Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

Χέλντερλιν

Ο ποι­η­τής μου! η γε­νέ­τει­ρα του —το Λά­ου­φεν της Σουα­βί­ας και του πο­τα­μού Νέ­καρ—, με­γά­λες του φι­λί­ες ήταν με τον Σέ­λινγκ, τον Χέ­γκελ, τον Σί­λερ και τον Γκαί­τε, ευ­ερ­γέ­της του ο Ισα­άκ φον Σίν­κλαιρ και τόσα όσα βιο­γρα­φι­κά στοιχεία. Η πιο αλη­θι­νή πε­ρι­γρα­φή για τον Χέλ­ντερ­λιν εί­ναι αυ­τή που ο Πολ Όστερ κα­τα­γρά­φει στο μυ­θι­στό­ρη­μά του ''Η επι­νό­η­ση της μο­να­ξιάς''. Κι εί­ναι η πιο αλη­θι­νή για­τί μό­νο με μυ­θο­πλα­σία προ­σεγ­γί­ζει κα­νείς τον ποι­η­τή, που ερω­τεύ­τη­κε την Σιζέτ, πα­ντρε­μέ­νη με τον Γιά­κομπ Γκό­νταρτ, στο σπί­τι των οποί­ων ερ­γα­ζό­ταν ως οι­κο­δι­δά­σκα­λος. Η γυ­ναί­κα που έγι­νε για τον Χέλ­ντερ­λιν το σύμ­βο­λο του με­γά­λου και κο­σμο­γο­νι­κού μυ­στι­κού έρω­τα. Αυ­τή που ο ποι­η­τής την αντα­μεί­βει ονο­μά­ζο­ντάς την Διο­τί­μα στον «Υπε­ρί­ω­νά» του.

Γρά­φει ο Όστερ: Φθά­νο­ντας στη Στουτ­γάρ­δη, «χλω­μός σαν νε­κρός, κά­τι­σχνος, µε βα­θου­λω­μέ­να αγριε­μέ­να µά­τια, µε µα­κριά μαλ­λιά και γέ­νια και ντυ­μέ­νος σαν ζη­τιά­νος», στά­θη­κε µπρο­στά στον φί­λο του τον Μά­τι­σον και εί­πε µία και μο­να­δι­κή λέ­ξη: «Χέλ­ντερ­λιν». Έξι µή­νες µε­τά, η αγα­πη­μέ­νη του Σι­ζέτ πέ­θα­νε. Το 1806 εμ­φά­νι­σε σχι­ζο­φρέ­νεια και έκτο­τε, για τριά­ντα έξι χρό­νια, για τη µι­σή του ζωή δη­λα­δή, έζη­σε ολο­μό­να­χος σε έναν πύρ­γο χτι­σμέ­νο για λο­γα­ρια­σμό του από τον Τσί­μερ, τον µα­ρα­γκό από το Τί­μπιν­γκεν —Zimmer στα γερ­μα­νι­κά ση­μαί­νει δω­μά­τιο. (…) Προς το τέ­λος της ζω­ής του Χέλ­ντερ­λιν, ένας επι­σκέ­πτης στον πύρ­γο ανέ­φε­ρε το όνο­µα της Σι­ζέτ. Ο ποι­η­τής απά­ντη­σε: «Αχ, η Διο­τί­μα µου. Μη μου μι­λά­τε για τη Διο­τί­μα µου. Δε­κα­τρείς γιους μού γέν­νη­σε, Ο ένας εί­ναι ο πά­πας, ένας άλ­λος εί­ναι ο σουλ­τά­νος, ο τρί­τος εί­ναι ο αυ­το­κρά­το­ρας της Ρω­σί­ας...». Κι έπει­τα: «Ξέ­ρε­τε τι της συ­νέ­βη; Κα­τά­ντη­σε τρε­λή, ναι, τρε­λή, τρε­λή, τρε­λή».

Λέ­γε­ται ότι, εκεί­να τα χρό­νια, ο Χέλ­ντερ­λιν σπα­νί­ως έβγαι­νε από τον πύρ­γο. Όταν εγκα­τέ­λει­πε το δω­μά­τιό του, αυ­τό γι­νό­ταν µό­νο και µό­νο για να κά­νει πε­ρι­πά­τους στην εξο­χή, να γε­μί­σει τις τσέ­πες του µε πέ­τρες και να μα­ζέ­ψει λου­λού­δια που αρ­γό­τε­ρα θα τα κομ­μά­τια­ζε. Στην πό­λη οι φοι­τη­τές τον κο­ρόι­δευαν και τα παι­διά έφευ­γαν τρέ­χο­ντας µα­κριά του όπο­τε πλη­σί­α­ζε να τα χαι­ρε­τή­σει. Προς το τέ­λος, το μυα­λό του βρι­σκό­ταν σε τέ­τοια σύγ­χυ­ση, ώστε άρ­χι­σε να αυ­το­α­πο­κα­λεί­ται µε διά­φο­ρα ονό­μα­τα —Σκαρ­ντι­νέ­λι, Κι­λα­λου­ζί­µε­νο— και µια φο­ρά, όταν ένας επι­σκέ­πτης άρ­γη­σε να φύ­γει από το δω­μά­τιό του, εκεί­νος του έδει­ξε την πόρ­τα και, υψώ­νο­ντας προει­δο­ποι­η­τι­κά το δά­χτυ­λό του, εί­πε; «Ἐγὼ εἰμὶ ὁ Κύ­ριος καὶ Θε­ός».

Σ’ αυ­τό το δω­μά­τιο κλει­σμέ­νος, ο Χέλ­ντερ­λιν μέ­τρη­σε τα τε­λευ­ταία τριά­ντα έξι του χρό­νια τα όρια του κό­σμου. Συ­νή­θως ένα δω­μά­τιο δί­νει ασφά­λεια· αυ­τό όμως το δω­μά­τιο πολ­λα­πλα­σί­α­σε την οπτι­κή του ποι­η­τή κι έδω­σε στον βα­σι­λιά Οι­δί­πο­δα ένα μά­τι πα­ρα­πά­νω και στον Μάρ­τιν Χάι­ντε­γκερ μια ισχυ­ρή φι­λο­σο­φι­κή κα­τα­σκευή ν’ ανα­με­τρη­θεί με την ου­σία της ποί­η­σης. «Ο βα­σι­λιάς Οι­δί­πο­δας έχει ένα μά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ίσως» έγρα­ψε ο Χέλ­ντερ­λιν τον πρώ­το χρό­νο κλει­σμέ­νος στο δω­μά­τιο του Τσί­μερ, υμνώ­ντας σύμ­φω­να με τον φι­λό­σο­φο: «την ου­σία της ποί­η­σης – όχι όμως με τη ση­μα­σία μιας άχρο­να έγκυ­ρης έν­νοιας. Αυ­τή η ου­σία της ποί­η­σης ανή­κει σε μία συ­γκε­κρι­μέ­νη επο­χή, Όχι όμως έτσι, ότι έγι­νε σύμ­φω­να με μία ήδη υπάρ­χου­σα επο­χή. Πα­ρά στο βαθ­μό που ο Χέλ­ντερ­λιν στε­ρε­ώ­νει εκ νέ­ου την ου­σία της ποί­η­σης, κα­θο­ρί­ζει μια νέα επο­χή. Εί­ναι η επο­χή των θε­ών που έφυ­γαν και του ερ­χό­με­νου Θε­ού. Αυ­τή εί­ναι η πε­νι­χρή επο­χή, για­τί βρί­σκε­ται σε μια δι­πλή έλ­λει­ψη και δι­πλό μη­δέν: στο όχι πλέ­ον των θε­ών που έφυ­γαν και στο όχι ακό­μη του ερ­χό­με­νου».

Αυ­τός εί­ναι ο Χέλ­ντερ­λιν, ο οποί­ος στο σύ­νο­λό του απο­τε­λεί ένα αξιο­θαύ­μα­στο τε­ρά­στιο πρό­βλη­μα. Μορ­φι­κά η δη­μιουρ­γία του εί­ναι πο­λύ­ε­δρη. Προ­σφέ­ρε­ται και επι­βάλ­λε­ται στους πολ­λούς, στο ευ­ρύ κοι­νό, και στους λί­γους, τους εκλε­κτούς. Με εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο όμως στους μεν και στους δε. Ο βα­θύς γερ­μα­νι­κός ρο­μα­ντι­σμός του, που απο­τε­λεί ιδιαί­τε­ρο αι­σθη­τι­κό και ηθι­κό κα­νό­να ζω­ής, εντε­λώς διά­φο­ρο από τον γαλ­λι­κό ρο­μα­ντι­σμό. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου