώσης υποκείμενο. Όπως λέει ο J.-A. Miller, η αναλυτική πράξη είναι αναγκαία εξαιτίας ενός παράδοξου: «Από τη μία πλευρά η μεταβίβαση στηρίζεται από το καθ’ υπόθεσιν της γνώσης υποκείμενο και από την άλλη το ασυνείδητο, και ειδικά το ασυνείδητο με την έννοια του ασυνειδήτου που ερμηνεύει, τη διαψεύδει».

Η ψυχαναλυτική πράξη προάγεται για να αναπληρώσει την έννοια της θέσης του αναλυτή για τον εξής λόγο: Η πραγματική πράξη είναι δημιουργική, θεμελιακή και πρωταρχική. Η αναλυτική πράξη είναι η απάντηση στη μη συνεκτικότητα του ασυνειδήτου. Ξεκινώντας από τη λογική συνεκτικότητα του αντικειμένου α, η ψυχαναλυτική πράξη έχει καθ’ ολοκληρίαν την ικανότητα να στηρίξει, μέσα από τη μεταβίβαση, το ασυνείδητο και τη μη συνεκτικότητά του ώστε επιτέλους να πραγματωθεί.

Η ψυχαναλυτική πράξη, αυτή που εμπερικλείει το σημαίνον και διαφοροποιείται ριζικά από τη δράση, αυτή που βρίσκεται σε άμεση σχέση με ό,τι απομένει από τη λογική συνεκτικότητα, αυτή η πράξη θα επιτρέψει κατά την αναλυτική διαδικασία να οδηγηθεί ένα υποκείμενο που συναινεί στην επαλήθευση και τροποποίηση της σχέσης του με το υπόλοιπο της απόλαυσης που περικλείεται μέσα στο σύμπτωμά του. Πρόκειται επίσης για το έκτο υπόδειγμα της απόλαυσης αυτό «της μη σχέσης» που ο J.-A. Miller τοποθετεί στο επίπεδο του σεμιναρίου «Encore» και βάσει του οποίου η ψυχαναλυτική πράξη εγγράφεται με αποφασιστικό τρόπο ως ένα μοναδικό εργαλείο.

Λόγω της δημιουργικής της ικανότητας, η πράξη είναι το καλύτερο μέσο για να επινοήσουμε καινούριους απαραίτητους συνδετικούς ιστούς, προϊόντα των επινοήσεών μας ως αναλυτών, μέσα στο κλινικό πεδίο της μη-δυάφυλης σχέσης (non rapport sexuel). Πρόκειται για αποτελεσματικά εργαλεία ώστε να αντιπαρατεθούμε στη ρουτίνα, που τόσο προσιδιάζει στην ψυχαναλυτική μας παράδοση, αλλά και σε αυτήν που ελλοχεύει στο δικό μας φροϋδικό Πεδίο.

Αυτό είναι το καθήκον του καθενός μας, αφού κανένας δεν εξαιρείται, ειδικά στη Σχολή μας, που εμπνέεται από τη διδασκαλία του Lacan: το καθήκον να επινοήσουμε εκ νέου την ψυχανάλυση.

Μετάφραση: Μαρίνα Φραγκιαδάκη

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Η χρυσή αναλογία


To μυστικό της τέχνης ισχυρίζονται πως γνωρίζουν ακαδημαϊκοί στις ΗΠΑ, το οποίο δεν είναι άλλο από τη χρυσή αναλογία. Η τελευταία θεωρείται ότι καθοδήγησε καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες ανά τους αιώνες - από τον Leonardo da Vinci μέχρι τον Le Corbusier.

Η χρυσή αναλογία, η οποία θεωρείται ότι αποτελεί το κλειδί για την καλαισθησία στην τέχνη, είναι κατά πολλούς η μέθοδος που χρησιμοποίησε ο da Vinci όταν ζωγράφιζε τη Μόνα Λίζα. Ο Ολλανδός ζωγράφος Mondrian τη χρησιμοποίησε στις αφηρημένες συνθέσεις του, όπως και ο Salvador Dali στο αριστούργημα του "Το Μυστήριο του Μυστικού Δείπνου".

Ένας Αμερικανός ακαδημαϊκός υποστηρίζει ότι έχει ανακαλύψει το λόγο για τον οποίο η χρυσή αναλογία ευχαριστεί το μάτι. Σύμφωνα με τον Adrian Bejan, καθηγητή μηχανολογίας στο Πανεπιστήμιο Duke, στο Durham, της Βόρειας Καρολίνας, το ανθρώπινο μάτι είναι ικανό να ερμηνεύει μια εικόνα που χαρακτηρίζεται από τη χρυσή αναλογία ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη.

Ο Bejan υποστηρίζει ότι ο κόσμος ενός ζώου – στην περίπτωση του ανθρώπου σε μια γκαλερί ή μιας αντιλόπης στη σαβάνα - είναι προσανατολισμένος οριζόντιος. Για την αντιλόπη που διερευνά τον ορίζοντα, ο κίνδυνος έρχεται συνήθως από τα πλάγια ή από πίσω, όχι από κάτω ή από πάνω. Συνεπώς, το πεδίο της όρασης της έχει εξελιχθεί ανάλογα. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, με την εξέλιξη της όρασης, τα ζώα έγιναν εξυπνότερα και ασφαλέστερα, αφού κατόρθωσαν να βλέπουν καλύτερα και να μετακινούνται ταχύτερα.
Μιλώντας στην εφημερίδα Guardian σημειώνει ότι "είναι γνωστό ότι τα μάτια μπορούν να επεξεργαστούν πληροφορίες πιο αποτελεσματικά όταν εξετάζουν από τη μία πλευρά στην άλλη, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει όταν αυτό γίνεται από πάνω προς τα κάτω. Όταν παρατηρήσει κανείς ανθρώπους που κατασκευάζουν και ζωγραφίζουν, θα δουν τις αναλογίες αυτές παντού".

Πολλοί καλλιτέχνες από την Αναγέννηση δημιούργησαν τα έργα τους σύμφωνα με τη χρυσή ή «θεία αναλογία», ιδίως υπό τη μορφή του χρυσού ορθογωνίου, η οποία χαρακτηρίζει το έργο του da Vinci. Για τον da Vinci αποτελεί ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο με πλάτος μιάμιση φορά το μήκος του.

Στο παραπάνω μοντέλο βασίζονται η Μόνα Λίζα και ο Παρθενώνας στην Αθήνα. Ωστόσο, ο Ελβετός αρχιτέκτονας Le Corbusier το χρησιμοποίησε για το σύστημα Modulor για την αρχιτεκτονική κλίμακά του, ενώ ο Νταλί για το "Μυστήριο του Μυστικού Δείπνου". Για τον Παρθενώνα λέγεται πως η πρόσοψή του οριοθετείται από χρυσά ορθογώνια, αν και ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι αυτό είναι μια σύμπτωση.

Σύμφωνα με τον Bejan, αυτά τα επιχειρήματα είναι ακαδημαϊκά. Είτε εκ προθέσεως ή μη, η χρυσή αναλογία αντιπροσωπεύει την καλύτερη αναλογία για τη μεταφορά προς τον εγκέφαλο. Όπως τονίζει: "Αυτή είναι η καλύτερη ροή διαμόρφωσης για τις εικόνες από το σχέδιο στον εγκέφαλο και εκδηλώνεται συχνά σε ανθρώπους που τα σχήματα τους δίνουν την εντύπωση ότι είναι κατασκευασμένα με τη χρυσή αναλογία".

"Θέλουμε πραγματικά να προχωρήσουμε, να καταγράψουμε και να κατανοήσουμε τα πράγματα. Τα σχήματα που μοιάζουν με τη χρυσή αναλογία διευκολύνουν τη σάρωση των εικόνων και η αποστολή τους μέσω των οργάνων όρασης στον εγκέφαλο. Τα ζώα ενστικτωδώς αισθάνονται καλύτερα όταν βοηθιούνται και νιώθουν ευχαρίστηση όταν βρίσκουν τροφή και καταφύγιο ή έναν σύντροφο. Όταν βλέπουμε αναλογίες βασισμένες στην χρυσή αναλογία, αισθανόμαστε χαρά, η οποία αποκαλείται ομορφιά".

Ο Bejan, ένας βραβευμένος μηχανικός που το 1996 ανέπτυξε ένα νέο νόμο της φυσικής που διέπει το σχεδιασμό της ύλης καθώς κινείται μέσω του αέρα και του νερού, πιστεύει ότι αυτός ο "κατασκευαστικός νόμος" διέπει τα συστήματα που εξελίσσονται στο χρόνο, από τα αυτοκίνητα σε κίνηση και τη κυκλοφορία του αίματος, μέχρι την εξέλιξη της όρασης".

Η όραση και η γνώση εξελίσσονται ταυτόχρονα λέει ο Bejan. "H λογική αποτελεί τον όρο για την κατασκευαστική εξέλιξη της αρχιτεκτονικής του εγκεφάλου, κάθε λεπτό και κάθε στιγμή. Η σκέψη μετατρέπεται σε γνώση, και η τελευταία στη συνέχεια σε περισσότερο αποτελεσματική σκέψη. Το να γίνεται κάποιος πιο έξυπνος σημαίνει πως ο κατασκευαστικός νόμος βρίσκεται σε δράση".
Νωρίτερα φέτος, σε ένα έγγραφο που δημοσιεύθηκε στο Journal of Experimental Biology, ο Bejan απέδειξε πως ο νόμος αυτός ήταν πίσω από τη θεωρία του ότι η ελίτ των αθλητών είχε γίνει ψηλότερη, με περισσότερο όγκο και πιο γρήγορη τα τελευταία 100 χρόνια. Η τελευταία εφαρμογή του κατασκευαστικού νόμου είναι η εξήγηση της χρυσής αναλογίας, η οποία δημοσιοποιήθηκε στο διαδίκτυο στο International Journal of Design & Φύση και Ecodynamics.

Πηγή: Guardian

Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Αφορισμοί - Φ. Κάφκα

Αυτή η μικρή συλλογή αποφθεγμάτων  και μικρών κειμένων του Κάφκα, δεν είναι όπως συνήθως γίνεται μία συλλογή των καλύτερων και πιο εύστοχων φράσεων και διαπιστώσεων του που κατέγραψαν κάποιοι άλλοι, αλλά μια συλλογή του ίδιου του Κάφκα. Ανατυπώθηκε μετά τον θάνατο του από τον Μαξ Μπρόντ ο οποίος σχολιάζει:
Αυτές οι «Παρατηρήσεις» σ αυτή τη μορφή ήταν καθαρογραμμένες με μελάνη και αριθμημένες από τον ίδιο τον Κάφκα. Ο χρόνος αυτής της σύνθεσης δεν μπορεί να καθοριστεί ακριβώς· οι πρώτοι αφορισμοί (μερικοί ελαφρώς παραλλαγμένοι) βρίσκονται στα γαλάζια τετράδια, στα οποία ο Κάφκα έγραψε τις σκέψεις του κατά το 1917 και 1918. Αυτά τα τετράδια περιέχουν εκτός από την πρώτη μορφή των αφορισμών και πολλά άλλα κείμενα.
Άγχος, φόβος απέναντι στο άγνωστο, αδυναμία αντίστασης απέναντι στις κρατικές δυνάμεις και στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, προσωπικές αδυναμίες, δυσκολία στην ύπαρξη και την συνύπαρξη είναι τα βασικά συναισθήματα που βγαίνουν μέσα από τους αφορισμούς, και σε αυτό το έργο του μεγάλου Τσέχου συγγραφέα.
Οι ενότητες στις οποίες χωρίζει ο Κάφκα του αφορισμούς είναι:
Σκέψεις για την αμαρτία, τα βάσανα, την ελπίδα και την αληθινή οδό.    
- O αληθινός δρόμος ένα τεντωμένο σκοινί, όχι ψηλά, μα μόλις πάνω από το έδαφος. Μοιάζει να 'ναι εκεί για να σε πεδικλώσει μάλλον παρά για να το περπατήσεις.
- Δύο τα πρωτεύοντα ανθρώπινα αμαρτήματα, κι όλα τα άλλα από τούτα απορρέουν: ανυπομονησία και νωθρότητα. Η ανυπομονησία απ' τον Παράδεισο τους έδιωξε, η νωθρότητα να επιστρέφουν δεν επιτρέπει.
- Ένα από τα δραστικότερα μέσα που μετέρχεται το Κακό για να σαγηνεύει είναι η πρόσκληση σε αγώνα. Είναι σαν τον αγώνα με τις γυναίκες, που στο κρεβάτι καταλήγει.
-  Ο Α. πολύ από περηφάνια φουσκώνει, θαρρείς πως έχει κάνει βήματα πολλά στην Καλοσύνη, μιας που ως στόχος πολλών πόθων σαγήνευσης νιώθει εκτεθειμένος σε πάμπολλους πειρασμούς από κατευθύνσεις που άγνωστες πρωτύτερα του ήταν. Αλλά η σωστή εξήγηση είναι ότι ένας μεγάλος διάβολος έχει εντός του εισελεύσει, κι άλλοι αναρίθμητοι πια, διάβολοι μικρότεροι καταφθάνουν για να υπηρετήσουν τον μεγάλο.
- Σαν μονοπάτι το φθινόπωρο: μόλις που προφταίνεις να το σκουπίσεις, κι ύστερα πάλι γιομάτο φύλλα ξερά το βλέπεις.
-  Ένα κλουβί βγήκε να βρει ένα πουλί
-  Είναι ένας τόπος όπου ποτέ πριν δεν είχα ξαναβρεθεί: η ανάσα σου είναι αλλιώτικη εδώ, κι από τον ήλιο πιο εκτυφλωτικά λάμπει δίπλα του ένα άστρο.
-   Αν ήταν να χτιστεί ο Πύργος της Βαβέλ δίχως να κατοικηθεί, θα είχε επιτραπεί.
-   Μην επιτρέψεις στο Κακό να σε κάνει να πιστέψεις ότι θα μπορούσες να κρατήσεις μυστικά από αυτό.
-  Καλοτυχία να καταλάβεις ότι το έδαφος όπου πατάς δεν γίνεται μεγαλύτερο να είναι απ' όσο τα δύο πόδια σου καλύπτουν.
-  Οι κόρακες ισχυρίζονται πως ένας μοναδικός κόρακας μπορεί να καταστρέψει τον ουρανό. Είναι αναμφίβολο· όμως τίποτα δεν αποτελεί τεκμήριο εις βάρος του ουρανού, διότι ο ουρανός είναι ακριβώς αυτό: η αδυναμία κοράκων. 
5
... Πέρα από κάποιο σημείο δεν υπάρχει πλέον επιστροφή. Σε αυτό το σημείο πρέπει να φθάσουμε.
  7
Ενα από τα σημαντικότερα μέσα αποπλάνησης που το κακό χρησιμοποιεί, είναι να σε προκαλέσει να αγωνιστείς. Είναι όπως ο αγώνας με τις γυναίκες, που καταλήγει στο κρεβάτι.
  24
Είναι ευτυχία να κατανοείς ότι το έδαφος που πάνω του στέκεσαι δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από τα δυο σου πατήματα.
  30
Το καλό είναι κατά κάποιον τρόπο απελπιστικό.
  39
Δεν μπορεί κανένας να πληρώσει το κακό σε δόσεις, αν και το προσπαθεί διαρκώς.
  48
Να πιστεύσεις στην πρόοδο δεν σημαίνει ότι πιστεύεις πως έχει γίνει ήδη πρόοδος. Αυτό δεν θα ήταν πίστη.
  52
Στον αγώνα ανάμεσα σε σένα και τον κόσμο, να συντρέχεις τον κόσμο.
  63
Η τέχνη μας είναι στραβωμένη από την αλήθεια. Το φως που υποχωρεί πάνω σ' ένα δύσμορφο πρόσωπο, αυτό είναι αληθινό, τίποτε άλλο.
  77
H συναναστροφή με τους ανθρώπους παρασύρει προς την αυτοπαρατήρηση.
 

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ - Στὸν ἀναγνώστη

Ο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ γεννήθηκε σαν σήμερα
στο Παρίσι στις 9 Απριλίου 1821 ......

Στὸν ἀναγνώστη

... Ἡ ἀνοησία, τ᾿ ἁμάρτημα, ἡ ἀπληστία κι ἡ πλάνη
κυριεύουνε τὴ σκέψη μας καὶ φθείρουν τὸ κορμί μας,
κι εὐχάριστα τὶς τύψεις μας θρέφουμε στὴν ψυχή μας,
καθὼς ποὺ θρέφουν πάνω τους τὶς ψεῖρες οἱ ζητιάνοι.

Στὰ μετανιώματα ἄναντροι κι ἁμαρτωλοὶ ὡς τὴν ἄκρια,
ζητᾶμε πληρωμὴ ἀκριβὴ γιὰ κάθε μυστικό μας
καὶ ξαναμπαίνουμε εὔκολα στὸ βοῦρκο τὸν παλιό μας,
θαρρώντας πὼς ξεπλένεται μὲ τὰ δειλά μας δάκρυα...

Σὰν τὸ φτωχὸ ξεφαντωτὴ ποὺ πιπιλᾶ μὲ ζάλη
μιᾶς παλιᾶς πόρνης ἀγκαλιὰ πολιομαρτυρισμένη,
κλεφτάτα ἁρπάζουμε κι ἐμεῖς καμιὰ ἡδονὴ θλιμμένη,
ποὺ τήνε ξεζουμίζουμε σὰ σάπιο πορτοκάλι.

Σὰν ἕνα ἑκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας,
μὲς στὸ μυαλό μας κραιπαλοῦν τοῦ Δαίμονα τὰ πλήθη,
κι ὅταν ἀνάσα παίρνουμε, ὁ Θάνατος στὰ στήθη
σὰν ἄϋλος ποταμὸς κυλᾶ, σιωπηλὰ θρηνώντας.

Ἂν τὸ φαρμάκι κι ἡ φωτιὰ κι ἡ βιὰ καὶ τὸ μαχαίρι
δὲν ἔχουνε τὰ φανταχτὰ κεντίδια ἀκόμα κάνει
στὸ πρόστυχο τῆς μοίρας μας ἄθλιο καραβοπάνι,
εἶναι ποὺ λείπει ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ τὸ θάρρος κι ἀπ᾿ τὸ χέρι.

Μὰ μὲς στὶς σκύλες, τοὺς σκορπιούς, τὰ φίδια, τὰ τσακάλια,
τοὺς πάνθηρες, τοὺς πίθηκους, τοὺς γύπες, τὰ θηρία
ποὺ γρούζουν, σέρνουνται, ἀλυχτοῦν κι οὐρλιάζουν μὲ μανία
μέσ᾿ στῶν παθῶν μας τὸ κλουβί, προβαίνει ἀγάλια,
θεριὸ πιὸ βρώμικο, κακό, τὴν ἀσκημιὰ νὰ δείξει!

Κι ἂ δὲ σαλεύει κι οὔτε ἀκούει κανένας τὸ οὐρλιαχτό του,
ὅλη γῆς θὰ ρήμαζε, καὶ στὸ χασμουρητό του
θὰ ῾θελε νὰ κατάπινε τὸν κόσμο -αὐτὸ ῾ναι ἡ πλήξη!-
πού, μ᾿ ἕνα δάκρυ ἀθέλητο στὰ μάτια τῆς κοιτάζεις,
καθὼς καπνίζει τὸν οὐκᾶ, κρεμάλες νὰ στυλώνει.

Καὶ ξέρεις, ἀναγνώστη, αὐτὸ τὸ τέρας πῶς δαγκώνει!
Ὦ ἀναγνώστη ὑποκριτή, ἀδέρφι ποὺ μοῦ μοιάζεις!

Charles Baudelaire



·

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Σενάριο γάμου -Τζέφρυ Ευγενίδης

Η αγάπη σώζει;

Συνέντευξη του Τζέφρι Ευγενίδη με αφορμή το νέο του βιβλίο

 
imageΛογοτεχνία του 19ου αιώνα, σημειωτική, στρουκτουραλισμός και θεολογία. Αμερικάνικη και ευρωπαϊκή διανόηση, ριζοσπαστισμός και φεμινισμός, Μπαρτ, Ντεριντά, Χάντκε, Πίντσον, Τολστόι, Έλιοτ, Φρίνταν, Σόνταγκ. Μανιοκατάθλιψη, μοναξιά, ερωτικές εμμονές, σεξ. Παρίσι, Ελλάδα, Ινδία. Αρχές της δεκαετίας του ’80. Την ημέρα της τελετής αποφοίτησης τίποτα δεν πάει καλά για τους τρεις ήρωες του βιβλίου «Σενάριο γάμου» (εκδ. Πατάκη, μτφ. Άννα Παπασταύρου). Για την ερωτευμένη Μαντλίν, που διαβάζει απελπισμένα τα Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου και είναι τρελά ερωτευμένη με το χαρισματικό, διπολικό Λέναρντ, για τον ελληνικής καταγωγής Μίτσελ Γκραμάτικους που έχει αποφασίσει ότι εκείνη είναι η γυναίκα της ζωής του. Μια ιστορία δύσκολης ενηλικίωσης, ένα ακόμα εξαιρετικό μυθιστόρημα από το βραβευμένο «δικό μας» Τζέφρυ Ευγενίδη.

Πόσο εύκολο σας ήταν να περιγράψετε πειστικά τον κόσμο των 20χρονων και μάλιστα 25 χρόνια πριν;
Η διαδικασία της συγγραφής δεν είναι ποτέ εύκολη. Από την άλλη το να θυμηθώ τα φοιτητικά μου χρόνια και τη δεκαετία του ’80 δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Έχω πολύ δυνατές αναμνήσεις από εκείνη την εποχή.

Ναι, ειδικά όταν η πλοκή τοποθετείται στο πανεπιστήμιο που σπουδάζατε… Σκέφτηκα να βάλω τους ήρωές μου σε άλλο πανεπιστήμιο. Ωστόσο, στην πορεία προέκυψαν πρακτικές δυσκολίες. Συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα αρκετά καλά τις κτιριακές εγκαταστάσεις του Χάρβαρντ, του Γέιλ ή άλλων. Ήξερα όμως πολύ καλά το Μπράουν. Έτσι αποφάσισα να διαλέξω τον εύκολο δρόμο και να γράψω για το μέρος που ήξερα καλύτερα απ’ όλα. Δεν θα έκανε καμιά διαφορά. Η ιστορία θα μπορούσε να διαδραματιζόταν σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο, ακόμα και το Χάρβαρντ, αν και είναι αλήθεια ότι το Μπράουν δεν είναι και τόσο γνωστό...

Στο βιβλίο υπονομεύετε το ριζοσπαστισμό των ηρώων σας. Πιστεύετε ότι δεν μπορεί κανείς στα 20 να κάνει κάτι αληθινά ριζοσπαστικό, ότι απλώς ταΐζει το ναρκισσισμό του; Οι χαρακτήρες μου δεν είναι και τόσο πολιτικοποιημένοι, θα συμφωνήσω σε αυτό. Δεν πιστεύω όμως πως με το να μην είναι κάποιος πολιτικοποιημένος αυτό τον κάνει αυτομάτως ναρκισσιστή. Μαντεύω τη διαφωνία σας. Αυτοί οι χαρακτήρες δεν έχουν επίγνωση του τι συμβαίνει στην πολιτική σκηνή εκείνη την εποχή. Υπάρχει μόνο μια σύντομη αναφορά στον Ρέιγκαν και στα γεγονότα στο Σαλβαδόρ. Αλλά πάλι, δεν είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα.

Σε ποιο βαθμό μπορούν τα βιβλία να επηρεάσουν τη ζωή μας, τις προσδοκίες μας, τους έρωτές μας; Πιστεύω ότι τα βιβλία μάς επηρεάζουν σημαντικά. Στην περίπτωσή μου ήταν ένα βιβλίο που διάβασα στο Γυμνάσιο που με έκανε να αποφασίσω να γίνω συγγραφέας. Πραγματικά μου άλλαξε τη ζωή. Νομίζω ότι στη ζωή υπάρχουν πολλά παραδείγματα ανθρώπων που πήραν αποφάσεις σαν αυτή του γάμου ή της επιλογής του συντρόφου επηρεασμένοι από πληροφορίες και ιστορίες που ασυνείδητα άντλησαν διαβάζοντας βιβλία.

Ποιο ήταν το βιβλίο που σας άλλαξε τη ζωή; Το « Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία» του James Joyce (ελληνικά εκδ. Πατάκης).

Στο «Middlesex» είχαμε έναν ερμαφρόδιτο ήρωα, τώρα ο Λέναρντ είναι διπολικός. Γιατί αναζητάτε την ταυτότητα και τις μεταμορφώσεις των ηρώων σας μέσα από παθολογικές καταστάσεις;
Δεν βλέπω τον/την Cal του «Middlesex» σαν ένα διαταραγμένο άτομο, αλλά σαν μια περίπλοκη ύπαρξη. Όσον αφορά τον Λέναρντ, όντως έχουμε να κάνουμε με διαταραχή. Αυτό που με τράβηξε στην ιδέα ενός διπολικού ή μανιοκαταθλιπτικού ατόμου είναι η ιδέα ότι κάποια, η Μαντλίν, μπορεί να ερωτευθεί κάποιον ο οποίος είναι ταυτόχρονα ο καλύτερος και ο χειρότερος εραστής. Η ιδέα της συνύπαρξης της εξαντλητικής κατάθλιψης και της αδιάκοπης μανίας στο ίδιο άτομο. Έχω την άποψη ότι από τις ψυχικές ασθένειες η μανιοκατάθλιψη είναι η μόνη που έχει κάποιο όφελος για τον πάσχοντα. Τα μανιακά επεισόδια χαρακτηρίζονται από υπερβολική ενέργεια, τόσο που ο πάσχων έχει σχεδόν ευφορική διάθεση και δημιουργικότητα – γι’ αυτό είναι δύσκολο να αποδεχθεί τη φαρμακευτική αγωγή. Είμαστε αρκετά εξοικειωμένοι με την κατάθλιψη, όλοι ξέρουμε πώς είναι να είσαι «πεσμένος», αλλά για τη μανία δεν ήξερα πολλά. Δεν γνώριζα φερ’ ειπείν ότι μπορεί να κάνει κάποιον να ντύνεται εξεζητημένα, να αρχίσει τα λογοπαίγνια ή να ξενυχτάει πίνοντας. Έτσι προσπάθησα να βρω τους συσχετισμούς της δικής μου ζωής με αυτή τη συμπεριφορά. Τη φαντάστηκα σαν ένα από εκείνα τα ατελείωτα φοιτητικά πάρτι μεθυσιού με τη διαφορά ότι όλη η σύγχυση γίνεται μέσα στο κεφάλι σου. Είναι ένα ενδιαφέρον μπλέξιμο.

Υπάρχει μια ευκολία σήμερα στον τρόπο που ορίζουμε τα αισθήματά μας, την κατάθλιψη, τη μανιοκατάθλιψη; Όλοι έχουν γίνει λίγο ψυχαναλυτές, κυκλοφορούν κι ένα σωρό βιβλία αυτοβοήθειας… Μπορούμε διαβάζοντας να βοηθήσουμε τον εαυτό μας; Χμ, ίσως. Υποτίθεται ότι ένας άνθρωπος που διαβάζει είναι γενικά πιο υποψιασμένος για τη ζωή και για ό,τι συμβαίνει γύρω του. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχω πάρει πολλές επιστολές από αναγνώστριες που μου γράφουν ότι είχαν σχέση με μανιοκαταθλιπτικούς και ότι το συνειδητοποίησαν εκ των υστέρων διαβάζοντας το βιβλίο μου. Οπότε, ναι, το διάβασμα μπορεί να σου «ανοίξει τα μάτια». Φυσικά αυτός δεν είναι ο λόγος για τον οποίο γράφω.

Πολλοί ήρωες του βιβλίου προειδοποιούν τη Μαντλίν ότι δεν μπορεί να σώσει τον Λέναρντ μόνο και μόνο επειδή τον αγαπάει. Τι πιστεύετε, μπορείς να σώσεις κάποιον αγαπώντας τον; Ούτε κι εγώ το πιστεύω. Σίγουρα μπορείς να βοηθήσεις πολύ κάποιον στις δύσκολες στιγμές, αλλά εκείνος που θέλει να «σωθεί» πρέπει να προσπαθήσει μόνος του. Εάν έχει επιλέξει το μονοπάτι της αυτοκαταστροφής, κανείς δεν μπορεί να παρέμβει για να τον σώσει. Μπορείς να βοηθήσεις αγαπώντας αλλά δεν μπορείς να θεραπεύσεις.
Ο Μίτσελ, ο πιο κοντινός στη ζωή σας ήρωας, έχει ερωτική εμμονή με τη Μαντλίν. Έχετε ζήσει μια παρόμοια εμπειρία; Όλοι οι χαρακτήρες των βιβλίων συνδέονται με μένα. Για να πλάσω ένα χαρακτήρα αντλώ πολλά προσωπικά στοιχεία και εμπειρίες. Συνήθως οι αναγνώστες βλέπουν μια σχέση αυτοβιογραφική ανάμεσα στον Μίτσελ και μένα, αλλά έχω πολλά στοιχεία και από τη Μαντλίν. Δεν θα μπορούσα να γράψω το βιβλίο χωρίς αυτή τη διασύνδεση με τους χαρακτήρες του.

Η εμμονή σε ένα μάταιο έρωτα είναι μια μορφή εγωκεντρισμού; Στη ζωή δεν έχουμε πάντα τη δυνατότητα της επιλογής. Συνήθως οι άνθρωποι δεν μπορούν να κρύψουν τα συναισθήματά τους. Αλλιώς δεν θα μας απασχολούσαν τόσο πολύ ερωτήματα του τύπου «γιατί αισθάνομαι έτσι; Γιατί είμαι δέσμιος αυτών των συναισθημάτων;» και λοιπά. Κι εδώ μπαίνει η μαγεία της λογοτεχνίας. Μπορείς μέσω της μυθοπλαστικής αφήγησης να βιώνεις τη ζωή άλλων. Δεν πιστεύω ότι η εμμονή σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα είναι σημάδι ή μορφή εγωκεντρισμού. Ένας ψυχαναλυτής μπορεί να έβρισκε μια αιτία γι’ αυτό. Το δικό μου ενδιαφέρον είναι καθαρά αφηγηματικό. Να περιγράψω τον τρόπο που οι άνθρωποι αισθάνονται και αντιδρούν. Οι αναγνώστες μου ας βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα.

Μπορείς κανείς να βρει την ευτυχία στον έρωτα; Γιατί κάπου στο βιβλίο γράφετε: «Δεν υπάρχει ευτυχία στον έρωτα παρά μόνο στα… αγγλικά μυθιστορήματα». Όντως στη ζωή συμβαίνει πού και πού να βρεις ευτυχία στον έρωτα, αλλά ο έρωτας στα αγγλικά μυθιστορήματα είναι πολύ πιο εξιδανικευμένος. Με το «Σενάριο γάμου» θέλησα να γράψω ένα σύγχρονο μυθιστόρημα για την αγάπη, συνεπές με τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες των σημερινών γυναικών. Θέλησα ειδικότερα να αναδείξω πως αυτές οι συνθήκες έχουν αλλάξει δραματικά τη ζωή των γυναικών.

Οι γυναίκες… έχουν το ίδιο βρόμικο μυαλό με τους άντρες; Εξαρτάται από τον άνθρωπο. Σίγουρα κάποιες γυναίκες σκέφτονται «βρόμικα». Νομίζω ότι η στατιστική δίνει αναμφισβήτητα ένα προβάδισμα στους άντρες. Οι άντρες κάνουν βρόμικες σκέψεις κάθε 10 δευτερόλεπτα! Αλλά και οι γυναίκες επίσης τα σκέφτονται. Όταν δημιουργείς ένα γυναικείο χαρακτήρα πρέπει να ασχοληθείς με τη σεξουαλικότητά της. Ωστόσο άλλο να είναι η ηρωίδα σου η Lady Gaga και άλλο η Μητέρα Τερέζα!

Διαβάζετε γυναικεία λογοτεχνία; Δεν διαβάζω και πολλά από τα δημοφιλή βιβλία γυναικείας λογοτεχνίας. Δεν είναι τα τυπικά αναγνώσματα του γούστου μου. Πάντως η Jane Austen και η Virginia Woolf ασχολούνται με το θέμα του γάμου και του έρωτα, αλλά με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο.

Διάβασα σε κάποια συνέντευξή σας ότι κι εσείς παρακολουθήσατε μαθήματα θεολογικών σπουδών και πειραματιστήκατε με πολλές θρησκείες (ανατολικές θρησκείες, διαλογισμό, κουάκερους, καθολικούς). Δεν σπαστήκατε όμως κάποιο δόγμα. Δεν σας έπεισαν;
Βαπτίσθηκα χριστιανός ορθόδοξος, αλλά δεν ανατράφηκα μέσα σε μια πραγματικά θρησκευόμενη οικογένεια. Ο πατέρας μου δεν με πήγαινε συχνά εκκλησία και μετά το θάνατο του παππού και της γιαγιάς οι επισκέψεις στην εκκλησία έγιναν πραγματικά σπάνιες. Στο πανεπιστήμιο απέκτησα την περιέργεια να μάθω περισσότερα. Οι ανατολικές θρησκείες, ο διαλογισμός ήταν πολύ της μόδας, πολύ δημοφιλή στα 70s και 80s. Το ενδιαφέρον στο βιβλίο είναι η θρησκευτική κοινότητα των κουακέρων. Εκεί πιθανόν να κατέληγα αν ήμουν θρήσκος. Μου αρέσουν και τους θαυμάζω. Παρ’ όλα αυτά δεν είμαι κουάκερος, ούτε είμαι αρκετά πειθαρχημένος ή αφοσιωμένος για να ασπαστώ οποιοδήποτε δόγμα.

Ο Μίτσελ αποφασίζει να επισκεφθεί τη χώρα από όπου κατάγονται οι γονείς του, όπως και εσείς. Η πρώτη εντύπωση του: «Η Ελλάδα δεν ήταν κομμάτι της Ευρώπης. Ήταν η Μέση Ανατολή»…
Υπάρχει μεγάλο κομμάτι της Ελλάδας που νομίζω ότι συνδέεται με τη Μέση Ανατολή. Το ξέρω αυτό κι ας μεγάλωσα στο Ντιτρόιτ. Θυμάμαι συχνά τους γονείς μου να επιλέγουν τα καταστήματα των Λιβανέζων, των Τούρκων. Τα φαγητά που μαγείρευαν οι παππούδες μου ήταν κυρίως μικρασιατικά. Υποθέτω πως καθώς μεγάλωνα αντιλαμβανόμουν τη σύνδεση. Έχω όμως πει ότι η Ελλάδα είναι επίσης η κοιτίδα της Ευρώπης και του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Έχετε έρθει πολλές φορές στην Ελλάδα; Θυμάστε την πρώτη σας εντύπωση; Σας πρόσφερε μια αίσθηση παλιννόστησης ή σας εξουθένωσε όπως τον ήρωά σας; Έχω επισκεφθεί την Ελλάδα τέσσερις φορές. Ήμουν γύρω στα 20 την πρώτη φορά. Όλες τις αναμνήσεις εκείνου του ταξιδιού τις χάρισα στον ήρωά μου, τον Μίτσελ. Αλλά οι πιο σημαντικές εντυπώσεις προέρχονται από το ταξίδι μου στην Πελοπόννησο και σε μερικά άλλα μέρη της Ελλάδας, τις πιο αγροτικές περιοχές.

Σταμάτησαν, διάβασα, και μια νύχτα στην Ανδρίτσαινα – είναι ο τόπος καταγωγής του πατέρα μου! Έχετε πάει; Πανέμορφο μέρος και μάλιστα βρέθηκα εκεί κάτω από τις ίδιες περίπου συνθήκες όπως και ο Μίτσελ. Έφτασα αργά τη νύχτα, Νοέμβριος ή Δεκέμβριος ήταν. Είχα αρχίσει να κρυώνω πολύ και είχε και μια τρομερή καταιγίδα. Οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι και κατέληξα σε μια ταβέρνα να πίνω ρετσίνα ροζ απόχρωσης! Καθώς καθόμουν και τα έτσουζα και χάζευα το νερό που κυλούσε στους δρόμους, όλη αυτή η βροχή ήταν μια εικόνα συναρπαστική και πανέμορφη. Δεν θα ξεχάσω πόσο κρύο ήταν το δωμάτιο του ξενοδοχείου που διανυκτέρευσα. Έχω φυλάξει μια πολύ ζωντανή εικόνα της Ανδρίτσαινας στη μνήμη μου.

Σας αρέσει να λέτε ότι είστε Έλληνας ή σήμερα με όλη την αρνητική δημοσιότητα σας είναι βάρος; Καταλαβαίνω ότι η κρίση έχει επηρεάσει λίγο την εικόνα του Έλληνα στο εξωτερικό, αλλά δεν θα έκρυβα ποτέ την καταγωγή μου. Όπως ο Μίτσελ: πάει στην Ελλάδα προσπαθώντας να ανακαλύψει πόσο Έλληνας είναι. Και διαπιστώνει ότι είναι αρκετά Αμερικανός. Είναι φανερό ότι δεν αισθάνομαι «ντόπιος», αλλά δεν θα άλλαζα και το επώνυμό μου!

Είστε Αμερικανός, ζήσατε στη Γερμανία 5 χρόνια, γνωρίζετε τη νοοτροπία τους. Τι θα συμβουλεύατε τους Έλληνες «συμπατριώτες» σας που θα τους βοηθούσε; Ελπίζω ότι τα πράγματα θα αλλάξουν για την Ελλάδα από αυτή την άποψη. Έχω ζήσει αρκετό καιρό στη Γερμανία και ξέρω ότι υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός αυτή την εποχή. Ωστόσο, θυμάμαι ότι κάποτε οι Γερμανοί ήταν αρκετά εφησυχασμένοι όταν έβγαζαν ένα σωρό χρήματα από την Ελλάδα πουλώντας τα προϊόντα τους. Τότε κανείς δεν διαμαρτυρόταν. Αλλά τώρα έχει έρθει η κρίση και οι Γερμανοί έχουν απαιτήσεις. Από την άλλη είναι αλήθεια ότι έχουν γίνει τεράστια λάθη και από τη μεριά της Ελλάδας. Ελπίζω ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρώ και ότι όλες οι δύσκολες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που γίνονται θα οδηγήσουν σε μια οικονομία που να λειτουργεί καλύτερα.

Να σας περιμένουμε λοιπόν στην Αθήνα… Είμαι πολύ περίεργος να δω την κατάσταση από πρώτο χέρι. Είχαν έρθει κάποιοι φίλοι δημοσιογράφοι στο σπίτι και τους ρωτούσα να μάθω τι συμβαίνει στην Αθήνα. Από την άλλη ξέρω ότι αν έρθω στην Αθήνα το πρόβλημα της επικοινωνίας, επειδή δεν μιλώ ελληνικά, θα με δυσκολέψει να καταλάβω σε βάθος την κατάσταση. Αλλά μια αίσθηση θα την πάρω.Εσείς πώς περνάτε;

Θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας επαναστάτη λογοτέχνη; Κάποιες από τις δουλειές μου ήταν πειραματικές. Προσπαθώ να γράψω πρωτότυπα. Υπάρχει κάτι ριζοσπαστικό στα βιβλία μου το οποίο, όμως, συνυπάρχει με τα βασικά: τους χαρακτήρες, την πλοκή. Άρα υπάρχει πάντα ένα κομμάτι επαναστατικό, με σεβασμό όμως στην παράδοση.

Ποια από τα πολλά βιβλία που αγαπούν οι ήρωές σας μας συστήνετε να διαβάσουμε; Θα συμβούλευα τον Τολστόι σαν τον πιο σημαντικό. Μεγάλος συγγραφέας. Είμαι μεγάλος οπαδός του, πιστεύω ότι μου άλλαξε την οπτική σε σχέση με το πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα.

Πώς αισθάνεται κάποιος συγγραφέας που κερδίζει το Πούλιτζερ;
Είναι ένα βάρος στο οποίο οφείλεις να ανταποκριθείς σε κάθε επόμενη εμφάνιση; Είναι πάντα ευχάριστο να κερδίζεις. Σου δίνει ένα κύρος που δεν το είχες πριν. Για παράδειγμα, όλοι με ρωτούν πώς είναι να κερδίζεις το Πούλιτζερ. Πάντως δεν είναι αυτό που σε κάνει καλύτερο συγγραφέα ή τη διαδικασία της γραφής πιο εύκολη.

Πιστεύετε ότι με κάποιο από τα βιβλία σας έχετε μπει στο πάνθεον των συγγραφέων που έγραψαν το Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα; Υπάρχουν τόσα αμερικάνικα μυθιστορήματα που δεν νομίζω ότι μπορείς να πεις για κάποιο «αυτό είναι το Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα». Λέτε να το έχω γράψει; Δεν είμαι πάντως εκείνος που θα το πει αυτό!