Η Σούζαν Σόνταγκ επιχειρεί να ερμηνεύσει μια σκοτεινή πραγματικότητα: Της Τιτικας Δημητρουλια -Susan Sontag
Η γοητεία του φασισμού
μετ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος, εκδ. Υψιλον
Το 2002, η Λένι Ρίφενσταλ (1902-2003), αγαπημένη σκηνοθέτις του Χίτλερ, «η τέλεια Γερμανίδα του» όπως την αποκαλούσε, δήλωνε ότι ποτέ δεν είχε κάνει κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεται. Μια πενταετία νωρίτερα, ο Στήβεν Μπαχ, στη βιογραφία της με τον τίτλο «Λένι» (Knopf, 1997), είχε ακυρώσει την προσπάθεια δεκαετιών της Ρίφενσταλ να αποκατασταθεί ως μια απολίτικη δημιουργός, ερωτευμένη με την ομορφιά, που κινηματογράφησε, όπως έλεγε, στο ντοκιμαντέρ «Ο θρίαμβος της θελήσεως» το Συνέδριο του ναζιστικού κόμματος το 1934 και τις ερωτευμένες με τον ηγέτη μάζες με την ουδετερότητα που θα κινηματογραφούσε «φρούτα και λαχανικά». Πέρα από τις αναφορές στην προσωπική της ζωή, θύμιζε τα ονόματα των Εβραίων συντελεστών της ταινίας της «Γαλάζιο φως» που απαλείφθηκαν για ευνόητους λόγους, την παρουσία της σε εβραϊκά πογκρόμ, τους τσιγγάνους των στρατοπέδων που έπαιξαν σε ταινίες της και μετά εκτελέστηκαν, τις σχέσεις της με τον ίδιο τον Χίτλερ αλλά και όλα τα ηγετικά στελέχη ναζιστικού κόμματος.
Τριάντα χρόνια νωρίτερα, τον Δεκέμβριο του 1975, η εβραϊκής καταγωγής Σούζαν Σόνταγ(1933-2004), η πιο Ευρωπαία Αμερικανίδα διανοούμενη, «αδιόρθωτη εστέτ, εμμονική ηθικολόγος και φανατική της σοβαρότητας» όπως περιέγραφε η ίδια τον εαυτό της, ήδη διάσημη για τον λόγο, τις πράξεις και τον βίο της, με το πολύκροτο άρθρο της «Η γοητεία του φασισμού» υπονόμευε το εγχείρημα της απενοχοποίησης της Ρίφενσταλ μέσα από μια οξυδερκή αποδόμηση του έργου της σε συνάρτηση με τον λόγο και την τέχνη του ναζισμού, φωτίζοντας παράλληλα τον «ομαλό και ανεπαίσθητο» τρόπο με τον οποίο οι δυτικές κοινωνίες επαναφομοιώνουν πρόσωπα στιγματισμένα και περιθωριοποιημένα από την Ιστορία - έναν τρόπο πολύ πιο επικίνδυνο από τις χοντροκομμένες παρεμβάσεις της Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας. Κυρίως όμως, η Σόνταγκ αποδομούσε τις ίδιες της τις θέσεις, τον ειρωνικό, ακραία στυλιζαρισμένο αισθητισμό που δέκα χρόνια νωρίτερα είχε υποστηρίξει στο «Notes on camp», έναν δανδισμό στην εποχή της μαζικής κουλτούρας, στον οποίο προφανώς χωρούσε η Ρίφενσταλ και η απλοϊκή και μνημειακή ναζιστική τέχνη. Γράφει: «Η τέχνη που φαινόταν κατ’ εξοχήν άξια υπεράσπισης πριν από δέκα χρόνια για τον λόγο ότι εξέφραζε μια μειοψηφική ή εναντιωματική τάση δεν φαίνεται υπερασπίσιμη σήμερα, διότι τα ηθικά και πολιτιστικά ζητήματα που εγείρει έχουν γίνει δύσκολα και επιπλέον επικίνδυνα όσο ποτέ προηγουμένως» […] «Η αισθητική προτίμηση, το γούστο, αποτελεί μια συνάφεια, ένα πλαίσιο, και το πλαίσιο έχει τώρα αλλάξει». Το ίδιο και οι ιδέες της: το συγκεκριμένο κείμενο σηματοδοτεί μια από τις πρώτες, μείζονες αναθεωρήσεις που θα σφραγίσουν τη σκέψη της και θα αποτελέσουν ένα από τα πιο προκλητικά γνωρίσματά της, τη δύναμή της δηλαδή να επανέρχεται στις θέσεις της, να διαφοροποιείται διαρκώς, θεωρώντας ότι «η πνευματική ζωή στηρίζεται στην ικανότητα της αναθεώρησης, της επανεπινόησης των ιδεών». Από τον Ουάιλντ στον Σαρτρ, η Σόνταγκ επιζητεί πλέον να συνδυάσει τον φορμαλισμό με την ηθική και με την πολιτική - ένα αίτημα που παραμένει σήμερα πιο επίκαιρο παρά ποτέ.
Η μορφή ως περιεχόμενο
Και τα δύο δοκίμια στο πολύ επιμελημένο μεταφραστικά και εκδοτικά τομίδιο των εκδόσεων Υψιλον, αναφέρονται στον ναζισμό, στη γερμανική ενοχή, αλλά και στην ηθική του δημιουργού και της ίδιας της εικόνας, στην οποία η εξιδανίκευση συγκρούεται με την αναζήτηση της αλήθειας. Με εργαλεία όπως η ανάλυση λόγου, με τη δική της ιδιαίτερη εκδοχή της εσωτερικής κριτικής, με την εξαιρετική συνδυαστική της ικανότητα, η Σόνταγκ, κινηματογραφίστρια η ίδια, διαβάζει τη μορφή ως περιεχόμενο τόσο στις ταινίες της Ρίφενσταλ όσο και στο λεύκωμα με τις φωτογραφίες των (μαύρων, σημειωτέον) Νούμπα που είχε κυκλοφορήσει εκείνη την εποχή: από τη μια επισημαίνει τη συνέχεια των ναζιστικών ιδεωδών μέσα από ζεύγη όπως καθαρό-ακάθαρτο, αδιάφθορο-ρυπαρό, σωματικό-πνευματικό, μέσα από την εξύμνηση του στοιχειώδους και του πρωτόγονου, τη συνύπαρξη του εγωτισμού με την πιο ακραία δουλικότητα, τη λατρεία της σωματικής δύναμης και του θανάτου· από την άλλη καταδεικνύει τις ψευδαισθητικές δυνάμεις της εικόνας και του λόγου, που επιβάλλουν τα ιδεώδη αυτά μέσα από χρησιμοποίηση του κοινού και οικείου. Αντιπαραθέτοντας λοιπόν την ουτοπική ηθική του κομμουνισμού στην ουτοπική αισθητική του ναζισμού (διαφορά καθόλου αμελητέα εντέλει) και σχολιάζοντας, όπως και στο επόμενο άρθρο, τη ρητορική του ρομαντισμού που δανείστηκε και αλλοίωσε ο ναζιστικός πολιτικός λόγος, η Σόνταγκ καταλήγει σε ένα μείζον συμπέρασμα: δεν πρέπει να ταυτίζουμε τον φασισμό με την κτηνωδία και τον τρόμο, αλλά να τον αναζητούμε κάτω από τα πολλαπλά προσωπεία του, καθώς αφομοιώνει ιδεώδη κοινά και ευρέως αποδεκτά: τον φετιχισμό του θάρρους, τη λατρεία της ομορφιάς, την ανδροκρατούμενη οικογένεια και, κυρίως, τη λατρεία της κοινότητας - που εκφράζεται ποικιλοτρόπως σε όλες τις εποχές (σήμερα και με την κοινωνική δικτύωση λόγου χάρη) και όπως είδαμε και στη γερμανική ταινία «Το Κύμα» πριν από δύο χρόνια εύκολα οδηγεί στη μαζοποίηση και την πραγμοποίηση του ανθρώπου. Αυτή η κοινότητα, οι μάζες, απεικονίζονται στη ναζιστική τέχνη στυλιζαρισμένες, μαγεμένες και υποταγμένες από τον ηγέτη, ενώ «όταν το μήνυμα του φασισμού ουδετεροποιείται από μια αισθητική θεώρηση της ζωής, τα διάφορα διακοσμητικά μπιχλιμπίδια του αποκτούν σεξουαλικά χαρακτηριστικά». Το άρθρο κλείνει έτσι με την «κρυφή γοητεία» του σαδομαζοχισμού (είναι η εποχή του «Σαλό» του Παζολίνι, των «Καταραμένων» του Βισκόντι, του «Θυρωρού της νύχτας» της Καβάνι). Στη συνέχεια, η Σόνταγκ θα υπογραμμίσει επανειλημμένα το γεγονός ότι η βία, στα βασανιστήρια όσο και στην πορνογραφία, αποτελεί οργανικό στοιχείο της αμερικανικής ψυχαγωγικής κουλτούρας, με όσες στρεβλώσεις αυτό συνεπάγεται.
Αρνηση της ενοχής
Πολύ πιο ειδικό, το δεύτερο κείμενο της Σόνταγκ, γραμμένο μια πενταετία αργότερα, δεν αφορά την άρνηση της ενοχής και τη συγκάλυψη της ναζιστικής ιδεολογίας από τον δημιουργό, αλλά αντίθετα την προσπάθεια καταγραφής της ενοχής αυτής στην επτάωρη, πειραματική ταινία του ανατολικογερμανού Χανς Γιούργκεν Ζύμπερμπεργκ «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία». Ο αναγνώστης, ασχέτως αν έχει δει την ταινία, αντιλαμβάνεται την καινοτόμο επιλογή του Ζύμπερμπεργκ να αντιπαλέψει τον γκροτέσκο ρομαντισμό του ναζισμού συναιρώντας περίτεχνα τη ρομαντική μελαγχολία με τη μοντερνιστική ειρωνεία και συνδέοντας τη μελαγχολία αυτή με την άρνηση του πένθους ως άρνηση της ενοχής από την πλευρά της γερμανικής κοινωνίας.
Στην κατ’ εξοχήν μεταβατική εποχή που διανύουμε, εποχή μετασχηματισμού των εννοιακών πλαισίων, τα δύο υποδειγματικά στη συντομία, τη σαφήνεια και την επιχειρηματολογική τους διάρθρωση αυτά κείμενα μας θυμίζουν ότι η ουσία δεν κρύβεται μόνο στο τι αλλά και στο πώς του λόγου και της πράξης και επαναλαμβάνουν με όρους επείγοντος το μήνυμα της Σόνταγκ: «Να είστε σοβαροί και παθιασμένοι. Ξυπνήστε». Αποδομήστε τους σαγηνευτικούς, σύγχρονους φασισμούς, επανερμηνεύστε τη σκοτεινή πραγματικότητα, επανεπινοήστε την αξία του ανθρώπου.
Η γοητεία του φασισμού
μετ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος, εκδ. Υψιλον
Το 2002, η Λένι Ρίφενσταλ (1902-2003), αγαπημένη σκηνοθέτις του Χίτλερ, «η τέλεια Γερμανίδα του» όπως την αποκαλούσε, δήλωνε ότι ποτέ δεν είχε κάνει κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεται. Μια πενταετία νωρίτερα, ο Στήβεν Μπαχ, στη βιογραφία της με τον τίτλο «Λένι» (Knopf, 1997), είχε ακυρώσει την προσπάθεια δεκαετιών της Ρίφενσταλ να αποκατασταθεί ως μια απολίτικη δημιουργός, ερωτευμένη με την ομορφιά, που κινηματογράφησε, όπως έλεγε, στο ντοκιμαντέρ «Ο θρίαμβος της θελήσεως» το Συνέδριο του ναζιστικού κόμματος το 1934 και τις ερωτευμένες με τον ηγέτη μάζες με την ουδετερότητα που θα κινηματογραφούσε «φρούτα και λαχανικά». Πέρα από τις αναφορές στην προσωπική της ζωή, θύμιζε τα ονόματα των Εβραίων συντελεστών της ταινίας της «Γαλάζιο φως» που απαλείφθηκαν για ευνόητους λόγους, την παρουσία της σε εβραϊκά πογκρόμ, τους τσιγγάνους των στρατοπέδων που έπαιξαν σε ταινίες της και μετά εκτελέστηκαν, τις σχέσεις της με τον ίδιο τον Χίτλερ αλλά και όλα τα ηγετικά στελέχη ναζιστικού κόμματος.
Τριάντα χρόνια νωρίτερα, τον Δεκέμβριο του 1975, η εβραϊκής καταγωγής Σούζαν Σόνταγ(1933-2004), η πιο Ευρωπαία Αμερικανίδα διανοούμενη, «αδιόρθωτη εστέτ, εμμονική ηθικολόγος και φανατική της σοβαρότητας» όπως περιέγραφε η ίδια τον εαυτό της, ήδη διάσημη για τον λόγο, τις πράξεις και τον βίο της, με το πολύκροτο άρθρο της «Η γοητεία του φασισμού» υπονόμευε το εγχείρημα της απενοχοποίησης της Ρίφενσταλ μέσα από μια οξυδερκή αποδόμηση του έργου της σε συνάρτηση με τον λόγο και την τέχνη του ναζισμού, φωτίζοντας παράλληλα τον «ομαλό και ανεπαίσθητο» τρόπο με τον οποίο οι δυτικές κοινωνίες επαναφομοιώνουν πρόσωπα στιγματισμένα και περιθωριοποιημένα από την Ιστορία - έναν τρόπο πολύ πιο επικίνδυνο από τις χοντροκομμένες παρεμβάσεις της Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας. Κυρίως όμως, η Σόνταγκ αποδομούσε τις ίδιες της τις θέσεις, τον ειρωνικό, ακραία στυλιζαρισμένο αισθητισμό που δέκα χρόνια νωρίτερα είχε υποστηρίξει στο «Notes on camp», έναν δανδισμό στην εποχή της μαζικής κουλτούρας, στον οποίο προφανώς χωρούσε η Ρίφενσταλ και η απλοϊκή και μνημειακή ναζιστική τέχνη. Γράφει: «Η τέχνη που φαινόταν κατ’ εξοχήν άξια υπεράσπισης πριν από δέκα χρόνια για τον λόγο ότι εξέφραζε μια μειοψηφική ή εναντιωματική τάση δεν φαίνεται υπερασπίσιμη σήμερα, διότι τα ηθικά και πολιτιστικά ζητήματα που εγείρει έχουν γίνει δύσκολα και επιπλέον επικίνδυνα όσο ποτέ προηγουμένως» […] «Η αισθητική προτίμηση, το γούστο, αποτελεί μια συνάφεια, ένα πλαίσιο, και το πλαίσιο έχει τώρα αλλάξει». Το ίδιο και οι ιδέες της: το συγκεκριμένο κείμενο σηματοδοτεί μια από τις πρώτες, μείζονες αναθεωρήσεις που θα σφραγίσουν τη σκέψη της και θα αποτελέσουν ένα από τα πιο προκλητικά γνωρίσματά της, τη δύναμή της δηλαδή να επανέρχεται στις θέσεις της, να διαφοροποιείται διαρκώς, θεωρώντας ότι «η πνευματική ζωή στηρίζεται στην ικανότητα της αναθεώρησης, της επανεπινόησης των ιδεών». Από τον Ουάιλντ στον Σαρτρ, η Σόνταγκ επιζητεί πλέον να συνδυάσει τον φορμαλισμό με την ηθική και με την πολιτική - ένα αίτημα που παραμένει σήμερα πιο επίκαιρο παρά ποτέ.
Η μορφή ως περιεχόμενο
Και τα δύο δοκίμια στο πολύ επιμελημένο μεταφραστικά και εκδοτικά τομίδιο των εκδόσεων Υψιλον, αναφέρονται στον ναζισμό, στη γερμανική ενοχή, αλλά και στην ηθική του δημιουργού και της ίδιας της εικόνας, στην οποία η εξιδανίκευση συγκρούεται με την αναζήτηση της αλήθειας. Με εργαλεία όπως η ανάλυση λόγου, με τη δική της ιδιαίτερη εκδοχή της εσωτερικής κριτικής, με την εξαιρετική συνδυαστική της ικανότητα, η Σόνταγκ, κινηματογραφίστρια η ίδια, διαβάζει τη μορφή ως περιεχόμενο τόσο στις ταινίες της Ρίφενσταλ όσο και στο λεύκωμα με τις φωτογραφίες των (μαύρων, σημειωτέον) Νούμπα που είχε κυκλοφορήσει εκείνη την εποχή: από τη μια επισημαίνει τη συνέχεια των ναζιστικών ιδεωδών μέσα από ζεύγη όπως καθαρό-ακάθαρτο, αδιάφθορο-ρυπαρό, σωματικό-πνευματικό, μέσα από την εξύμνηση του στοιχειώδους και του πρωτόγονου, τη συνύπαρξη του εγωτισμού με την πιο ακραία δουλικότητα, τη λατρεία της σωματικής δύναμης και του θανάτου· από την άλλη καταδεικνύει τις ψευδαισθητικές δυνάμεις της εικόνας και του λόγου, που επιβάλλουν τα ιδεώδη αυτά μέσα από χρησιμοποίηση του κοινού και οικείου. Αντιπαραθέτοντας λοιπόν την ουτοπική ηθική του κομμουνισμού στην ουτοπική αισθητική του ναζισμού (διαφορά καθόλου αμελητέα εντέλει) και σχολιάζοντας, όπως και στο επόμενο άρθρο, τη ρητορική του ρομαντισμού που δανείστηκε και αλλοίωσε ο ναζιστικός πολιτικός λόγος, η Σόνταγκ καταλήγει σε ένα μείζον συμπέρασμα: δεν πρέπει να ταυτίζουμε τον φασισμό με την κτηνωδία και τον τρόμο, αλλά να τον αναζητούμε κάτω από τα πολλαπλά προσωπεία του, καθώς αφομοιώνει ιδεώδη κοινά και ευρέως αποδεκτά: τον φετιχισμό του θάρρους, τη λατρεία της ομορφιάς, την ανδροκρατούμενη οικογένεια και, κυρίως, τη λατρεία της κοινότητας - που εκφράζεται ποικιλοτρόπως σε όλες τις εποχές (σήμερα και με την κοινωνική δικτύωση λόγου χάρη) και όπως είδαμε και στη γερμανική ταινία «Το Κύμα» πριν από δύο χρόνια εύκολα οδηγεί στη μαζοποίηση και την πραγμοποίηση του ανθρώπου. Αυτή η κοινότητα, οι μάζες, απεικονίζονται στη ναζιστική τέχνη στυλιζαρισμένες, μαγεμένες και υποταγμένες από τον ηγέτη, ενώ «όταν το μήνυμα του φασισμού ουδετεροποιείται από μια αισθητική θεώρηση της ζωής, τα διάφορα διακοσμητικά μπιχλιμπίδια του αποκτούν σεξουαλικά χαρακτηριστικά». Το άρθρο κλείνει έτσι με την «κρυφή γοητεία» του σαδομαζοχισμού (είναι η εποχή του «Σαλό» του Παζολίνι, των «Καταραμένων» του Βισκόντι, του «Θυρωρού της νύχτας» της Καβάνι). Στη συνέχεια, η Σόνταγκ θα υπογραμμίσει επανειλημμένα το γεγονός ότι η βία, στα βασανιστήρια όσο και στην πορνογραφία, αποτελεί οργανικό στοιχείο της αμερικανικής ψυχαγωγικής κουλτούρας, με όσες στρεβλώσεις αυτό συνεπάγεται.
Αρνηση της ενοχής
Πολύ πιο ειδικό, το δεύτερο κείμενο της Σόνταγκ, γραμμένο μια πενταετία αργότερα, δεν αφορά την άρνηση της ενοχής και τη συγκάλυψη της ναζιστικής ιδεολογίας από τον δημιουργό, αλλά αντίθετα την προσπάθεια καταγραφής της ενοχής αυτής στην επτάωρη, πειραματική ταινία του ανατολικογερμανού Χανς Γιούργκεν Ζύμπερμπεργκ «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία». Ο αναγνώστης, ασχέτως αν έχει δει την ταινία, αντιλαμβάνεται την καινοτόμο επιλογή του Ζύμπερμπεργκ να αντιπαλέψει τον γκροτέσκο ρομαντισμό του ναζισμού συναιρώντας περίτεχνα τη ρομαντική μελαγχολία με τη μοντερνιστική ειρωνεία και συνδέοντας τη μελαγχολία αυτή με την άρνηση του πένθους ως άρνηση της ενοχής από την πλευρά της γερμανικής κοινωνίας.
Στην κατ’ εξοχήν μεταβατική εποχή που διανύουμε, εποχή μετασχηματισμού των εννοιακών πλαισίων, τα δύο υποδειγματικά στη συντομία, τη σαφήνεια και την επιχειρηματολογική τους διάρθρωση αυτά κείμενα μας θυμίζουν ότι η ουσία δεν κρύβεται μόνο στο τι αλλά και στο πώς του λόγου και της πράξης και επαναλαμβάνουν με όρους επείγοντος το μήνυμα της Σόνταγκ: «Να είστε σοβαροί και παθιασμένοι. Ξυπνήστε». Αποδομήστε τους σαγηνευτικούς, σύγχρονους φασισμούς, επανερμηνεύστε τη σκοτεινή πραγματικότητα, επανεπινοήστε την αξία του ανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου