Πέμπτη 20 Απριλίου 2023

David Graeber στο Φεστιβάλ της CNT

Ομιλία του στην (Confédération nationale du travail)

Το 1930, ο John Maynard Keynes είχε προβλέψει ότι, μέχρι το τέλος του αιώνα, οι τεχνολογίες θα είχαν προχωρήσει αρκετά ώστε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή οι ΗΠΑ να μπορούν να εφαρμόσουν μία 15ωρη εβδομάδα εργασίας. Όλα δείχνουν ότι είχε δίκιο. Με τεχνολογικούς όρους, είμαστε απόλυτα σε θέση να το κάνουμε. Και όμως δεν συνέβη. Αντίθετα, η τεχνολογία επιστρατεύτηκε με σκοπό να βρεθούν τρόποι για να μας κάνει να εργαζόμαστε περισσότερο. Χρειάστηκε γι' αυτό να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας που ήταν στην πραγματικότητα άχρηστες. Ολόκληροι πληθυσμοί, ειδικά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, περνούν όλη την επαγγελματική τους ζωή εκτελώντας εργασίες για τις οποίες πιστεύουν ενδόμυχα πως δεν υπάρχει νόημα για να γίνονται. Το ηθικό και πνευματικό κόστος που γεννά αυτή η κατάσταση είναι μεγάλο. Είναι μια ουλή στη συλλογική μας ψυχή. Και όμως κανείς δεν μιλά γι' αυτό.

 Γιατί η ουτοπία που υποσχέθηκε ο Keynes - και για την οποία υπήρχε ακόμη μεγάλη προσμονή στη δεκαετία του 1960 - δεν υλοποιήθηκε ποτέ; Η τυπική απάντηση σήμερα είναι ότι δεν έλαβε υπόψη τη μαζική αύξηση του καταναλωτισμού. Ανάμεσα στις λιγότερες ώρες εργασίας και τα περισσότερα παιχνίδια και διασκεδάσεις, φαίνεται να επιλέξαμε συλλογικά τη δεύτερη εναλλακτική λύση. Αυτό είναι ένα όμορφο ηθικό μύθο, μόνο που, αν το αναλύσουμε, έστω και για λίγο, καταλαβαίνουμε ότι δεν αληθεύει. Ναι, υπήρξαμε μάρτυρες της δημιουργίας μιας μεγάλης ποικιλίας θέσεων εργασίας και βιομηχανιών από τη δεκαετία του 1920 και μετά, αλλά πολύ λίγες από αυτές σχετίζονται με την παραγωγή και τη διανομή σούσι, iPhone ή φανταχτερών sneakers.

Ποιές είναι ακριβώς αυτές οι νέες θέσεις εργασίας; Μία πρόσφατη έκθεση που συγκρίνει την απασχόληση στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ 1910 και 2000 μας δίνει μια σαφή εικόνα (θα πρέπει να σημειωθεί παρεμπιπτόντως ότι μια παρόμοια έκθεση συντάχθηκε για την απασχόληση στο Ηνωμένο Βασίλειο). Κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνταν στη βιομηχανία ή τη γεωργία μειώθηκε σημαντικά. Ταυτόχρονα, οι θέσεις εργασίας "επαγγελματιών, διαχειριστών, διευθυντών, πωλητών και υπαλλήλων στον κλάδο των υπηρεσιών" τριπλασιάστηκαν, περνώντας "από το ένα τέταρτο στα τρία τέταρτα του συνόλου των εργαζομένων". Με άλλα λόγια, τα παραγωγικά επαγγέλματα, όπως προβλεπόταν, μπόρεσαν σε μεγάλο βαθμό να αυτοματοποιηθούν (ακόμα κι αν προσμετρώνται οι βιομηχανικοί εργάτες στην Ινδία και την Κίνα, αυτός ο τύπος εργαζομένων δεν αντιπροσωπεύει ένα τόσο μεγάλο ποσοστό όσο πριν).

Αλλά αντί να οδηγηθούμε σε μια μαζική μείωση των ωρών εργασίας που θα απελευθέρωνε τον παγκόσμιο πληθυσμό και θα του επέτρεπε να αφιερωθεί στα δικά του σχέδια, οράματα, απολαύσεις και ιδέες, παρατηρήσαμε αντιθέτως την διόγκωση, όχι μόνο των κλάδων "υπηρεσιών", αλλά και του διοικητικού τομέα, καθώς και την δημιουργία νέων κλάδων όπως οι χρηματιστικές υπηρεσίες, το τηλεμάρκετινγκ, ή την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη τομέων όπως το εταιρικό δίκαιο, οι πανεπιστημιακές και υγειονομικές διοικήσεις, οι ανθρώπινοι πόροι ή ακόμα και οι δημόσιες σχέσεις. Και αυτά τα στοιχεία δεν λαμβάνουν υπόψη όλους εκείνους που παρέχουν διοικητική, τεχνική υποστήριξη ή υπηρεσίες ασφαλείας σε όλους αυτούς τους κλάδους, αν όχι και σε όλες τις άλλες βοηθητικές υπηρεσίες που συνδέονται με αυτούς (οι καλλωπιστές σκύλων, οι διανομείς πίτσας που είναι ανοιχτοί όλη τη νύχτα ) και που υπάρχουν μόνο επειδή όλοι οι άλλοι ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους δουλεύοντας για τους πρώτους.  Προτίθεμαι να τα ονομάσω "ηλίθια επαγγέλματα"

Είναι σαν κάποιος να επινοεί περιττές δουλειές, απλά για να συνεχίζει να μας κάνει όλους να δουλεύουμε. Και εδώ βρίσκεται όλο το μυστήριο. Σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, είναι αυτό ακριβώς που υποτίθεται ότι δεν πρέπει να συμβαίνει. Στα παλιά και αναποτελεσματικά σοσιαλιστικά κράτη, όπως η ΕΣΣΔ, όπου η απασχόληση θεωρήθηκε δικαίωμα και ιερό καθήκον, το σύστημα δημιουργούσε όσες θέσεις εργασίας χρειαζόταν (αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να υπάρχουν τρία άτομα στα σούπερ μάρκετ για να σου σερβίρουν ένα κομμάτι κρέας). Φυσικά, αυτό ακριβώς είναι το είδος του προβλήματος που υποτίθεται ότι θα λύσει ο ανταγωνισμός της αγοράς. Σύμφωνα με τις οικονομικές θεωρίες, πάντως, το τελευταίο πράγμα που θα έκανε μία εταιρεία που αναζητά το κέρδος θα ήταν να δώσει χρήματα σε υπαλλήλους που δεν θα έπρεπε να πληρώνει. Ωστόσο, αυτό είναι που συμβαίνει κατά κάποιον τρόπο.

 Ενώ οι εταιρείες προχωρούν σε αλύπητες εκστρατείες μείωσης εξόδων, οι απολύσεις αυτές αγγίζουν κυρίως την τάξη των ανθρώπων που παράγουν, μετακινούν, επισκευάζουν ή συντηρούν πράγματα· ενώ μέσα από μια παράξενη αλχημεία που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει, ο αριθμός των "γραφιάδων" φαίνεται να διογκώνεται και να καταλήγουν όλο και περισσότεροι υπάλληλοι, όπως οι εργαζόμενοι της πρώην ΕΣΣΔ, να δουλεύουν 40 ή 50 ώρες την εβδομάδα, αλλά με ένα πραγματικά οφέλημο χρόνο εργασίας 15 ωρών, ακριβώς όπως το προέβλεπε ο Keynes, καθώς ο υπόλοιπος χρόνος τους συνίσταται στο να διοργανώνουν ή να συμμετέχουν σε παρακινητικά σεμινάρια, να ενημερώνουν το προφίλ τους στο Facebook ή να κατεβάζουν τηλεοπτικές σειρές.

 Η απάντηση προφανώς δεν είναι οικονομική: είναι ηθική και πολιτική. Η άρχουσα τάξη κατάλαβε ότι ένας ευτυχισμένος, παραγωγικός  πληθυσμός που διαθέτει ελεύθερο χρόνο, είναι ένας θανατηφόρος κίνδυνος (σκεφτείτε τι συνέβη όταν άρχισε αυτό να υλοποιείται στη δεκαετία του 1960). Και, από την άλλη πλευρά, η αίσθηση ότι η δουλειά είναι εγγενής ηθική αξία, που σημαίνει ότι όποιος αρνείται να υποταχθεί σε μια έντονη εργασία στη διάρκεια της μέρας του δεν αξίζει τίποτα, είναι εξαιρετικά βολική γι' αυτούς.

 Στο παρελθόν, λαμβάνοντας υπόψη την φαινομενικά άπειρη αύξηση των διοικητικών ευθυνών στα βρετανικά ακαδημαϊκά τμήματα, συνήγαγα μια πιθανή όψη της κόλασης. Η κόλαση είναι μια ομάδα ανθρώπων που περνούν τον περισσότερο χρόνο τους κάνοντας πράγματα που δεν τους αρέσουν και για τα οποία δεν είναι ιδιαίτερα καλοί. Ας πούμε ότι προσλήφθηκαν επειδή ήταν πολύ καλοί ξυλουργοί, κι ότι στη συνέχεια ανακαλύπτουν ότι πρέπει να περνούν πολύ χρόνο με το να ψήνουν ψάρια. Η εκτέλεση αυτής της εργασίας δεν είναι απαραίτητη, αλλά τουλάχιστον υπάρχει μία πολύ περιορισμένη ποσότητα ψαριών για μαγείρεμα. Και όμως όλοι γίνονται εντελώς εμμονικοί με το γεγονός ότι ορισμένοι από τους συναδέλφους τους μπορεί να ξοδεύουν περισσότερο χρόνο κάνοντας ξυλουργικές εργασίες χωρίς να συνεισφέρουν ισότιμα στο τηγάνισμα ψαριών και, πολύ γρήγορα, σωροί ολόκληροι κακομαγειρεμένων και άχρηστων ψαριών εισβάλλουν στο ξυλουργείο, ενώ το ψήσιμο των ψαριών έχει γίνει πλέον η κύρια δραστηριότητα.

 Πιστεύω ότι πρόκειται για μία ακριβή περιγραφή της ηθικής δυναμικής της οικονομίας μας.

 Συνειδητοποιώ όμως τώρα ότι ένα τέτοιο επιχείρημα θα εγείρει αμέσως αντιρρήσεις: "Ποιος είστε εσείς για να καθορίσετε ποιές θέσεις εργασίας είναι πραγματικά "απαραίτητες "; Αλλά και τι σημαίνει "απαραίτητο"; Είστε καθηγητής ανθρωπολογίας, ποιός το "χρειάζεται" αυτό; " (και είναι αλήθεια ότι πολλοί αναγνώστες των ταμπλόιντ μπορεί να θεωρήσουν τη δουλειά μου ως το καλύτερο παράδειγμα του περιττού). Και από μία άποψη, αυτό πράγματι ισχύει. Δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενικό μέτρο της κοινωνικής αξίας.

Δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου να πω σε κάποιον που πιστεύει ότι η συμβολή του στον κόσμο είναι σημαντική ότι αυτό δεν ισχύει. Τι γίνεται όμως με τους ανθρώπους που είναι πεπεισμένοι ότι η δουλειά τους δεν έχει νόημα; Πριν από λίγο καιρό, ξαναβρέθηκα με έναν παιδικό φίλο που είχα να δω από τότε που ήμουν 12 ετών. Έμεινα έκπληκτος όταν έμαθα ότι αργότερα είχε γίνει αρχικά ποιητής και μετά τραγουδιστής σε ανεξάρτητο ροκ συγκρότημα. Είχα ακούσει μερικά από τα τραγούδια του στο ραδιόφωνο, χωρίς να γνωρίζω ότι ήταν κάποιος που ήξερα. Είχε σαφώς μια λάμψη, ήταν καινοτόμος και το έργο του είχε αναμφίβολα φωτίσει και βελτιώσει τη ζωή ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη. Ωστόσο, μετά από λίγα ανεπιτυχή άλμπουμ, έχασε το συμβόλαιό του, καταχρεώθηκε, κι επειδή έπρεπε να φροντίζει ένα μικρό παιδί, κατέληξε, όπως λέει ο ίδιος "να επιλέξει, ελλείψει άλλης λύσης, όπως πολλοί αποπροσανατολισμένοι άνθρωποι: τη Νομική Σχολή ". Είναι πλέον δικηγόρος επιχειρήσεων και εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία της Νέας Υόρκης. Πρώτος αυτός παραδέχτηκε ότι η δουλειά του δεν έχει κανένα νόημα, δεν συμβάλει σε τίποτα στον κόσμο και, κατά τη γνώμη του, δεν θα έπρεπε πραγματικά να υπάρχει.

 Μπορούμε, έτσι, να θέσουμε πολλά ερωτήματα, ξεκινώντας από το ακόλουθο: τι μας μαθαίνει αυτό για την κοινωνία μας, αυτή η εξαιρετικά περιορισμένη ζήτηση για ταλαντούχους μουσικούς-ποιητές και αυτή η φαινομενικά απεριόριστη ζήτηση για δικηγόρους που ειδικεύονται στο εταιρικό δίκαιο; (Απάντηση: εάν το 1% του πληθυσμού ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου πλούτου, αυτό που αποκαλούμε "αγορά" εξυπηρετεί μόνο αυτό που οι ίδιοι - και κανένας άλλος - κρίνουν χρήσιμο ή σημαντικό). Αλλά, επί πλέον, αυτό δείχνει ότι οι περισσότεροι υπάλληλοι το ξέρουν. Στην πραγματικότητα, δεν νομίζω ότι έχω γνωρίσει ούτε έναν εταιρικό δικηγόρο που να μην πιστεύει ότι η δουλειά του είναι ηλίθια. Το ίδιο ισχύει για όλους τους νέους κλάδους που αναφέρονται πιο πάνω. Υπάρχει μια ολόκληρη τάξη επαγγελματιών οι οποίοι, αν τους συναντούσατε σε ένα πάρτι και τους λέγατε ότι ασχολείστε με κάτι ενδιαφέρον (την ανθρωπολογία, για παράδειγμα), θα έκαναν τα πάντα για να αποφύγουν τη συζήτηση γύρω από τη δουλειά τους. Μετά από μερικά ποτά, θα μπορούσαν βέβαια να παρασυρθούν και να βγάλουν ένα λογύδριο σχετικά με το πόσο ηλίθια και αδιάφορη είναι η δουλειά τους.

 Υπάρχει εδώ μία βαθιά ψυχολογική βία. Πώς θα μπορούσαμε έστω και να ξεκινήσουμε να μιλάμε για αξιοπρέπεια στην εργασία, όταν νιώθουμε ότι η δουλειά μας δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει; Πώς γίνεται αυτή η κατάσταση να μην δημιουργεί ένα βαθύ αίσθημα οργής και δυσαρέσκειας; Πρόκειται ωστόσο για το ιδιοφυές χαρακτηριστικό αυτής της κοινωνίας, της οποίας οι ηγέτες βρήκαν τρόπο, όπως στην περίπτωση των ψηστών των ψαριών, να διασφαλίσουν ότι η οργή θα κατευθύνεται άμεσα και με ακρίβεια κατά εκείνων των οποίων οι πράξεις έχουν νόημα. Για παράδειγμα, στην κοινωνία μας, φαίνεται να υπάρχει ένας κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο όσο περισσότερο μια εργασία ωφελεί ξεκάθαρα τους άλλους, τόσο λιγότερο θα πληρώνεται. Και πάλι, ένα αντικειμενικό μέτρο είναι δύσκολο να βρεθεί, αλλά ένας εύκολος τρόπος για να διαμορφώσουμε μία ιδέα είναι να αναρωτηθούμε: τι θα συνέβαινε εάν εξαφανιζόταν αυτή η τάξη των εργαζομένων; Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κανείς για τις νοσοκόμες, τους σκουπιδιάριδες ή τους μηχανικούς, αν εξαφανίζονταν, οι συνέπειες θα ήταν άμεσες και καταστροφικές. Ένας κόσμος χωρίς δασκάλους ή εργάτες θα γινόταν σύντομα προβληματικός, και ακόμη και ένας κόσμος χωρίς συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας ή μουσικούς ska θα ήταν σαφώς ένας λιγότερο ενδιαφέρων κόσμος. Από την άλλη πλευρά, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πώς θα αντιδρούσε η ανθρωπότητα αν εξαφανίζονταν οι γενικοί διευθυντές, οι λομπίστες, οι ερευνητές δημοσίων σχέσεων, οι τηλεπωλητές, οι κλητήρες ή οι νομικοί σύμβουλοι (πολλοί πιστεύουν ότι θα τα πήγαινε πολύ καλύτερα). Ωστόσο, εκτός από λίγες εξαιρέσεις που προβάλλονται σκοπίμως (οι γιατροί), ο κανόνας φαίνεται εκπληκτικά έγκυρος.

 Με ακόμη πιο διεστραμμένο τρόπο, φαίνεται πως υπάρχει μία συναίνεση σχετικά με τα πράγματα που πρέπει να παραμείνουν όπως έχουν. Αυτό είναι ένα από τα μυστικά δυνατά σημεία του δεξιού λαϊκισμού. Μπορείτε να το δείτε όταν τα ταμπλόιντ επιτίθενται στους εργαζόμενους που παραλύουν το μετρό του Λονδίνου κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων που οδηγούν σε σύγκρουση: το γεγονός ότι αυτοί οι εργαζόμενοι μπορούν να παραλύσουν το μετρό δείχνει ότι η δουλειά τους είναι απαραίτητη, αλλά αυτό ακριβώς είναι που φαίνεται να ενοχλεί. Το βλέπουμε ακόμη πιο καθαρά στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι Ρεπουμπλικανοί κατάφεραν να κινητοποιήσουν τον κόσμο εναντίον των εκπαιδευτικών ή των εργαζομένων στην αυτοκινητοβιομηχανία (και όχι εναντίον των διευθυντών των σχολείων ή των υπεύθυνων της αυτοκινητοβιομηχανίας, που ήταν και η αιτία του προβλήματος) εξαιτίας των υποτιθέμενων διογκωμένων μισθών και των ασύλληπτων παροχών τους. Είναι περίπου σαν να τους λένε "μα εσείς μπορείτε να διδάξετε τα παιδιά! Ή να φτιάξετε αυτοκίνητα! Εσείς έχετε τις πραγματικές δουλειές! Κι αυτό δεν σας φτάνει, έχετε και το θράσος να ζητάτε συντάξεις μεσαίας κατηγορίας και την κοινωνική ασφάλεια;"

 "Αν κάποιος είχε επινοήσει ένα εργασιακό καθεστώς με στόχο τη διαιώνιση της δύναμης του χρηματιστικού κεφαλαίου, δεν θα μπορούσε εύκολα να καταφέρει κάτι καλύτερο. Οι πραγματικοί παραγωγικοί εργαζόμενοι συντρίβονται συνεχώς και υφίστανται εκμετάλλευση. Οι υπόλοιποι χωρίζονται σε δύο ομάδες, ένα στρώμα ανέργων που διαπομπεύονται παντού, και ένα μεγαλύτερο στρώμα ανθρώπων που πληρώνονται ουσιαστικά για να μην κάνουν τίποτα, σε θέσεις σχεδιασμένες για να ταυτίζονται με τις προοπτικές και τις ευαισθησίες της άρχουσας τάξης (διευθυντές, διαχειριστές, κ.λπ.), ιδιαίτερα στην χρηματιστική της εκδοχή, οι οποίες ωστόσο τροφοδοτούν ταυτόχρονα μία δυσαρέσκεια προς όλους εκείνους των οποίων η εργασία κατέχει μία σαφή και αναμφισβήτητη κοινωνική αξία. Προφανώς, το σύστημα δεν επινοήθηκε ποτέ συνειδητά. Αναδύθηκε μέσα από έναν αιώνα, σχεδόν, προσπαθειών και αποτυχιών. Αυτή είναι η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί για το γεγονός ότι, παρά τις τεχνολογικές μας δυνατότητες, δεν εργαζόμαστε 3 με 4 ώρες την ημέρα. 

"On the Phenomenon of Bullshit Jobs", δημοσιεύτηκε στο περιοδικού Strike !  (17 Αυγούστου 2013). Μτφ. Σ.Σ.

Σάββατο 15 Απριλίου 2023

Ο Κ.Κ. απομυθοποιεί την Χριστιανική «αγάπη»

 Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απόσπασμα σεμιναρίου του Κορνήλιου Καστοριάδη στην Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού (1983), το οποίο έχει συμπεριληφθεί στην “Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι” (εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2008, μετάφραση: Ζωή Καστοριάδη)

Επομένως τί είναι αυτό που χαρακτηρίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις στην Ελλάδα; Δύο πολύ σημαντικά στοιχεία, που εκφράζονται με τις λέξεις φιλία και έλεος. Ας αρχίσουμε από την πρώτη. Ο Αριστοτέλης, για τον οποίο σας είπα ήδη ότι είναι παραδόξως ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος της κλασικής πόλης, θα τη συζητήσει δια μακρών. Έχουμε συνηθίσει, μετά από τους Ρωμαίους, να μεταφράζουμε αυτή τη λέξη ως «amitié» («φιλική σχέση»), καθόλου δόκιμη απόδοση.

Η φιλία προέρχεται από το ρήμα φιλώ, που σημαίνει αγαπώ. Όχι αγαπώ ερωτικά, αν και αυτό το νόημα είναι επίσης δυνατό. Η φιλία είναι το γένος, που σαν επιμέρους είδη του έχει τις διάφορες μορφές συναισθημάτων, που μπορούν να συνδέσουν τα άτομα. Και στην ελληνική πόλη, η φιλία έχει πολύ σημαντικές θεσμικές πτυχές. Βεβαίως, πρόκειται κυρίως για τη φιλική σχέση μεταξύ ανδρών, συχνά βάσει άτυπων πολιτικών συνδέσμων που ονομάζονται εταιρείαι, ενώ ο Πλάτων, όπως και ο Αριστοτέλης, θα πουν δικαίως, ότι η φιλία είναι κατ’ εξοχήν ο τύπος σχέσης, που μπορεί να ευδοκιμήσει και να αναπτυχθεί σε μια ελεύθερη κοινότητα και ότι μια τέτοια κοινότητα την προϋποθέτει. Κατά κανόνα, η τυραννία δεν μπορεί να ανεχθεί τη φιλίαν2. O τύραννος έχει κάθε συμφέρον να εμποδίσει την, ανεξάρτητα από αυτό τον ίδιο, δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, που θα μπορούσαν να ευνοήσουν τον αγώνα εναντίον της εξουσίας του και, εν πάση περιπτώσει, τη σύσταση μέσα στην κοινωνία ενός κέντρου αναφοράς που διαφεύγει του ελέγχου του.

Μπορούμε να δούμε το πράγμα από μια μακιαβέλεια σκοπιά -δεν λέω μακιαβελική-, θέτοντας το ερώτημα του πώς πρέπει να ενεργήσει ο τύραννος για να κυβερνήσει. Απάντηση: πρέπει να καταστρέψει τις φιλικές σχέσεις. Ας μεταθέσουμε το ερώτημα στην εποχή μας: τι χρειάζεται ένα ολοκληρωτικό καθεστώς για να εξασφαλίσει τη θέση του; Να διαρρήξει με κάθε τρόπο όλες τις ανεξάρτητες από αυτό σχέσεις μέσα στην κοινωνία, να καταφέρει να κονιορτοποιήσει το λαό και να καταστήσει μοναδικό κέντρο αναφοράς και ενοποίησης τους την ίδια την εξουσία. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο το γεγονός ότι, πολύ συχνά, οι αφηγήσεις των τυραννοκτόνων φέρνουν στο προσκήνιο φίλους, όπως στο περίφημο παράδειγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος στην Αθήνα, οι οποίοι σκότωσαν τον Ίππαρχο, γιο του τυράννου Πεισίστρατου3. Θα βρούμε και άλλους στη νότια Ιταλία…

Επομένως, η πρώτη διαπροσωπική σχέση, που μετρά στην πολιτική ζωή της κοινότητας είναι η φιλία, θα επανέλθω. Το δεύτερο στοιχείο, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Αριστοτέλη στον ορισμό της τραγωδίας, είναι ο έλεος -θα μπορούσαμε να πούμε επίσης η συμπάθεια-, δεν πρόκειται για οίκτο ή για κάπως δακρύβρεχτη συμπόνια, αλλά για το γεγονός ότι ο ένας μπαίνει στη θέση του άλλου και συμπάσχει, δηλαδή μεταφορικά, υφίσταται αυτό που κάνει τον άλλο να πάσχει, δεν μένει απαθής απέναντι στη δυστυχία του. Βρίσκουμε έτσι σε ένα λόγο του Δημοσθένη4 το απόσπασμα, όπου λέει, ότι κατά γενική ομολογία, πρέπει τούς ασθενείς ελεείν, να επιδεικνύεται έλεος απέναντι στους αδύναμους, να λαμβάνεται υπόψη αυτό που τους συμβαίνει… Η ιδέα, φυσικά, βρίσκεται ήδη στην Ιλιάδα. Σας θυμίζω τη σκηνή, στο τέλος του έπους, μεταξύ Αχιλλέως και Πριάμου5. Βρίσκουμε εκεί όλο τον έλεον του κόσμου, ο καθένας μπαίνει στη θέση του άλλου, και μάλιστα με διάφορους τρόπους. Μπορούμε λοιπόν να συγκρατήσουμε από τη μια τη φιλίαν, και από την άλλη τον έλεον, ως τυπικά συναισθήματα, που αφορούν στις σχέσεις μεταξύ ατόμων. Το επαναλαμβάνω, έχουμε να κάνουμε εδώ, φυσικά, με μια άτυπη θέσμιση, κάτι σαν έθιμο, αλλά με την ισχυρή έννοια του όρου, δηλαδή αυτού, που κατά τα ειωθότα εφαρμόζεται στην πόλη.

Εδώ είναι αναγκαία μια παρέκβαση. Όταν μιλάμε για συναισθήματα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα θεμελιώδες γεγονός, που αποτελεί επίσης κοινοτοπία – και τις κοινοτοπίες δεν τις πολυσκεφτόμαστε: τα συναισθήματα δεν λειτουργούν κατά παραγγελία. Μπορούμε, μέχρι ενός σημείου, να κατευθύνουμε την εξωτερική μας συμπεριφορά και να κυριαρχήσουμε στα συναισθήματα μας. Δεν είναι όμως δυνατό να τα αλλάξουμε επιβάλλοντας τη θέληση μας ή από απλό ηθικό καθήκον. Το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα διαμορφώσουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όπως λέει ο Αριστοτέλης στην αρχή του δεύτερου βιβλίου των Ηθικών Νικομαχείων6. Και ιδού ένα πολύ ωραίο ανέκδοτο7: κάποιοι φίλοι του Σωκράτη γνώρισαν ένα διάσημο φυσιογνωμιστή, του έδειξαν από μακριά τον Σωκράτη και του ζήτησαν να περιγράψει το χαρακτήρα του. Εκείνος, αφού τον κοίταξε καλά, απάντησε, ότι είναι ευέξαπτος και ανίκανος για αυτοέλεγχο, φιλήδονος, ψεύτης κ.λπ.. Κατάπληξη και γέλια των φίλων, που τα μετέφεραν όλα στον Σωκράτη. Έτσι ακριβώς ήμουν, τους απαντά· έκτοτε άλλαξα τον εαυτό μου, τα ελαττώματα όμως αυτά παρέμειναν χαραγμένα στο πρόσωπο μου.

Ας επανέλθουμε για λίγο στη φιλίαν (παρέκβαση μέσα στην παρέκβαση, αλλά είνει αναγκαία). Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, ότι στην ελληνική αντίληψη -και ο Αριστοτέλης το αναφέρει ρητά- φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει. Αυτό είναι εξάλλου που την ανάγει στο κατεξοχήν δημοκρατικό συναίσθημα. Θα ήταν γελοίο, λέει, να φανταστούμε ότι δεσμοί φιλίας μπορούν να συνδέσουν ένα θνητό με τον Δία8. Από την άλλη, το συναίσθημα αυτό απευθύνεται σε ό,τι αξιολογούμε θετικά στον άλλο. Αυτό μπορεί να φαίνεται αυτονόητο, αλλά μην ξεχνάτε ότι η χριστιανική θέση είναι εντελώς διαφορετική – θα επανέλθω επ’ αυτού. Βλέπετε λοιπόν, ότι η φιλία εξαρτάται, κατά μία έννοια, από την πολιτική θέσμιση της πόλης, δεδομένου ότι η ίδια η πόλη θέτει τα άτομα ως ίσα, δημιουργώντας ως εκ τούτου τις συνθήκες για αυτό τον τύπο δεσμών. Και ταυτόχρονα η πόλη βεβαίως δίνει σε καθένα από τα μέλη της τη δυνατότητα να εξυψωθεί ώστε να γίνει άξιο φιλίας. Υποθέστε τώρα, ότι η θεμελιώδης ηθική προτροπή σε μια κοινότητα είναι η αγάπη, όχι η ανοχή ή η λύπηση, αλλά η αγάπη των πάντων ανεξάρτητα από το τί είναι ο καθένας, επιπλέον δε, ότι πρέπει η αγάπη αυτή να επιδεικνύεται ακόμη περισσότερο, όταν το άτομο δεν αξίζει ηθικά. Σε αυτό ακριβώς έγκειται, όπως ξέρουμε, το περιεχόμενο της χριστιανικής προτροπής σε ό,τι αφορά τις ατομικές σχέσεις. Ο πραγματικός χριστιανικός ήρωας είναι αυτός, που μπορεί να φιλήσει τις πληγές των λεπρών ή ο Χριστός της παραβολής του Dostoevsky, ο οποίος φιλά στο στόμα τον Μέγα Ιεροεξεταστή, που μόλις του εξήγησε τις ορθολογικές φρικαλεότητες, που γνωρίζετε. Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο στον ελληνικό κόσμο. Η φιλία απευθύνεται στον άλλο στο βαθμό που ενσαρκώνει μια αξία, στο μέτρο που είναι καλός καγαθός, δηλαδή ένα ον «καλό και ωραίο». Όσο για τον έλεον, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν πρόκειται για αγάπη. Είναι το γεγονός, ότι ο άλλος λαμβάνεται υπόψη, η δυστυχία του μετρά και υπαγορεύει την ανάλογη δράση. Μπορεί να δείξει κανείς έλεον σε ένα λεπρό και να τον βοηθήσει χωρίς να τον αγαπά ούτε να αισθάνεται υποχρεωμένος να φιλήσει τις πληγές του.

Είναι αλήθεια, ότι βρίσκουμε στον ελληνικό πνευματικό κόσμο κάτι που σηματοδοτεί ταυτόχρονα ένα όριο και μια αλλαγή, και για το οποίο ελέχθη -κακώς- ότι προανήγγειλε το χριστιανισμό. Πρόκειται βεβαίως για τη θέση, που αποδίδει ο Πλάτων στον Σωκράτη, που προέρχεται πιθανότατα από τον Σωκράτη ως ιστορικό πρόσωπο και συνίσταται στην προτροπή του να μην απαντάς στο κακό με το κακό. Είναι προτιμότερο να υφίστασαι την αδικία παρά να τη διαπράττεις. Είναι όμως διαφορετικό να πεις: μην απαντάς στο κακό με το κακό, πράγμα που αφορά στη συμπεριφορά μας και εξαρτάται από εμάς, είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης, εφ’ ημίν. Και είναι άλλο να λες: να αγαπάς αυτόν που σου κάνει κακό. Αυτή η προτροπή δεν αφορά στη συμπεριφορά, αλλά στο συναίσθημα και είναι καθ’ αυτή παράλογη, διότι κανείς δεν μπορεί να κυριαρχήσει τα συναισθήματα του. Δεν συζητώ καν για το αν πρέπει ή όχι να αγαπάμε αυτούς που κάνουν κακό. Αν θεωρήσουμε όμως τι συνεπάγεται αυτό, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι όσο περισσότερο ο τάδε έχει βασανίσει στο Άουσβιτς, τόσο περισσότερο θα πρέπει να αγαπηθεί! Πρόταση απολύτως απορριπτέα. Εδώ έγκειται η διπλοπροσωπία ή η θεμελιώδης υποκρισία του χριστιανισμού. Υποκρισία όχι με την τρέχουσα, αλλά με την οντολογική έννοια. Αυτό που προτείνεται εδώ είναι ένα είδος ψευδούς απολύτου, δεδομένου ότι πρόκειται για απόλυτο απολύτως μή πραγματοποιήσιμο και επομένως ανύπαρκτο. Και ζούμε κάτω ακριβώς από την τερατώδη κυριαρχία αυτής της αδύνατης ηθικής εδώ και σχεδόν δεκαεπτά αιώνες –θα δούμε σε λίγο γιατί πρέπει να ξεχωρίσουμε τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού-, πράγμα που φέρνει, φυσικά, καταστροφικά αποτελέσματα, όπως ο ουσιώδης διχασμός στον εσωτερικό κόσμο των ατόμων, που ο Ηegel είχε πολύ καθαρά δει. Όταν μιλά για τη δυστυχή συνείδηση, αναφέρεται κατά μία έννοια στο χριστιανισμό, που επιβάλλει στο άτομο έναν κανόνα, στον οποίο δεν μπορεί ποτέ να υπακούσει. Εν ολίγοις, υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε μια ηθική, που λέει, ότι αυτός που κάνει το κακό (αυτό που θεωρώ, αυτό που θεωρούμε κακό) πρέπει παρά ταύτα να αντιμετωπίζεται ως άτομο, που δεν υποβιβάζεται εντελώς στο κακό που διαπράττει, ως άτομο που μπορεί να αναπτύξει και άλλες δυνατότητες -αυτή η προτροπή έχει περιεχόμενο, δυνατότητα εφαρμογής, και αφορά σε μια συμπεριφορά, όχι σε συναισθήματα- και μια άλλη που λέει, ότι αυτόν που κάνει το κακό πρέπει να τον αγαπάς εξίσου, και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους – πράγμα που καταλήγει σε μια ηθική η οποία, κυριολεκτικά, θα μας προέτρεπε να αγαπάμε τον Χίτλερ και τον Στάλιν. Σχηματοποιώ φυσικά, αλλά αυτή η εναλλακτική λύση είναι σαφώς παρούσα.

Η δεύτερη ηθική, η χριστιανική, της οποίας εξ’ άλλου θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τους προδρόμους στην Παλαιά Διαθήκη -η Καινή είναι από αυτή την άποψη λιγότερο ανακαινιστική απ’ όσο θα ήθελε-, καταλήγει επομένως να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτό τον κανόνα, να ζει μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία, σχετικοποιώντας, ως μή όφειλε, τα πράγματα. Όσο για το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ο χριστιανισμός ξεκινά αγνοώντας το αναφανδόν: δεν μας αφορά, λένε τα Ευαγγέλια, πάσα εξουσία εκ θεού, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι (είναι η Προς Ρωμαίους Επιστολή) κ.λπ. Έτσι καταλήγουμε αναγκαστικά σε μια σχάση, σε μια διάσπαση. Από τη μια ένας δημόσιος χώρος, θεσμισμένος, όπου ο Καίσαρ κάνει ό,τι έχει να κάνει και όπου, παρ’ όλες τις συζητήσεις περί αυτού, δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι κανόνες της ηθικής: ο εξομολογητής του βασιλιά μπορεί βεβαίως να του επιβάλλει μια μετάνοια επειδή διέταξε τη σφαγή μερικών χιλιάδων υπηκόων του, όμως αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα τη νομιμότητα του βασιλιά. Από την άλλη, ένας ιδιωτικός χώρος, όπου ισχύει αυτή η μή πραγματοποιήσιμη προτροπή του να αγαπάς τον πλησίον σου, όποιος κι αν είναι αυτός, περισσότερο από τον εαυτό σου.

Ασφαλώς, μετά τη θέσμισή του, ο χριστιανισμός απέκτησε εξαιρετική πνευματική ευρύτητα, οικειοποιούμενος μεγάλο τμήμα της αρχαίας φιλοσοφίας και των μεθόδων της, οπότε τα προβλήματα εμφανίζονται πιο επεξεργασμένα, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών και ενεργοποιείται μια ολόκληρη σοφιστεία. Όλα αυτά τα βρίσκουμε, από κάποια στιγμή και μετά, στους Πατέρες της Εκκλησίας και στη συνέχεια στους θεολόγους του Μεσαίωνα. Και τα επιχειρήματα εξακοντίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις: για να καταδικάσουν το φόνο του βασιλιά ή για να τον δικαιολογήσουν ή και τα δύο… επειδή έχει επανεισαχθεί στον δημόσιο χώρο κάτι σαν θείο φυσικό δίκαιο, που ο μονάρχης είναι παρά ταύτα υποχρεωμένος να σεβαστεί. Δεν επιτυγχάνεται όμως ποτέ μια συμφωνία, ένα μονοσήμαντο δόγμα. Παραμένει σε τελευταία ανάλυση αυτή η διπλοπροσωπία της θέσμισης, ανάμεσα σε μια πολιτική, που προέρχεται από την απλή πραγματικότητα και σε μια ηθική, που περιορίζεται στον ιδιωτικό βίο των ανθρώπων.

Όμως, το σημαντικό -αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος, που επέμεινα σε αυτή την παρέκβαση- είναι ότι δεν υπάρχουν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η διπλοπροσωπία, το ενσωματωμένο ψέμα στην πραγματική λειτουργία της κοινωνίας και στην παράσταση, που φτιάχνει η ίδια για τον εαυτό της και η οποία εξακολουθεί να υφίσταται από το Μεσαίωνα μέχρι τον σύγχρονο κόσμο μας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε, ότι απουσιάζει από όλες τις ιστορικές κοινωνίες, με εξαίρεση τις μονοθεϊστικές. Οι ασιάτες δεσπότες δεν θα πουν κάτι και θα κάνουν κάτι άλλο. Στην Ελλάδα, στη Ρώμη, δεν θα πουν, ότι όλα τα ανθρώπινα όντα είναι ίσα για να επικυρώσουν στη συνέχεια τις υπάρχουσες ιεραρχίες. Δεν θα ισχυριστούν ότι η δικαιοσύνη οφείλει να προέχει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων. Θα πουν ότι αυτό που υπερισχύει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, αν δεν είναι ίσες, είναι η βία. Δεν θα βρούμε όμως αυτές τις εξωφρενικές καταστάσεις, στις οποίες έχουμε από τη μια μεριά ένα διεθνές δίκαιο, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τη δικαιοσύνη στις σχέσεις μεταξύ Κρατών και από την άλλη παρεμβάσεις στη Νικαράγουα, στα νησιά Φόκλαντ, στο Αφγανιστάν κ.α., καταστάσεις στις οποίες το δίκαιο δεν παίζει απολύτως κανένα ρόλο. Εφιστώ την προσοχή σας σε αυτό το κεφαλαιώδες γεγονός: μία από τις συνθήκες ύπαρξης αυτού, που αποκαλούμε ιδεολογία -με την πραγματική έννοια του όρου και όχι με την έννοια που κολλά παντού, όπως στους αλθουσερικούς ή σε άλλους, που μιλάνε για ιδεολογία των Ελλήνων ή των Παπούα- είναι ακριβώς αυτός ο διχασμός ανάμεσα στο λέγειν και το πράττειν.

Μια τέτοια απόσταση ανάμεσα σε απατηλό λόγο και πραγματικότητα της κοινωνικής δράσης έχει σημαντικές προεκτάσεις. Ελπίζω να επανέλθουμε επ’ αυτού, τού χρόνου, όταν μιλήσουμε για τον χριστιανισμό και τον μεταχριστιανικό κόσμο. Για την ώρα σημειώστε απλώς αυτό: μια πραγματική ηθική μόνο στα εφ’ ημίν, σε ό,τι εξαρτάται από εμάς, μπορεί να αναφέρεται. Και είναι ουσιώδες να αναγνωρίσουμε αυτόν ακριβώς το χώρο της ψυχικής ζωής, που ο άνθρωπος δεν ελέγχει – εξ’ άλλου δεν μπορούμε να δούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση τί θα σήμαινε ο έλεγχος. Μπορούμε να ελέγξουμε τη συμπεριφορά, που προέρχεται από τα συναισθήματα, όχι όμως τα ίδια τα συναισθήματα.

Κατά συνέπεια, κάθε ηθική προτροπή απευθυνόμενη στα συναισθήματα [χειρόγρ. σημ.: στις επιθυμίες, στις παραστάσεις με την αληθινή (βαθιά) έννοια του όρου] είναι παράλογη. Ακόμη μεγαλύτερος παραλογισμός είναι η προσπάθεια επιβολής αδύνατων ή αντιφατικών συναισθημάτων. Όποιος αγαπά όλο τον κόσμο φυσικά δεν αγαπά κανένα. Και όποιος αγαπά αυτό που μισεί δεν μισεί τίποτα – αλλά όποιος δεν μισεί τίποτα δεν επενδύει τίποτα συναισθηματικά. Πράγμα, που οριακά είναι δυνατό, αλλά αποτελεί εξ ορισμού αποκλειστικότητα ορισμένων ατόμων, χριστιανών αναχωρητών στην έρημο ή οπαδών του βουδισμού. Και η ύπαρξη αυτών των περιθωριακών ατόμων, ερημιτών ή αγίων επιτρέπει ταυτόχρονα στην κοινωνία να δικαιολογείται και να ενοχοποιείται δίνοντας στον εαυτό της την απατηλή απόδειξη της δυνατότητας να πραγματωθεί το διακηρυσσόμενο ιδεώδες. Ο άγιος τάδε το καταφέρνει, άρα η ηθική μας δεν είναι παράλογη· εμείς όμως δεν έχουμε το απαιτούμενο ανάστημα, πρέπει επομένως να εξιλασθούμε, να γονυπετήσουμε, να συνεισφέρουμε στους εράνους για την ανοικοδόμηση του ιερού ναού κ.λπ. – και ταυτόχρονα, αναμφίβολα, να μάθουμε να εξαπατάμε.

Ίσως υπήρξε κάποια στιγμή στην ιστορία του χριστιανισμού, που αυτή η διπλοπροσωπία δεν είχε ακόμη εμφανιστεί: αναφέρομαι στους δύο πρώτους αιώνες της εξάπλωσής του (τον 2ο και τον 3ο μ.Χ. αιώνα) περίοδο, για την οποία έχει κανείς την εντύπωση σε μεγάλο βαθμό, ότι αυτοί οι χριστιανοί είχαν πράγματι παραιτηθεί από την εγκόσμια ζωή και περίμεναν ανά πάσα στιγμή τη Δευτέρα Παρουσία, την επιστροφή του Χριστού επί της γης. Ως εκ τούτου, η επίγεια ζωή -συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της ζωής των πολιτικών θεσμών- έχανε κάθε σημασία, αφού ο Μεσσίας θα εμφανιζόταν από τη μια στιγμή στην άλλη. Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν τα άτομα ζουν μια ζωή, που μόνο κατ’ όνομα είναι, ζωή, σε απόλυτη ετοιμότητα και με τις αποσκευές ανά χείρας για το ταξίδι στον άλλο κόσμο, είναι δυνατό να φανταστούμε εφαρμογή της χριστιανικής ηθικής που να μην αποτελεί διαρκή διπλοπροσωπία. Από τη στιγμή όμως που οι χριστιανοί εγκαθίστανται μόνιμα στη ζωή της κοινωνίας, και επομένως από τη στιγμή, όπου ο χριστιανισμός αναγνωρίζεται (το 313 μ.Χ., επί Κωνσταντίνου) και στη συνέχεια γίνεται η υποχρεωτική θρησκεία για όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας επί ποινή διώξεων (384, ψήφισμα του Θεοδόσιου), η διπλοπροσωπία βρίσκεται στην καρδιά της χριστιανικής θέσμισης της κοινωνίας και η κατάσταση αυτή προεκτείνεται μέχρι τις μέρες μας με τη διάσταση ανάμεσα σε ένα δικαιολογητικό λόγο και στην πραγματικότητα.

Συμπεραίνοντας, ας επανέλθουμε σε δύο στοιχεία της άτυπης θέσμισης της κοινωνίας στην αρχαία Ελλάδα, δηλαδή τον έλεον και τη φιλίαν. Διαβάστε σχετικά ή ξαναδιαβάστε αυτό το υπέροχο χωρίο των Ηθικών Νικομαχείων9, όπου ο Αριστοτέλης λέει, ότι πρόκειται για τη σημαντικότερη αρετή, σημαντικότερη ακόμη και από τη δικαιοσύνη, σε βαθμό που οι νομοθέτες δικαίως ασχολούνται περισσότερο με τη φιλίαν, παρά με τη δικαιοσύνη. Φράση πολύ περίεργη, που θα έπρεπε να αναλυθεί σε βάθος, τόσο σε σχέση με το ιστορικό ανάφορο, το οποίο έχει κατά νου ο Αριστοτέλης, όσο και για την κατανόηση της σημασίας της. Όπως και να ‘χει το πράγμα, αντιμετωπίζει αρνητικά το γεγονός, ότι οι τύραννοι δεν συμβιβάζονται με τη φιλία μεταξύ πολιτών και προσθέτει, ότι αν η φιλία βασίλευε παντού στην πόλη, δεν θα υπήρχε ανάγκη δικαιοσύνης, διότι, όπως λέει η παροιμία, «τα πάντα είναι κοινά μεταξύ φίλων»10. Χαράσσει έτσι ένα είδος προοπτικής – ορίου, ένα ιδεώδες, στο πλαίσιο του οποίου, ιδιαίτερα, το μεγάλο ερώτημα της διανεμητικής δικαιοσύνης (τί πρέπει να δοθεί σε ποιον;) δεν θα ετίθετο καν, δεδομένου, ότι δεν θα υπήρχε κανείς, που θα ήθελε να προστατεύσει τα αγαθά του ούτε θα είχε βλέψεις για τα αγαθά του άλλου, και όπου ακόμη και οι όροι «δικό μου» και «δικό σου» θα είχαν περιπέσει σε αχρησία.

Σημειώσεις

2.<Πρβλ. Πλάτων, Πολιτεία, Ι, 576a, Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Θ, 1161a 30-35, 1161b 1-10>.
3.<Το 514. Πρβλ. Ηρόδοτος, Ε, 55 και ΣΤ, 123· Θουκυδίδης, ΣΤ, 55-59· Αριστοτέλης Αθηναίων Πολιτεία, ΙΖ-ΙΗ>
4.<Κατά Τιμοκράτους, 171,1>
5.<Βλ. Καστοριάδης, ΕΙ Α’, σ. 182-183>
6.<«[…] ουτ’ άρα φύσει ούτε παρά φύσιν εγγίνονται αι αρεταί, αλλά πεφυκόσι μεν ημίν δέξασθαι αυτάς, τελειουμένοις δε δια του έθους». (Συμπέρασμα: οι αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως – ούτε όμως και είναι αντίθετη προς τη φύση μας η γένεσή τους μέσα μας: η φύση μας έκανε επιδεκτικούς στις αρετές, τέλειοι όμως σ’ αυτές γινόμαστε με τη διαδικασία του έθους. Ηθικά Νικομάχεια 1103a 25, μτφρ. Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη, Ζήτρος 2006).>
7.<Πρβλ. Κικέρων, Tusculanes IV, 37.>
8.<Πρβλ. ΕΙ Α’, σ. 190-191 και σημείωση.>
9.<Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1155a 23-29.>
10.<Πρβλ. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Η, 1159 b 30.>

Σάββατο 8 Απριλίου 2023

Aurélie Pfauwadel - prof Paris VIII

Ορελί Φοβαντέλ, Γαλλίδα ψυχαναλύτρια διεθνούς φήμης και καθηγήτρια της Σχολής Παρίσι 8,  διάλεξή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο 7 Avril. Μιλάμε μαζί της για το φύλο, την πολιτική και την ψυχανάλυση.  της Χριστίνας Μαργιώτη 

Πριν από δύο αιώνες και κάτι, στις 8 Νοεμβρίου του 1838 στη Γαλλία, γεννιέται η Herculine Adelaide Barbin, ένα ίντερσεξ άτομο που ληξιαρχικά καταχωρείται ως κορίτσι και μεγαλώνει ως τέτοιο. Κατά την εφηβεία το στήθος της δεν αναπτύσσεται, ούτε έχει περίοδο. Σπουδάζει στις Ουρσουλίνες και προετοιμάζεται να γίνει δασκάλα.

Προσλαμβάνεται σε σχολείο και ερωτεύεται μια συνάδερλφό της. Εξομολογείται την κατάστασή της σε έναν επίσκοπο και εκείνος σπάει την εξομολογητική σιωπή και στέλνει γιατρό να την εξετάσει. Ο γιατρός ανακαλύπτει πως η Barbin διαθέτει έναν μικρό κόλπο. Διαθέτει όμως και υποανάπτυκτο πέος με άρχεις.  Στην ιατρική της καρτέλα της πλέον αναγράφεται (κακοποηιτικά): «αρσενικός ψευδοερμαφροδιτισμός». Με μεταγενέστερη νομική απόφαση το φύλο της αλλάζει σε αρσενικό. Αφήνει το σχολείο και την ερωμένη της. Αλλάζει όνομα και στα πλαίσια της (ψευδο)θεραπείας της (παντελής κοινωνικός αποκλεισμός) γράφει τα απομνημονεύματα της. Εκεί αναφέρεται στον εαυτό της σε θηλυκό γένος. Τα απομνημονεύματά της ανακαλύπτει ο Φουκώ την δεκαετία του ’70, ενώ η περίπτωσή της απασχολεί ιδιαίτερα την Butler στο Gender Trouble.

Το σώμα της λειτουργεί ως εξαιρετικό παράδειγμα συνάρθρωσης της κοινωνικής νόρμας και της βιολογίας, της κρατικής εξουσίας και της προσωπικής επιθυμίας, των δυνάμεων της επιτήρησης, της ιατρικής και του Νόμου. Η περίπτωσή της παροδεικνύει πως το έμφυλο σώμα λειτουργεί ως τόπος συνάντησης των βαθύτερων προβληματισμών της πολιτικής θεωρίας, των gender studies και της ψυχανάλυσης.

Κι ενώ πολλές μπορεί να αναρωτιούνται τι καινούριο έχει να πει η ψυχανάλυση για το φύλο που να μην έχει ήδη ειπωθεί από την Πολιτική Θεωρία, η Ορελί Φοβαντέλ σπεύδει να υπενθυμίσει την αποδέσμευση της ψυχαναλυτικής προσέγγισης από την ανατομία και την έμφυλη διαδυκότητα.

«Ορισμένοι σύγχρονοι λόγοι σχετικά με το φύλο τείνουν να αναγάγουν τη δυαδικότητα του φύλου (θηλυκό/αρσενικό) σε συστήματα κοινωνικής συνήθειας, στην εσωτερίκευση εντολών, που ενσταλάζονται στα κορίτσια και στα αγόρια από την παιδική ηλικία, ως καρπός της εκπαίδευσης. Η ψυχανάλυση συμφωνεί με τις μελέτες φύλου (gender studies) στο βαθμό που οι έμφυλες ταυτότητες, εκφράζονται με μορφή έμφυλων ρόλων, και εξαρτώνται από τις επιφάσεις (semblants) που μεταφέρει ο λόγος, και που είναι εν μέρει αλληλοεξαρτώμενες και εξελίσσονται από γενιά σε γενιά. Ο Λακάν επικαλείται έτσι “την παρέμβαση του ενήλικα στο παιδί” για να εξηγήσει το περίεργο αποτέλεσμα της πρόβλεψης, με το οποίο τα πολύ μικρά παιδιά ακολουθούν κομφορμιστικά “τους τύπους ανδρών και γυναικών” που υποτίθεται ότι θα γίνουν αργότερα στην ενήλικη ζωή» αναφέρει στο ΑΝΤΙVIRUS.

Τι συμβαίνει όμως όταν το φύλο aποδίδεται στα άτομα από τους διάφορους κοινωνικούς Άλλους, απ’ το σχολείο, την οικογένεια, τη θρησκεία; Επιχειρώντας να εξηγήσει τις έννοιες της «εμφυλοποίησης», της «έμφυλης» και «σεξουαλικής νόρμας», ξεκινά από την «ανάθεση φύλου».

«Αντίθετα, η έννοια της “ανάθεσης φύλου” από τον κοινωνικό Άλλο δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην κατανόηση του τι συμβαίνει σε ένα υποκείμενο, στη μοναδικότητα του, η οποία εκφράζεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο στο πεδίο του έμφυλου. Αυτό γίνεται αντιληπτό στις συχνές αποκλίσεις μεταξύ από τη μία των προσδιορισμών που προέρχονται από τον Άλλο και “αποδίδουν” το χαρακτηρισμό “κορίτσι” ή “αγόρι” και από την άλλη των εσωτερικών ταυτίσεων του υποκειμένου: έτσι παιδιά με βιολογικό φύλο κοριτσιού βιώνουν τον εαυτό τους ως “αγοροκόριτσα” ή ως αγόρια και παιδιά με βιολογικό φύλο αγοριού αισθάνονται κορίτσια, όπως στο ντοκιμαντέρ Little Girl στο Netflix που έκανε τόσο θόρυβο. Και υπάρχουν και τα υποκείμενα που δεν εκφράζονται από μια κανονιστική δυαδικότητα και προσδιορίζονται ως μη δυαδικά.

»Για την ψυχανάλυση, όπως συνοψίζει ο Ζακ-Αλέν Μίλερ σε μια απλή έκφραση: “εμφυλοποίηση σημαίνει υποκειμενικοποίηση του φύλου”. Ο τρόπος με τον οποίο τοποθετείται ένα υποκείμενο σε σχέση με την εμφυλοποίηση δεν μπορεί να περιοριστεί σε έναν ρόλο που υπόκειται στη μίμηση, ούτε καν στις ταυτίσεις του. Είναι εξίσου σημαντικός και ο τρόπος με τον οποίο τίθεται το ζήτημα της επιθυμίας του και των τρόπων απόλαυσης του. Ούτε η συμβολική τάξη, ούτε οι κοινωνικοί λόγοι, ούτε οι “ταυτότητες” αποφασίζουν για τα πάντα: ένα ολόκληρο μέρος από αυτά που αφορούν τις ενορμήσεις, τα αντικείμενά τους, τον τρόπο απόλαυσης που συνδέονται και με τις ενδεχομενικές, συγκυριακές συναντήσεις και την ιστορία του υποκειμένου, ξεφεύγουν από τη διαδικασία της έμφυλης προσαρμογής και δεν ανήκουν στον Άλλο, αλλά συνδέονται με τη θεμελιακά απόλυτη μοναδικότητα του υποκειμένου». Θα ήταν άδικο άλλωστε να αφήσουμε εκτός της εξίσωσης παράγοντες που δεν αντιλαμβανόμαστε, που βρίσκονται έξω από τον έλεγχό μας όπως οι ενορμήσεις. Συνοψίζοντας μέχρι στιγμής τον έμφυλο τρόπο τοποθέτησης καθορίζουν: επιθυμίες, κοινωνικές νόρμες και ενορμήσεις.

«Σύμφωνα με τον Λακάν, δεν υπάρχουν σεξουαλικές νόρμες από την πλευρά του υποκειμένου και του τρόπου απόλαυσής του, υπάρχουν μόνο κοινωνικές νόρμες. Η ηθική της ψυχανάλυσης οδηγεί να συνοδεύει τα υποκείμενα, την κάθε περίπτωση στην ενικότητα της, ώστε να μπορούν να βρουν λύσεις στο τρόπο απόλαυσης τους που να είναι πιο ικανοποιητικές και πιο ζωντανές για τα ίδια. Οι πιθανές διαμορφώσεις της έμφυλης ταύτισης ή της επιλογής του ερωτικού αντικειμένου είναι άπειρες, και μοναδικές για τον καθένα. Για τα υποκείμενα για τα οποία αυτό μπορεί ενδεχομένως να τεθεί ως ερώτημα ή δυσκολία, η ψυχαναλυτική εμπειρία μπορεί να τους επιτρέψει να γράψουν το δικό τους ποίημα στη σχέσης τους με το φύλο και να επινοήσουν τον δικό τους τρόπο ύπαρξης ως άντρας ή ως γυναίκα ή έξω από αυτόν τον δυαδισμό», συμπληρώνει η Ορελί Φοβαντέλ.

Πώς όμως στάθηκε η Ψυχανάλυση απέναντι στα άτομα που τοποθετούνται εκτός του ετεροκανονικού τόξου, σε όσα που δεν χωρέσανε στα μεγάλα κουτάκια αναφοράς; Ποια υπήρξε η στάση της απέναντι στην ιατρική τάση που ήθελε τα άτομα αυτά να ταξινομούνται στο φάσμα του παθολογικού, ως «μη κανονικά» και «ψυχικά διαταραγμένα»;

«Καθ’ όλη τη διάρκεια της διδασκαλίας του, ο Λακάν εργάστηκε για να απαλλάξει την ψυχανάλυση από τις κατηγορίες του φυσιολογικού και του παθολογικού και να επεξεργαστεί τις συνθήκες μιας ψυχαναλυτικής πρακτικής έξω από αυτόν τον κανόνα. Η ψυχανάλυση, επιβεβαιώνοντας ότι δεν υπάρχει φυσιολογικός τρόπος να απολαμβάνει κανείς, συμβαδίζει απόλυτα με την τρέχουσα απο-παθολογικοποίηση» σημειώνει.

Επικεντρώνοντας την έννοια της «απο-παθολογικοποίησης» διερωτάται: «Τίθεται το ζήτημα των διαγνωστικών κατηγοριών και των κλινικών κατηγοριών που χρησιμοποιούν οι ψυχαναλυτές για να προσανατολιστούν στην πρακτική τους. Μήπως αυτές δεν συνδέουν την ψυχανάλυση με την ιατρική και την ψυχιατρική κλινική, όπως υποστήριξε ο M. Φουκό στη “Γέννηση της τρέλας”; Και δεν είναι κατά κάποιο τρόπο παθολογικοποιητικές, όπως υποστήριξε ο Πολ Πρεθιάδο στο ακραία επικριτικό για την “ακαδημία ψυχαναλυτών” κείμενο του, “είμαι το τέρας που σας μιλά”;

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα μεγάλα κλινικά “κουτάκια” αναφοράς, όπως η νεύρωση, η ψύχωση (σχιζοφρένεια, παράνοια…) και η διαστροφή, έχουν ως επί το πλείστον κληρονομηθεί από την ψυχιατρική. Όπως επισημαίνει ο Ζ. Λακάν, οι κατηγορίες αυτές χρονολογούνται “πριν από τον αναλυτικό λόγο”. Η ιδιαιτερότητα της ψυχανάλυσης βρίσκεται αλλού».

Παρά το γεγονός πως η Ψυχανάλυση έχει κληρονομήσει ψυχιατρικές ορολογίες οι δυο επιστήμες δεν θα πρέπει να συγχέονται. «Εκεί που η κλασική ψυχιατρική κλινική προσπαθεί να εντοπίσει το κοινό στις κλινικές εικόνες και τις πιθανές εξελίξεις τους, η ψυχανάλυση αφορά σε αυτό που στο υποκείμενο δεν μοιάζει με τίποτα, στην καθαρή μοναδικότητά του. Μπορούμε έτσι να καταλάβουμε πώς η ψυχανάλυση δεν συγχέεται με την κλινική, αλλά κινείται πέρα από αυτήν, προς αυτό το ιδιαίτερο που έχει το κάθε άτομο και είναι ασύγκριτο, όπως υποστήριξε ο Ζακ-Αλέν Μιλέρ. Από την αναλυτική σκοπιά, ο καθένας είναι μια εξαίρεση. Η αναλυτική προοπτική είναι υπό αυτή την έννοια “αντιδιαγνωστική”: η πρόκληση δεν είναι να κατατάξουμε έναν ασθενή σε μια κατηγορία (νεύρωση ή ψύχωση;), αλλά να καταφέρουμε να τον αφήσουμε να είναι. Ο αναλυτής θα πρέπει να “ακολουθήσει τα ίχνη του” υποκειμένου και να αφήσει την ύπαρξή του να ξεδιπλωθεί, “εκτός της πεπατημένης”» διευκρινίζει.

Έτσι η μεγάλη της Ψυχανάλυσης από την Ψυχιατρική εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο η πρώτη νοηματοδοτεί και μεταχειρίζεται την έννοια της μοναδικότητας του υποκειμένου. Εκεί που η Ψυχιατρική ψάχνει να βρει έναν μαζικό τρόπο κατηγοριοποίησης και διαχείρισης κλινικών κατηγοριών, η Ψυχανάλυση στέκεται στον τρόπο που το υποκείμενο αντιλαμβάνεται το πραγματικό και στις άμυνες που αρθρώνει απέναντί του.

«Ήδη από τον Φρόιντ, η ψυχαναλυτική κλινική είχε προσδιοριστεί ως κλινική της λεπτομέρειας, όπου το σημαντικό ήταν να εντοπίσουμε τι είναι αυτό που εμφανίζεται ως ιδιαίτερο στοιχείο του υποκειμένου. Ο ψυχαναλυτής επιδιώκει να ανιχνεύσει το υποκείμενο το μοναδικό τρόπο απόλαυσής του, πέρα από τις ετικέτες του κυρίαρχου λόγου, πίσω από τις οποίες μπορεί να κρύβεται (για παράδειγμα, με ονοματοδοτήσεις όπως: “αλκοολικός”, “βουλιμικός”, “καταθλιπτικός” κ.λπ.). Η ψυχανάλυση πρέπει να διακρίνεται από κάθε κλινική πρακτική που κατηγοροποιεί τα υποκείμενα και που προϋποθέτει την ταύτιση του υποκειμένου με ένα σημαίνον όπως “ο ανορεξικός”, “το υπερκινητικό παιδί”, “ο διπολικός” κ.λπ. Είναι ακριβώς αυτό το είδος της κλινικής ταξινόμησης στο οποίο επιτίθεται ο Φουκό όταν καταγγέλλει το γεγονός ότι ο λόγος της “ψυχολογίας” δημιουργεί χαρακτήρες, όπως για παράδειγμα “ο ανώμαλος” ή “ο υστερικός”. Η ψυχαναλυτική κλινική, αντίθετα, κάθε άλλο παρά απολιθώνει το υποκείμενο κάτω από ονοματοδοτήσεις. Θέτει σε λειτουργία τον υποκειμενικό διχασμό και την απόλαυση του υποκειμένου που δεν επιτρέπει στον εαυτό του να ορισθεί τόσο εύκολα από τις λέξεις της κοινής γλώσσας.

»Ας είμαστε όμως προσεκτικοί. Το ζήτημα της κλινικής πρακτικής δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα ζήτημα διαχωριστικών “ετικετών” και φαινομένων που μεταφέρονται από τους λόγους και ποικίλλουν ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο. Γι’ αυτό το λόγο ο Λακάν έδωσε τον ακόλουθο ορισμό, μείζονος σημασίας μέσα στην απλότητά του: “Η ψυχαναλυτική κλινική είναι το πραγματικό στο βαθμό που είναι το αδύνατο να το αντέξει κανείς.»

»Σύμφωνα με τον Λακάν, η τρέλα ή οι ψυχώσεις δεν είναι απλά κοινωνικά υποδήματα, καθαρές νοηματικές κατασκευές. Υπάρχει ένα πραγματικό της ψύχωσης. Και ευρύτερα, για όλους μας, για τον καθένα μας υπάρχει ένα αβάσταχτο και τραυματικό πραγματικό. Έτσι, η κλινική δεν ορίζεται από τάξεις ή έννοιες, αλλά από το πραγματικό και τους διαφορετικούς τρόπους άμυνας που δημιουργούνται για να αντιμετωπιστεί. Η μη άρνησή του, η συνεκτίμησή του, είναι αναμφίβολα αυτό που καθιστά την ψυχανάλυση ειδική σε σχέση με άλλες μορφές αποπαθολογικοποίησης».

Από τη συζήτηση με την Ορελί Φοβαντέλ προέκυψε πως ο οργανωμένος σε «κουτάκια αναφοράς» λόγος της επιστήμης, ιδωμένος στο πλαίσιο του κυρίαρχου λόγου, δημιουργεί αναπαραστάσεις, που με την σειρά τους δημιουργούν ταυτότητες, όπως συνέβη στην περίπτωση της/του Herculine Barbin. Η σύγχρονη ψυχανάλυση φαίνεται να προσπαθεί να απεμπλακεί από τις κατηγορίες του φυσιολογικού – κανονικού βαδίζοντας στο μονοπάτι της έμφυλης αποπαθολογικοποίησης και επικεντρώνοντας στην μοναδική ενικότητα της απόλαυσης. «Ψυχανάλυση και Κανονικότητα στη Σύγχρονη Εποχή: Ο Λακάν συνομιλεί με τον Φουκώ», στο Πάντειο.