Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Η μαθητεία του Ταίρλες


Το 1906, ο τότε πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας Ρόμπερτ Μούζιλ δημοσίευσε στον εκδοτικό οίκο «Wiener Verlag» το μυθιστόρημα «Die Verwirrungen des jungen Törleß». Η επικρατέστερη απόδοση στα ελληνικά είναι «Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες»  Του  Ν. Σκοπλάκη
          
Ωστόσο, η γερμανική λέξη «Zögling» αποκαθιστά ένα έμψυχο υπόλοιπο, αφού δηλώνει όχι μόνο τον οικότροφο και τον τρόφιμο, αλλά και τον μαθητή. Ο Ταίρλες συγκροτείται σαν μια προσωποπαγιωμένη μαθητεία, οι διαστάσεις και οι άλλες εκδοχές της οποίας διαποτίζουν όλο το αφηγηματικό υλικό: χαρακτήρες, πράγματα και καταστάσεις. Αυτές είναι οι αναστατώσεις που μορφοποιούνται ως κράμα παροξυσμού και νηφαλιότητας σε μια συσχετιστική λειτουργία, καθιστώντας το μυθιστόρημα ίσως το προορατικότερο για τον ευρωπαϊκό 20ο αιώνα. Η λογοτεχνική αποτύπωση της αμφιθυμικής σχέσης ανάμεσα στο κοινωνικό και το ψυχικό στη στρατηγική καθυπόταξης των υποκειμένων από την εξουσία το έχει ήδη καταστήσει επίκαιρο και στον 21ο αιώνα.

Ι. Ο χρονότοπος του Ταίρλες:
 Σημαίνοντες στην ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου δεν είναι τόσο οι προσδιορισμοί του περιεχομένου όσο οι διαδικασίες του προσδιορισμού τους. Το λογοτεχνικά αισθητό τοπίο (αστικό, της υπαίθρου ή μίξεις και υποδιαιρέσεις τους) διαβάζεται ως διανοητικό τοπίο της συνείδησης ενός λογοτεχνικού χαρακτήρα, ο οποίος μορφοποιείται και σε μια συνάρτηση που αναδεικνύει η λογοτεχνική θεωρία: χαρακτήρας = «cityscape» = «inscape». Συνάρτηση του «σημασιοδοτημένου χώρου» στη λογοτεχνία. Η λειτουργία αυτής της διαδικασίας προσδιορισμού βασίζεται στη μεταβίβαση της γνωσιακής χαρτογράφησης (cognitive mapping) από τον κόσμο που μας περιβάλλει στον μυθοπλαστικό κόσμο, στον χώρο και τον χρόνο του. Ειδικά για τον χώρο, η προοπτική του συνάγεται ως εξελισσόμενη ολοκλήρωση ευρετηριακών και εικονιστικών σημείων στην αφηγηματική του σύλληψη. Οι ασυμμετρικοί, αλλά αδιαχώριστοι προσδιορισμοί χώρου και χρόνου αποτυπώνονται ανάγλυφα στον «χρονότοπο» του Μπαχτίν: «Στον καλλιτεχνικό-λογοτεχνικό χρονότοπο συντήκονται διακριτικά του χώρου και του χρόνου σε ένα πολυσήμαντο και συγκεκριμένο όλο. Ο χρόνος εκεί πυκνώνει, συστέλλεται και γίνεται ορατός με τους τρόπους της τέχνης. Ο χώρος κερδίζει σε ένταση, εμπλέκεται στην κίνηση του χρόνου, του υποκειμένου, της ιστορίας». Ο χώρος, ο χρόνος και οι χαρακτήρες της λογοτεχνίας γίνονται κατάφορτοι με σημασία, όπως και τα σώματα, τα οποία ως επενέργεια και αλληλουχία εκτείνονται σκοπίμως, μέσω της γνωσιακής χαρτογράφησης του πραγματικού, στην αφηγηματική επιφάνεια.


Ο χρονότοπος του δεκαεξάχρονου Ταίρλες αναφέρεται σε συγκεκριμένα ευρετηριακά και εικονιστικά σημεία της Αυστρο-Ουγγαρίας, αλλά και ευρύτερα της Ευρώπης, από το 1870 μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα: όταν οι κυρίαρχες τάξεις απομόνωναν τους γόνους τους σε εκπαιδευτικά κάτεργα, πειθαρχικά ιδρύματα, ώστε να τους απομακρύνουν από την κοινωνική, πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της εποχής τους, από τις ζωντανές αντιθέσεις και τις ανατρεπτικές πρωτοπορίες, οι οποίες ως (σύμφωνα με τον Μούζιλ) «δελεαστικά πρότυπα» μπορούσαν να περιπλέξουν τις ψυχο-κοινωνικές προϋποθέσεις στην αναπαραγωγή του κυρίαρχου. Κυρίαρχες τάξεις είναι το παραπληρωματικό σύνθεμα από κατάλοιπα της αριστοκρατίας, μεγαλοαστικά και ανερχόμενα μεσαία στρώματα, όπως τα περιγράφει στην κλασική του μονογραφία ο ιστορικός Άρνο Μάγιερ [1]: Ιεροποιώντας τον χωρίς κανόνες ανταγωνισμό στην οικονομία της αγοράς, αναγνωρίζονται σε έναν πεσιμιστικό και άκαμπτο συντηρητισμό, στην αντιδιαφωτιστική αντίδραση. Η ανασυγκρότηση των συντηρητικών δυνάμεων μέσα στον κοινωνικό δαρβινισμό και τις ιδεολογικές επιρροές από το ancien régime αποσκοπούσε στην παρεμπόδιση περισσότερων δημοκρατικών και κοινωνικών αλλαγών, όπως και στην αποδόμηση ορισμένων από όσες είχαν συντελεστεί στο πρόσφατο παρελθόν. Η έννοια του πολέμου, σε όλες τις διαστάσεις της, γινόταν μυστικιστικό αντικείμενο λατρείας των ελίτ εναντίον των κυριαρχούμενων τάξεων και διευκόλυνε την κοινωνική κυριαρχία μετατρέποντας τον κοινωνικό ανταγωνισμό σε εθνικό. Μέσα σε μια βαριά ατμόσφαιρα κοινωνικού δαρβινισμού και αντιδιαφωτιστικών επιρροών, ο πόλεμος επικρατούσε ως πανάκεια και ένα από τα ορατά σύμβολά του ήταν οι σχολές αξιωματικών για τις ελίτ: τις καθιερωμένες και τις επίδοξες [2].

Ο γόνος της εύπορης μεσαίας τάξης Ταίρλες συναντά με διπλό βλέμμα («με τα μάτια της νόησης και με τα μάτια του συναισθήματος»), σε μια στρατιωτική σχολή με οικοτροφείο για τις ελίτ, τον Ράϊτινγκ, τον Μπάϊνεμπεργκ και το θύμα τους, Μπαζίνι. «Ένας μικρός σταθμός στη σιδηροδρομική γραμμή που οδηγεί στη Ρωσία». Ένα αποπραγματοποιημένο (όπως στον Κάφκα) τοπίο, το οποίο, όμως, θα μπορούσε να βρίσκεται κάπου στα ανατολικά σύνορα της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας. «Αντικείμενα και άνθρωποι είχαν κάτι αδιάφορο, άψυχο, μηχανικό, σαν να είχαν βγει από τη σκηνή ενός κουκλοθεάτρου». Στο διανοητικό τοπίο της συνείδησής του, ο Ταίρλες μετεωρίζεται ανάμεσα στη μηχανική αδιαφορία και τα συναισθήματα που προκαλούν οι εμπειρίες στις οποίες παρασύρεται: εμπειρίες από το οπλοστάσιο της βαρβαρότητας και εμπειρίες αναστοχασμού με αφετηρία την καθυπόταξη. Στον χρονότοπο του Ταίρλες αναδεικνύονται οι αιτιώδεις συνάφειες των αναστατώσεών του με την κοινωνία και τους θεσμούς της, όπως έχει εύστοχα τονίσει ο κριτικός Ούβε Μπάουερ.


ΙΙ. Οι αναστατώσεις της ταυτότητας: Εξίσου εύστοχα, η Ρενάτε Σρέντερ-Βέρλε υπενθυμίζει ότι η ψυχοδιανοητική ανάπτυξη του δεκαεξάχρονου Ταίρλες ως επίκεντρο του μυθιστορήματος είναι μια πανουργία της αφήγησης. Το μυθιστόρημα του Μούζιλ διατηρεί επιφανειακή μόνο σχέση με τα σύγχρονα (ή περίπου σύγχρονά του) μυθιστορήματα εφηβείας, ενώ υποσκάπτει όλα τα στοιχεία του «Bildungsroman» («μυθιστορήματος μαθητείας») που χρησιμοποιεί: Εδώ, δεν αναδύεται στο τέλος κάποια πλήρωση, κάποια λύση ή μια καινούργια μορφή ύπαρξης για τον χαρακτήρα, αλλά μια φυγή. Στο τέλος, με προοπτική που ανήκει στον Ταίρλες και όχι στον συγγραφικό αφηγητή, διαβάζουμε: «Ξέρω: τα πράγματα είναι τα πράγματα και μάλλον θα μείνουν για πάντα έτσι. Και εγώ θα τα ατενίζω πότε έτσι και πότε αλλιώς». Σύμφωνα με τον Ντίτμαρ Γκόλντσνιγκ, η επικίνδυνη διανοητική απάθεια του Ταίρλες απέναντι στην πρακτική των εμπειριών καθυπόταξης καταδεικνύει την αντιπολιτική στάση μιας κοινωνικής τάξης από την οποία προέρχεται. Μέσα στο διανοητικό τοπίο της συνείδησης του Ταίρλες, αναγνωρίζουμε το στρατιωτικό οικοτροφείο και τον περίγυρό του ως απείκασμα μιας ιστορικά προσδιορισμένης κοινωνίας, μαζί με την αντινομία του «εσωτερικού» και του «εξωτερικού» κόσμου που αποπραγματοποιεί το κοινωνικό τοπίο. Η διάσταση ανάμεσα στο λεκτό και το μη-λεκτό είτε κάνει τις λέξεις να μην ανταποκρίνονται στις προσδοκίες είτε αποδίδει σ’ αυτές μαγικές ιδιότητες. Έτσι, για τον Ταίρλες οι λέξεις είναι «τυχαίες διαφυγές για το αισθητό», ενώ η γλώσσα αποδίδεται ως μία διαδοχή από αστοχίες, όπως παρατηρεί ο Κλαούντιο Μάγκρις.

Η μαθητεία απαιτεί από τους μαθητές αποκλειστικά πράξεις αναπαραγωγής και προσαρμογής σε μια κυρίαρχη κανονικότητα, παρά τις εξωτερικές διακηρύξεις των αξιών της παιδείας. Η ισοπέδωση και η καταπίεση της υποκειμενικότητας και της επιθυμίας συγκροτούν τη μαθητεία ως εθισμό στην ετερονομία. Η μακιαβελική εξουσιολαγνία του Ράϊτινγκ και ο σαδιστικός ανορθολογισμός του Μπάϊνεμπεργκ μορφοποιούνται και εμπλέκονται με τις σχέσεις εξουσίας που ρυθμίζει και αναπαράγει η συγκεκριμένη μαθητεία: από την καταστροφή του αυτοκαθορισμού αναδύεται ο ατομικισμός του πολέμου ως πανάκεια. Φαινομενικά, ο Ράϊτινγκ και ο Μπάϊνεμπεργκ αντιτίθενται στην ιεραρχική διαστρωμάτωση της μαθητείας με το να στιγματίζουν, να εκμεταλλεύονται και να βασανίζουν τον Μπαζίνι. Στην πραγματικότητα, έρχονται στη θέση του ισχυρότερου και εφαρμόζουν το αξίωμα της εκπαίδευσής τους: μετατρέπουν τον Μπαζίνι σε αντικείμενο, καταστέλλουν τον αυτοκαθορισμό του, τη δυνατότητα αυτοτελούς ύπαρξής του. Η άσκηση στη βαρβαρότητα ενοποιεί, περιχαρακώνει, θεμελιώνει την αυταρχική περίκλειστη ταυτότητα και εγγυάται την αναπαραγωγή των ιεραρχικών της διαστρωματώσεων. Ο συγκλονισμός των δασκάλων με την αποκάλυψη αυτής της παραβατικότητας είναι η αναγκαία ρύθμιση της υποκρισίας, μέχρι να αποκατασταθούν οι ισορροπίες του μη-λεκτού ως επιβράβευση του Ράϊτινγκ και του Μπάϊνεμπεργκ.

Όπως έχει επισημάνει ο Ζαν-Πιέρ Κομετί, ο Μπαζίνι στιγματίζεται ως «τέρας», διότι η υπό συγκρότηση ταυτότητα των διωκτών του αισθάνεται απειλημένη από την «πλαστικότητά» του, την ενδεχομενικότητά του. Ο Μπαζίνι αντιπροσωπεύει μια εμβάθυνση, ένα ριζοσπαστικό τράνταγμα, σαν κομβικότητα στην οντολογία της λίμπιντο. Είναι ικανός να προσανατολίζει την επιθυμία του στον Ράϊτινγκ και στον Ταίρλες και να αποστρέφεται τον Μπάϊνεμπεργκ. Αντιθέτως, ο Ράϊτινγκ όσο διατηρεί ερωτικές σχέσεις με τον Μπαζίνι «δεν είναι ερωτευμένος», αλλά «τον διασκεδάζει, το πολύ να τον δελεάζει αισθητηριακά» (βλ. 5ο κεφάλαιο). Άλλωστε, τόσο το πεδίο της ετεροφυλόφιλης όσο και της ομοφυλόφιλης επιθυμίας δεν διαχωρίζονται, αλλά αποικίζονται από την ίδια εξουσία, η οποία στον δημόσιο χώρο καταδίδει και ιατρικοποιεί το πεδίο της ομοφυλόφιλης επιθυμίας. Τόσο η εκδιδόμενη Μποζένα όσο και ο Μπαζίνι γίνονται επανεδαφοποιήσεις μιας ενέργειας διαχειρίσιμης από την κυρίαρχη τάξη σαν ανάχωμα που την στηρίζει, αντί να ανοίγει νέες διεξόδους [3].     

Στο επόμενο στάδιο, η ταυτότητα ανατάσσει τη δια-σκέδασή της με τον στιγματισμό και την τιμωρία του Μπαζίνι. Με τις μαγικές αστοχίες των λέξεων, ο Μπαζίνι γίνεται αρπακτικός, αναξιοπρεπής παλιάνθρωπος, ο οποίος αντέταξε στις πιο καλοπροαίρετες απόπειρες βελτίωσής του καινούργια ανοσιουργήματα. «Η ποινή του θα δράσει καθαρτήρια. Το να είσαι απλώς άνθρωπος δεν σημαίνει τίποτα», είναι η ετυμηγορία. Η κάθαρση της ταυτότητας από την απειλή του μη ανατάξιμου Άλλου πρέπει να διεξάγεται διαρκώς, συλλογικά και αδυσώπητα. Ο πολεμικός ανορθολογισμός του Μπάϊνεμπεργκ επιμετρά στην «ανάξια ζωή» τις «εγκληματικές πράξεις» της με το μεροληπτικό φίλτρο της ερώτησης: «δεν ντρέπεσαι, λοιπόν, καθόλου;». Ο Γκύντερ Μπάϊν εντοπίζει στην «αξιακή κλίμακα που κατασκευάζεται [...] τις τροπές της “ανάξιας ζωής”, οι οποίες γίνονται συνήθεις μετά το 1933». Ο ίδιος ο Μούζιλ συνειδητοποιεί το 1937 «τη σχέση με την πολιτική», τη σχέση του Ράϊτινγκ και του Μπάϊνεμπεργκ με τον φασισμό στο μυθιστόρημά του: «οι σημερινοί δικτάτορες εν σπέρματι. Επίσης, η αντίληψη της “μάζας” σαν πλάσμα προς εξαναγκασμό» [4].

ΙΙΙ. Οι μεταμορφώσεις του Ταίρλες-«now you see him, now you don’t!»: Αν, όμως, ο Ράϊτινγκ και ο Μπάϊνεμπεργκ είναι δικτάτορες εν σπέρματι, τι είναι ο Ταίρλες; Ο Ταίρλες απορρίπτει τον ανορθολογισμό και τον πόλεμο ως πανάκεια, αλλά δρα συμπληρωματικά προς αυτά, με την ενέργεια μιας ορθολογικότητας κλεισμένης στον εαυτό της, η οποία διαφαίνεται στους τροπισμούς του άγχους και της αμφιθυμίας. Μετεωρίζεται ανάμεσα στον ερεθισμό και στην αδιαφορία, ξένη προς την ερμηνεία των αντιθέσεων: «δεν γνωρίζω πια αινίγματα: τα πράγματα συμβαίνουν, να η μοναδική σοφία». Αντιπαρατίθενται εντός του «τα δύο μισά της ζωής», αλλά η ψυχική κρίση επί του εαυτού συγκαλύπτεται με τον λεπτό φλοιό μιας ιστορικά προσδιορισμένης αστικής αυτεπίγνωσης, ώστε «να δώσει την προσοχή του, ελεύθερος από κάθε δυσφορία, στα βήματα που θα τον έκαναν να προοδεύσει». Το κοινό έδαφος με τους εν σπέρματι δικτάτορες είναι η συνείδηση σαν τεχνική και μέσο της αυτομέθεξης: όπως μέσα από ένα κενό, ξεπηδά η διαρκής επαναληπτικότητα της πράξης. Ο Ράϊτινγκ και ο Μπάϊνεμπεργκ αναζητούν την επιβεβαίωσή της στον εξουσιαστικό καταναγκασμό. Στην περίπτωση του Ταίρλες, η συμπληρωματικότητα στη φρίκη για τη γνωσιοθεωρητική και κοινωνική του προαγωγή γίνεται ο δικός του εθισμός στην ετερονομία της μαθητείας του.

Είναι ρητή η έλξη του για τον Μπαζίνι («δεν μπορούσε να αποφύγει τη δύναμη αυτής της ομορφιάς»), αλλά ταυτοχρόνως η εσωτερική κραυγή «δεν είμαι εγώ! δεν είμαι εγώ! Αύριο θα ξαναγίνω ο εαυτός μου, αύριο!», εκφράζει τα ερείσματα νομιμοποίησης των εν σπέρματι δικτατόρων, αλλά και τις αξιώσεις του για την κυρίαρχη κανονικότητα. Με τον έλεγχο του γυναικείου σώματος (της Μποζένα), τον ερεθισμό διαδέχεται η αδιαφορία. Οι παλινωδίες του απέναντι στον Μπαζίνι και ο φόβος απέναντι στους Ράϊτινγκ και Μπάϊνεμπεργκ αίρονται στην καθαρτήρια κανονικότητα με την παρατηρητικότητα του αισθητή και τη συμμετοχή του στην «τιμωρία». Όταν οι παραχωρήσεις του απέναντι στη βαρβαρότητα σταματούν από τη λύση της υπόθεσης, ο κόσμος στον οποίο προπαρασκευάζεται να εισέλθει είναι το αισθητικό αντισχέδιο στην πραγματικότητα, το ρηγματωμένο διανοητικό πεδίο της συνείδησής του. Αυτό δεν τον κατατάσσει λιγότερο στους φιλοσοφούντες δήμιους: «ήθελε να ξεφορτωθεί έτσι τις παλιές του αποσκευές [...] αυτή η αδυναμία να βρίσκουμε τις λέξεις είχε γούστο». Ο «φανταστικός αριθμός i» της εξουσίας, η βιοπολιτική της, συστηματοποιεί τις μεταμορφώσεις του, σαν άλλη χροιά των λόγων του Ντ’ Αλαμπαίρ υπό τις μεταπτώσεις της αστικής συνείδησης: «Προχωρείστε μπροστά και η πίστη θα σας έρθει». Ο Ζαν Αμερύ, ανταποκρινόμενος σε πρόσκληση του Πέτερ Χαίρτλινγκ το 1971 [5], είδε τον Ταίρλες να γράφει άρθρα για τον Γκαίμπελς κι έπειτα να εισέρχεται αθόρυβα στην μεταπολεμική αυστριακή κοινωνία. Ποιός ξέρει;

_____________

Σημειώσεις

[1]  Αrno Mayer, The Persistence of the Old Regime. Europe to the Great War, εκδ. Verso, Λονδίνο, 1981. 
[2] Βλ. αναλυτικά για τις παραμέτρους που τέθηκαν, Αrno Mayer, ο.π., σελ. 284, 290, 306-307.
[3] Βλ. αναλυτικά γι’ αυτή τη διεργασία στο: Klaus Theweleit,Männerphantasien, τόμος 2, Μόναχο-Ζυρίχη, 2000, σελ. 317-319.
[4] Βλ. Robert Musil, Tagebücher, τόμος α’, εκδ. Rowohlt, σελ. 914.
[5] Βλ. στο Peter Härtling (επιμ.), Leporello fällt aus der Rolle, εκδ. Fischer, Φρανκφούρτη, 1971, σελ. 185-197.

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

η εγκε-φαλλική γυναίκα

Η φαλλική γυναίκα είναι ένα απόκοσμο πλάσμα που ταυτόχρονα είναι  και έχει και τα δυο φύλα, που είναι και έχει το φαντασιακό φαλλό και τη δύναμη που αυτός υπαινίσσεται. Πρόκειται για  μια καρικατούρα φύλου μέσα από την κατοχή και ταυτότητα που τελικά ούτε έχει ούτε είναι. Δεν κατορθώνει να είναι ούτε ετεροφυλόφιλη, ούτε ομοφυλόφιλη, ούτε καν ερμαφρόδιτη. Γι’ αυτό παραμένει απροσπέλαστη, βίαιη, ασύνδετη και εξωπραγματική.
Κάποιες γυναίκες υιοθετούν μια φαλλική συμπεριφορά. Η έλλειψη του πέους στην περίπτωσή τους αναπληρώνεται με την φαντασία κατοχής του φαλλού δηλαδή της ισχύος, και η διαφορά των φύλων δεν αναγνωρίζεται αλλά διαψεύδεται. Η αγάπη σε αυτή την πρώιμη αδιαφοροποίητη κατάσταση δεν ξεχωρίζει από το μίσος καθώς οι ορμές παραμένουν συγχωνευμένες και αρχαϊκές, όπως συγχωνευμένα είναι τα δύο φύλα σε αυτή την πρώιμη φάση.
Η τυπολατρία της αγάπης και του δικαίου, είναι ουσιαστικά η αγάπη  της τυπολατρίας που διαπνέεται και διακινείται από τον υποκείμενο φθόνο. Ο ορθός λόγος, η ορθολογιστική πρακτική είναι υποκατάστατες μορφές στύσης. Ακριβώς επειδή η στύση αυτή είναι φαντασιακή, δεν ικανοποιείται ποτέ, είναι αστείρευτη, ασταμάτητη, αχαλίνωτη, διαρκής και επαναληπτική. Έχει τα χαρακτηριστικά του αδιάκοπου ανταγωνισμού και καθόλου της ικανοποίησης η οποία φυσιολογικά έχει αρχή και τέλος. Συγχρόνως, επικρατεί μια ψευδαισθητική κατάσταση πληρότητας, προκλητικής αυτάρκειας και απουσίας αναγκών. Θεσμοί , ιδιότητες, ρόλοι καθίστανται τροφοδότες της φαντασιακής στύσης και για αυτό το λόγο ενώ η φαλλική γυναίκα επιχειρεί να μιλήσει δήθεν θεσμικά γίνεται αντιληπτό πως οι θεσμοί είναι το μέσο και όχι ο σκοπός. Οι θεσμικές ιδιότητες, της μητέρας ή οποιεσδήποτε άλλες, καταχρώνται σε μία άκρως επιθετική και διχαστική χρήση στην υπηρεσία της ικανοποίησης των εσωτερικών αναγκών.

Η φαλλική γυναίκα είναι μια παρωδία θωρακισμένης πάνοπλης «Αθηνάς» , μιας κόρης μόνον του πατέρα, ενός πατέρα «Δία» από το κεφάλι και τον εγκέφαλο του οποίου προήλθε και τον οποίο εξιδανικευμένα πρεσβεύει και διαιωνίζει. Ο λόγος είναι το αιχμηρό δόρυ με το οποίο εκδηλώνεται η ανάγκη για ισχύ. Είναι ένας λόγος που δομείται όχι από τη γλώσσα αλλά από τα δόντια. Η ψευδαισθητική συνθήκη της κατοχής του εγκεφαλικού φαλλού οδηγεί την γυναίκα στην υιοθέτηση μιας σαδομαζοχιστικής ανταγωνιστικότητας με τους άλλους, άνδρες και γυναίκες αδιακρίτως, μέχρι την εξόντωσή τους σε ακραίες περιπτώσεις. Η επιβολή της φαντασιακής ισχύος καθίσταται ένας καταναγκαστικός φασισμός.  
Ας μην ξεχνάμε βέβαια ότι η φαλλική γυναίκα είναι στην ουσία μια ευνουχισμένη γυναίκα και τίποτα παραπάνω. Ο ευνουχισμός άλλωστε κρύβεται πίσω από κάθε μορφή φασισμού. 

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

Tοξικοί άνθρωποι

Στο σύμπαν των ανθρώπινων σχέσεων τα άτομα που βρίσκονται γύρω μας μπορούν τα λειτουργήσουν με δύο τρόπους: είτε ως «ήλιος» είτε ως «μαύρη τρύπα». Η πρώτη κατηγορία είναι οι άνθρωποι που ασκούν απόλυτα ευεργετική επίδραση επάνω μας. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν εκείνα τα άτομα που όπου και αν πηγαίνουν «ρουφάνε» από τους γύρω τους την καλή ενέργεια, την αισιοδοξία και την αυτοεκτίμηση. Είναι οι λεγόμενοι τοξικοί άνθρωποι και βρίσκονται παντού ανάμεσά μας.
Είναι εκείνος ο συνάδελφος που μόλις μπεις στο γραφείο, αντί για καλημέρα θα αναστενάξει βαθιά και θα σου πει - πάλι - για το πόσο χάλια είναι η δική του ζωή. Είναι εκείνη η ξαδέρφη που θα σου πει ότι αδυνάτισες, μόνο για να συμπληρώσει ότι σε κάνει να δείχνεις κουρασμένη. Είναι το αφεντικό σου που απορρίπτει κάθε πρωτοβουλία σου με συγκαταβατικό ύφος του στυλ «εγώ ξέρω καλύτερα» ή - ακόμα χειρότερα - με φωνές και μειωτικά επίθετα μπροστά σε όλους. Είναι κάποιος που μόλις του ανακοινώσεις γεμάτος χαρά ότι πήγες σε νέα δουλειά θα αρχίσει να σε ρωτάει για το ωράριο, μόνο και μόνο για να καταλήξει ότι «είσαι ζόρικα» και να νιώσει καλύτερα για τη δική του κατάσταση. Η λίστα είναι πραγματικά ατέλειωτη.
Σε αντίθεση, όμως, με τα τοξικά απόβλητα που έχουν επάνω τους τη χαρακτηριστική επιγραφή με τη νεκροκεφαλή, αυτό το είδος ανθρώπου, δυστυχώς για όλους μας, δεν φέρει καμιά προειδοποίηση επάνω του. Εκεί βρίσκεται η παγίδα: ο τοξικός άνθρωπος δεν είναι κανένας μανιακός που ουρλιάζει. Ο τοξικός άνθρωπος είναι πολύ χειρότερος, είναι ύπουλος, μοιάζει αθώος και πάντα είναι εκείνος που μπορεί να έχει κερδίσει τη συμπάθεια όλων επειδή είναι «ο καημένος που του πάνε όλα στραβά.»
Θέλει μαεστρία για να τους ξετρυπώσεις, αλλά μετά από μερικές επαφές με το «είδος» γίνεται ευκολότερο. Αρχικά, ένας τοξικός άνθρωπος δεν δίνει δεκάρα για σένα. Μπορεί να σου μιλάει ώρες ατέλειωτες για τη δουλειά του, την οικογένειά του και τα όσα έκανε από το πρωί μέχρι το βράδυ, αλλά δεν θα ρωτήσει ποτέ, μα ποτέ για σένα. Συνήθως δεν σου δίνει καν την ευκαιρία να μιλήσεις, αλλά μόλις τολμήσεις να αναφέρεις κάτι, τότε αμέσως θα θυμηθεί κάτι που ο ίδιος έκανε σχετικά με αυτό.
Και ως φυσικό επακόλουθο, ένα άτομο που αρχίζει όλες τις φράσεις του με «εγώ» είναι αναμενόμενο να πιστεύει ότι τα γνωρίζει και όλα. Για τον τοξικό άνθρωπο, τίποτα και κανείς δεν είναι ανώτερος ή εξυπνότερος από αυτά που λέει και κάνει. Μην τους βλέπεις έτσι, χαμογελαστούς, καλούς με τους τριγύρω και πάντα πρόθυμους να βοηθήσουν. Για αυτόν είστε πολύ απλά κατώτεροι και τίποτα δεν ξεπερνά το πόσο ευχαριστημένος είναι με τον εαυτό του. Όπως είπαμε και πιο πάνω, αυτές τις «ανθρώπινες μαύρες τρύπες» δεν τις πιάνει εύκολα το ραντάρ μας. Οι τοξικοί άνθρωποι μπορεί να είναι τρομερά σαγηνευτικοί, αλλά έχουν κακό σκοπό: θέλουν όλα αυτά που μπορούν να «ρουφήξουν» από τους γύρω τους.
Για να το καταφέρουν, πρέπει να πάντα να βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής. Και αυτό είναι το μεγάλο τους κόλπο, με όνομα «Drama Queen». Γνωρίζουν ότι με το να εκφράσουν ανοιχτά αυτό που νιώθουν, ότι είναι δηλαδή καλύτεροι από όλους, το μόνο που θα καταφέρουν είναι να απομονωθούν, οι τοξικοί άνθρωποι επιλέγουν πολύ απλά τον ρόλο του «αιώνιου θύματος».
Τα πάντα στη ζωή ενός τοξικού ανθρώπου είναι δράμα και για ό,τι στραβό του συμβαίνει - και ως εκ θαύματος όλα τα στραβά πηγαίνουν σε αυτόν - φταίνε πάντα οι άλλοι. Θέλει όλοι να ακούν ενώ κλαίγεται και στο τέλος θα δεχτεί με μοναδική χαρά - που θα κρύψει επιμελώς - τα βλέμματα συμπόνοιας από όλους.
Μην αφήσετε όμως αυτό να σας ξεγελάσει. Όπως το οξύ που απλά χαράσσει το δρόμο του διαβρώνοντας τα πάντα στην πορεία, οι τοξικοί άνθρωποι θα επιστρέψουν σπίτι τους ικανοποιημένοι και εμείς οι υπόλοιποι νιώθοντας μίζεροι. Οι «μαύρες τρύπες» δεν φέρνουν τίποτα καλό στη ζωή μας, παρά μόνο την απομυζούν. Ποτέ ένας καλός λόγος δεν θα βγει από το στόμα ενός τοξικού ανθρώπου. Και αν βγει, θα είναι απλώς μια συγκαλυμμένη προσβολή. Μην πιστέψετε ούτε λεπτό ότι πρόκειται για αδιαφορία, αντιθέτως βλέπουν και ξέρουν τα πάντα, νιώθουν μόνο φθόνο, και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσουν εκεί που πονάει.
Το ίδιο κάνουν με όλους. Πώς θα το καταλάβετε; Είναι εκείνο το άτομο που πάντα έχει μια ιστορία να σας πει για κάποιον πίσω από την πλάτη του και φυσικά δεν πρόκειται ποτέ για κάτι καλό. Αν υπήρχε «Βραβείο Χρυσό Φτυάρι», τότε θα ήταν δικαιωματικά δικό του. Πολύ συχνά μάλιστα, τα μισά από όσα λέει είναι ψέμματα. Επειδή ναι, κάτι ακόμα που ξέχασα να σας πω, είναι ότι οι τοξικοί άνθρωποι είναι και εξαιρετικοί ψεύτες.
Απόλυτη δικαίωση για αυτούς είναι να σας δουν να χάνετε σιγά σιγά την αυτοεκτίμηση σας, όπως ένα σαράκι που τρώει το πόδι μιας καρέκλας. Στον χώρο που αναπνέει ένας τοξικός άνθρωπος δεν υπάρχει οξυγόνο για τους άλλους.
Αν τους έχετε στη δουλειά θα χαρούν να σας δουν να αποκτάτε προβλήματα με όσα σας έχουν αναθέσει - και φυσικά θα βάλουν το χεράκι τους για να συμβεί. Αν τους καλέσετε σπίτι σας θα περάσετε από εξονυχιστικό έλεγχο για το φαγητό, τη διακόσμηση και το αν σας βοήθησε ο σύντροφος σας ή όχι. Αν τους έχετε στην παρέα σας θα σας τρελάνουν στη γκρίνια καταστρέφοντας όποιο κέφι και αν είχατε. Αν τους έχετε στο σόι σας θα ρωτήσουν με πονεμένο ύφος αν είστε καλά, επειδή τους φαίνεστε «κάπως» - και κατά ένα περίεργο τρόπο αυτό γίνεται πάντα σε μέρες που νιώθετε υπέροχα.
Το να δέχεσαι την παρουσία ενός τέτοιου ανθρώπου στη ζωή σου είναι σαν να καταπίνεις λίγες σταγόνες δηλητήριο κάθε μέρα. Αργά αλλά σταθερά θα σε εξοντώσει. Συνήθως βέβαια πρόκειται για άτομα που δεν είναι εύκολο να βγουν τελείως από τη ζωή σας, επομένως το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να μειώσετε στο ελάχιστο την έκθεση στην τοξικότητά τους.
Όταν γκρινιάζουν, απλά βρείτε μια δικαιολογία για να φύγετε. Αν αρχίζουν να λένε άσχημα πράγματα για κάποιον, μην δώσετε τροφή για συνέχεια και πάνω απ' όλα μην αρχίσετε να κάνετε και εσείς το ίδιο. Ό,τι και αν πείτε θα χρησιμοποιηθεί σίγουρα εναντίον σας. Μην μοιράζεστε τίποτα προσωπικό μαζί τους, είτε καλό είτε κακό. Επικεντρωθείτε σε όλα τα όμορφα που συμβαίνουν στη ζωή σας και επιλέξτε να έχετε δίπλα σας τα άτομα που σας εκτιμούν και χαίρονται με τις χαρές σας. Τέλος, μην ενδίδετε στον πειρασμό να πέσετε στο επίπεδο τους και να γίνετε και οι ίδιοι τοξικοί. Μπορείτε να θέσετε τα όριά σας και να τους δείξετε ότι δεν θα τους ανεχθείτε άλλο, αλλά πάντα με ηρεμία και επιχειρήματα. Για τους τοξικούς ανθρώπους είναι η απόλυτη ικανοποίηση να σας δουν να χάνετε την ψυχραιμία σας. «Σκοτώστε τους με καλοσύνη» και πείτε όχι στα τοξικά απόβλητα.

Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Τόμας Μαν - Δόκτωρ Φάουστους, Το μαγικό βουνό

Δόκτωρ Φάουστους - Της Τιτίκας Δημητρούλια
Μτφρ. Θ. Παρασκευόπουλος.
Επίμετρο: Θανάσης Χατζόπουλος - Ολυ Ψυχοπαίδη. Εκδ. Πόλις
«Είναι ένας από τους ελάχιστους συγχρόνους μας, τον οποίο μπορούμε να θαυμάζουμε ανεπιφύλακτα. Το έργο του είναι αψεγάδιαστο, το ίδιο και η ζωή του», έλεγε το 1937 για τον Τόμας Μαν ο Αντρέ Ζιντ, επιδαψιλεύοντας επαίνους στη συνεπή αντιναζιστική στάση του Μαν, που προείδε τη ναζιστική λαίλαπα πολύ πριν αυτή ξεσπάσει στην Ευρώπη, αλλά και στο αδιαμφισβήτητο συγγραφικό ταλέντο του. Το πολυσύνθετο έργο του σφράγισε τον 20ο αιώνα. Στην Ελλάδα, άρχισε να μεταφράζεται σποραδικά αμέσως μετά τον θάνατό του, ουσιαστικά όμως έγινε γνωστό με τη μεταπολίτευση. Ωστόσο, μόλις την τελευταία δεκαετία οι μεταφραστικές απόπειρες προσεγγίζουν με σύγχρονη ματιά το πραγματικά δύσκολο αυτό έργο. Σ' αυτές εντάσσεται και ο ανά χείρας Δόκτωρ Φάουστους, το κύκνειο άσμα του Μαν ως συγγραφέα και διανοούμενου.
Ο Τόμας Μαν ήταν ο μικρότερος αδελφός του σημαντικού προοδευτικού συγγραφέα Χάινριχ Μαν και ήρθε σε ρήξη μαζί του στη νεότητά του όταν ασπάστηκε απολιτικές ώς βαθιά συντηρητικές ιδέες και υπήρξε πατέρας δύο συγγραφέων, του αυτόχειρα Κλάους και της Ερικα Μαν. Βρέθηκε από νωρίς στο επίκεντρο αυτής της συγγραφικής οικογένειας η οποία, στις κρίσιμες δεκαετίες του 1930 - 1940, θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη της «άλλης Γερμανίας», του Γκαίτε και του Σίλερ, του Μπετόβεν και του Σούμαν, ενάντια στη Γερμανία του Γκέμπελς και του Χίμλερ. Χωρίς ποτέ να προσχωρήσει σε ριζοσπαστικές πολιτικές θέσεις, ο Τόμας Μαν διαβλέπει από το 1922 κιόλας τη λαίλαπα που ναζισμού που ετοιμάζεται να ξεσπάσει στην Ευρώπη και στρατεύεται ενεργά εναντίον του. Το 1933, μαζί με μείζονες ομοτέχνους του, τον A. Ντέμπλιν, τη Ρ. Χουχ, τον Γ. Κάιζερ, τη Ρ. Σίκελε, τον Φ. φον Ούνρου, τον Γ. Βάσερμαν, τον Φ. Βέρφελ, παραιτείται από την Ακαδημία Ποίησης, καταγγέλλει την ταπεινωτική χιτλερική διάκριση μεταξύ δαφνοστεφούς ποιητή και ταπεινού γραφιά-συγγραφέα και σε λίγο αυτοεξορίζεται για το υπόλοιπο της ζωής του.
Διαποτισμένος από τον γερμανικό ρομαντισμό και βαθιά επηρεασμένος στα πρώτα του βήματα από τον Νίτσε και τον Σοπενχάουερ, προσεκτικός παρατηρητής της πορείας του φροϋδισμού και μαγεμένος από τον Βάγκνερ, ο Τόμας Μαν θα ξεκινήσει ως νατουραλιστής, για να περάσει πολύ γρήγορα σε έναν ιδιότυπο, κριτικό ρεαλισμό, τα κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι η αποστασιοποίηση και το υποδόριο χιούμορ. Εξίσου νωρίς εκδηλώθηκε η υπόγεια αλλά έντονη σύγκρουσή του με τη γερμανική κοινωνία. Οι συμπατριώτες του δεν του συγχώρησαν την οξεία αίσθηση της ιστορικής και πολιτιστικής συνέχειας που διέθετε, χάρη στην οποία διέβλεψε «τα προεόρτια του πνευματικού φασισμού» (Albrecht Betz), καταγγέλλοντας τους ναζιστές ότι υπεξαιρούν τη «γερμανικότητα» από τους νόμιμους κληρονόμους της.
Οι σχέσεις του ατόμου με την κοινωνία
Στα έργα του Μαν, η ζωή είναι ένα κάτοπτρο πολλαπλών και επανερχόμενων αρχετυπικών σχημάτων, μια διαρκής μεταμόρφωση, σύμφωνα με την αντίληψη του προτύπου του, του Γκαίτε. Στο επίκεντρο του έργου του, από τους Μπούντεμπρουκς, τον Τόνιο Κρέγκερ, τον Θάνατο στη Βενετία ώς το Μαγικό Βουνό και τον Δόκτορα Φάουστους, βρίσκονται οι σχέσεις του ατόμου με την κοινωνία και ειδικότερα η σύγκρουση του καλλιτέχνη με τις αστικές αξίες. Δημιουργώντας, ο Μαν ζούσε τα κείμενά του, η γέννησή τους τον μεταμόρφωνε. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που ο Δόκτωρ Φάουστους αποτελεί το επιστέγασμα του έργου του, έναν συνολικό απολογισμό της πορείας του, μια περίπλοκη αυτοβιογραφία, που μας λέει εντέλει πολύ περισσότερα για τον συγγραφέα απ' ό,τι πολλές εμπεριστατωμένες βιογραφίες του.
Καθολικό μυθιστόρημα
Ο Φάουστους είναι μια ιδιόμορφη παραλλαγή στο μεσαιωνικό θέμα του Φάουστ. Ο Αντριαν Λέβερκιν, ένας ταλαντούχος και φιλόδοξος μουσικός, εμπνευστής, υποτίθεται, του δωδεκαφθογγισμού, υπογράφει συμβόλαιο με τον διάβολο, κερδίζοντας 24 χρόνια έμπνευσης και δόξας, και κανένας καλός θεός δεν υπάρχει πια για να τον σώσει. Γραμμένο σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα από τα υπόλοιπα μυθιστορήματά του, ο Φάουστους αποτελεί στην πραγματικότητα το ρέκβιεμ του ανέκαθεν φιλόμουσου Μαν, που κατέφυγε μια τελευταία φορά στη μουσική για να αποχαιρετήσει τη νεότητά του, αλλά και τη χώρα των ονείρων του. Οταν γράφει τον Φάουστους, βρίσκεται στην Αμερική και στηλιτεύει τον χιτλερισμό, έχει γνωρίσει τον εξίσου κατακλυσμένο από τη μουσική Αντόρνο και έχει γοητευτεί από τη σειραϊκή μουσική, τον απασχολεί η όψιμη δημιουργία μειζόνων δημιουργών όπως ο Γκαίτε, ο Μπετόβεν ή ο Μάλερ και ενδιαφέρεται για τη λογική της ωρίμασης της φόρμας, όπως την εκφράζει ο Β. Ράιχ σε σχέση με τον Α. Μπεργκ. Ετσι, το τελευταίο έργο του Μαν θα είναι ένα πραγματικό καθολικό (total) μυθιστόρημα, ένα μουσικό, πολιτικό, φιλοσοφικό μυθιστόρημα, στο οποίο ο συγγραφέας κλείνει τους λογαριασμούς του με τα προηγούμενα έργα του, τα πρότυπά του, τη γερμανική κουλτούρα. Ο Αντριαν Λέβερκιν κλείνει τον κύκλο του Χάνο και του Κρέγκερ, του Ασενμπαχ και του Κάστορπ, όλων των καλλιτεχνών-ηρώων του Μαν, μέσα από τους οποίους ο συγγραφέας διερευνούσε τη σχέση του δημιουργού με την άβυσσο, χαρτογραφούσε την ολισθηρή μεθόριο, όπου ο καλλιτέχνης θέτει εαυτόν εκτός νόμων και κανόνων και, σε αντίθεση με τον τρελό και τον εγκληματία, διασώζεται τελικά από την ιδιοφυΐα του. Παράλληλα, όμως, είναι και μια αλληγορία της Γερμανίας η οποία, όπως ο ίδιος εξηγούσε στο Η Γερμανία και οι Γερμανοί, «από καλή έγινε κακή». Στον Φάουστους, ο Μαν ανιχνεύει τις ρίζες της θεματικής του ναζισμού στη γερμανική πολιτιστική παράδοση και αναδεικνύει τα σκοτεινά σημεία που επέτρεψαν τη διολίσθησή της στη βαρβαρότητα. Αξίζει να αναφέρουμε δε ότι στο κείμενό του Αυτός ο άνθρωπος είναι αδελφός μου, το οποίο αναφέρεται στον Χίτλερ, ο Μαν παρουσιάζει τoν δικτάτορα ως την καρικατούρα μιας ιδιοφυΐας, φτάνοντας πραγματικά στα άκρα τον συλλογισμό του για τη σχέση της μεγαλοφυΐας με την τρέλα -ή τη βαρβαρότητα.
Η γερμανική ενοχή
Ο Δόκτωρ Φάουστους είναι το καλύτερο μυθιστόρημα που έχει γραφτεί ποτέ για τη γερμανική ενοχή. Και η αξία του αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο σήμερα, που με μια παράδοξη αλλά δεξιοτεχνική αντιστροφή, συγγραφείς όπως ο Γκίντερ Γκρας ή ο Γιοργκ Φρίντριχ κι ο Κλάους Ράινερ Ρολ, επιδίδονται σε μια επιλεκτική ανάγνωση της Ιστορίας, θυματοποιώντας άκριτα τους ναζιστές και τον γερμανικό λαό και ανοίγοντας πάλι τον ασκό του Αιόλου και για τη χώρα τους και για την Ευρώπη.
Ο Θ. Παρασκευόπουλος αναμετρήθηκε με το πρωτότυπο επιτυχώς, αντιμετώπισε εύστοχα τις ίδιες στο ύφος του Μαν δυσκολίες και μας χάρισε ένα ρέον και μεστό κείμενο, ενώ τα δύο εμπεριστατωμένα επίμετρα ολοκληρώνουν την εικόνα μας για ένα από τα σπουδαιότερα έργα του 20ού αιώνα.

Το μαγικό βουνό, εκδ. Εξάντας - Tοu Δημήτρη Παλάζη
Το μαγικό βουνό του Τόμας Μαν (1875-1955) είναι ένα μνημειώδες έργο που αποπειράται να φωτίσει βασικές προκλήσεις της ύπαρξης, όπως Θάνατος και ζωή, το μυστήριο του χρόνου, τον έρωτα, μέσα από μια περιπετειώδη διαδικασία που προσομοιάζει με μύηση.
Ο νεαρός μηχανικός Χανς Κάστορπ από το Αμβούργο μεταβαίνει στο διεθνές σανατόριο Μπέργκχοφ της Ελβετίας για να επισκεφτεί τον ξάδερφό του Γιοάχιμ Τσείμσεν. Όμως ένας παρατεταμένος ελαφρύς πυρετός και μια αντίστοιχη ιατρική διαπίστωση οδηγεί τον αυλικό σύμβουλο Μπέρενς, προϊστάμενο γιατρό του ιδρύματος, να του προτείνει μια πιο μακρόχρονη παραμονή. Η παραμονή ανανεώνεται, ώστε η αρχική διάρκεια της επίσκεψης των τριών εβδομάδων να καταλήξει τελικά σε μια επταετή παραμονή.
Ο νεαρός μηχανικός Χανς Κάστορπ από το Αμβούργο μεταβαίνει στο διεθνές σανατόριο Μπέργκχοφ της Ελβετίας για να επισκεφτεί τον ξάδερφό του Γιοάχιμ Τσείμσεν. Όμως ένας παρατεταμένος ελαφρύς πυρετός και μια αντίστοιχη ιατρική διαπίστωση οδηγεί τον αυλικό σύμβουλο Μπέρενς, προϊστάμενο γιατρό του ιδρύματος, να του προτείνει μια πιο μακρόχρονη παραμονή. Η παραμονή ανανεώνεται, ώστε η αρχική διάρκεια της επίσκεψης των τριών εβδομάδων να καταλήξει τελικά σε μια επταετή παραμονή.
Στην πραγματικότητα όμως, ή παράλληλα με τις ιατρικές αιτιάσεις και προτροπές, ο ανοιχτός σε εμπειρίες Χανς Κάστορπ παραμένει γιατί γοητεύεται ή παρασύρεται να γοητευτεί από την ιδιότυπη ατμόσφαιρα του μαγικού βουνού και, με τη διαδοχή των εμπειριών ενός καινούργιου κόσμου, υφίσταται μια συνειδησιακή μετάλλαξη που τον μεταφέρει σε περιπέτειες και «κυβερνητικούς» προβληματισμούς πολλαπλών επιπέδων, αισθησιακών, ηθικών, πνευματικών, που δεν θα είχε τολμήσει καν να ονειρευτεί στα «πεδινά».
Κρίσιμο ρόλο στην παρουσία του στο σανατόριο παίζουν ο μέντοράς του Σεττεμπρίνι, ουμανιστής και ηθικολόγος λογοτέχνης και τέκτων, σε συνδυασμό με τον ρητορικό αντίπαλο του Σεττεμπρίνι, τον Ιησουίτη Νάφτα, καθηγητή των κλασικών γλωσσών και της φιλοσοφίας, καθώς επίσης ο μεγάλος του έρωτας, η Κλάβντια Σωσά και φυσικά ο ξάδερφός του Γιοάχιμ Τσείμσεν.
Πλήθος άλλων ηρώων συμμετέχουν στις συνειδησιακές ανατροπές του νεαρού Κάστορπ: ο αυλικός σύμβουλος Μπέρενς, ο βοηθός Κροκόφσκι και προς το τέλος ο Μυνχέερ Πέπερκορν, άνθρωπος επιβλητικής παρουσίας και προσωπικότητας.
Το σανατόριο εκφράζει μια θανατερή ατμόσφαιρα, που λόγω της ιδιότητάς της διαβρώνει το χαρακτήρα του Κάστορπ, ελκύοντας παράλληλα το ενδιαφέρον του και την περιέργειά του. Μόνο ο μέντοράς του, ο Σεττεμπρίνι, του επισημαίνει ότι οι συνεχείς κατακλίσεις, τα πολυπληθή πλούσια γεύματα και η αποκοπή από το σύνηθες περιβάλλον στα «πεδινά» δεν είναι ό,τι καλύτερο για τον νεαρό μηχανικό.
Το στοιχείο του χρόνου αντιμετωπίζεται με δυο τρόπους στο μυθιστόρημα. Κατ’ αρχάς με την ιστορική έννοια, τοποθετώντας το ιστορικά. Εκεί όμως που εστιάζεται κυρίως ο συγγραφέας και μας δίνει εκπληκτικές στοχαστικές σελίδες είναι το είδος του χρόνου που βιώνει στο σανατόριο ο ήρωάς του. Ο χρόνος απεκδύεται το συνηθισμένο του ένδυμα, τις ανθρώπινες βάσεις του στην επανάληψη, στην κυκλικότητα, στην κίνηση και προσομοιάζει περισσότερο ως εμπειρία στο όριο της απώλειας της αίσθησής του, στην αχρονικότητα. Ο ίδιος ο ήρωας, επιζητώντας κάθε φορά να δίνει μια διαρκή ολοκληρωμένη παρουσία στον κόσμο των ιδεών του, καθιστά κάθε χρονική στιγμή ένα ανανεούμενο παρών.
Οι χαρακτήρες του έργου, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Χανς Κάστορπ εμφανίζονται να υπερβαίνουν εαυτούς, δηλαδή λειτουργούν και ως εκπρόσωποι από κόσμους, φυλές, πνευματικούς χώρους. Σε καμιά περίπτωση όμως χάρις στο διεισδυτικά αναλυτικό ύφος του συγγραφέα δεν χάνουν τη ζωντάνια και την πειστικότητά τους.

Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Υστερόγραφο στην ασημαντότητα

Καστοριάδης
Απ' όλα τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου κόσμου -κρίσεις, αντιφάσεις, αντιθέσεις, τομές-, εκείνο που με εντυπωσιάζει περισσότερο είναι η ασημαντότητα.
Ας πάρουμε τη διαμάχη ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά. Στις ημέρες μας έχει χάσει το νόημα της. Όχι επειδή δεν υπάρχει υλικό, για να τροφοδοτηθεί μια πολιτική διαμάχη, και μάλιστα μια πολύ σοβαρή διαμάχη. Αλλά επειδή τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά, λίγο έως πολύ, λένε τα ίδια πράγματα.
Στη Γαλλία το 1983 οι Σοσιαλιστές ακολούθησαν κάποια πολιτική. Μετά, ήρθε η Δεξιά με τον Μπαλλαντύρ και ακολούθησε την ίδια πολιτική. Μετά, ξανάρθαν οι Σοσιαλιστές με τον Μπερεγκοβουά και συνέχισαν την ίδια πολιτική. Μετά, ξανά η Δεξιά με τον Μπαλλαντύρ και ξανά η ίδια πολιτική. Μετά, ο Σιράκ κέρδισε τις εκλογές λέγοντας "εγώ θα κάνω κάτι άλλο" και, τελικά, έκανε κι αυτός τα ίδια.
Οι πολιτικοί είναι ανίσχυροι. Αυτό είναι βέβαιο. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να "πηγαίνουν με το ρεύμα», δηλαδή να εφαρμόζουν μια υπερ-φιλελεύθερη πολιτική, η οποία είναι της μόδας. Κατά τη γνώμη μου, δεν πρόκειται για πολιτικούς αλλά για μικροπολιτικούς που επιδίδονται σε ψηφοθηρία με οποιοδήποτε μέσον, με το marketing, κ.λπ. Ουσιαστικά, αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν κανένα πρόγραμμα. Στόχος τους είναι: είτε η παραμονή τους στην εξουσία, είτε η επιστροφή τους σ' αυτήν. Και για να τον πετύχουν, είναι ικανοί για όλα. Ο Μπιλ Κλίντον, για παράδειγμα, στήριξε την προεκλογική του εκστρατεία αποκλειστικά και μόνον στις μετρήσεις· το επιτελείο του, σε κάθε περίπτωση, θεωρούσε ότι η επικρατούσα γνώμη μιας μέτρησης ταυτίζεται με την κοινή γνώμη...
Οπωσδήποτε, υπάρχει ενδογενής σχέση ανάμεσα στη μηδαμινή πολιτική αυτού του είδους -ουσιαστικά, πρόκειται για το μη γίγνεσθαι της πολιτικής- και στην ασημαντότητα που χαρακτηρίζει τους άλλους τομείς' την ασημαντότητα στις τέχνες, στη φιλοσοφία, στη λογοτεχνία. Είναι το πνεύμα του καιρού μας. Όλα συνεργούν προς αυτήν την κατεύθυνση, προς τα ίδια αποτελέσματα. Όλα οδηγούν στην ασημαντότητα.
Περίεργο επάγγελμα η πολιτική, ακόμη κι αυτή εδώ η μηδαμινή πολιτική. Γιατί; Διότι προϋποθέτει δύο ικανότητες που δεν συνδυάζονται μεταξύ τους.
  • Η πρώτη ικανότητα είναι η κατάκτηση της εξουσίας (μπορεί να έχει κανείς τις καλύτερες ιδέες, αλλά αυτό δεν χρησιμεύει, εάν δεν έχει κατακτήσει την εξουσία).
  • Η δεύτερη είναι, μετά την κατάκτηση της εξουσίας, να την αξιοποιήσει κανείς, δηλαδή να κυβερνήσει.
Τίποτα όμως δεν εγγυάται ότι κάποιος που είναι ικανός να κυβερνήσει, είναι επίσης ικανός να ανέβει στην εξουσία. Στο παρελθόν, στις απόλυτες μοναρχίες, η άνοδος στην εξουσία προϋπέθετε να κολακεύει κανείς τον βασιλιά ή να είναι ευνοούμενος της Μαντάμ Πομπαντούρ. Σήμερα, στις ψευδοδημοκρατίες μας, η άνοδος στην εξουσία προϋποθέτει να κολακεύει κανείς την κοινή γνώμη ή να έχει τηλεοπτική φωτογένεια.
Χρησιμοποίησα τον όρο «ψευδο-δημοκρατία», διότι ανέκαθεν πίστευα και πιστεύω ότι η λεγόμενη "αντιπροσωπευτική δημοκρατία" δεν είναι αληθινή δημοκρατία. Οι αντιπρόσωποι της ελάχιστα αντιπροσωπεύουν τους εκλογείς. Κατά κύριο λόγο, αντιπροσωπεύουν τον εαυτό τους, ιδιαίτερα συμφέροντα, λόμπυ, κ.λπ.  'Οταν λέμε ότι κάποιος με αντιπροσωπεύει για τέσσερα χρόνια, χωρίς να έχω τη δυνατότητα ανάκλησης του, αυτό σημαίνει ότι απεκδύομαι της κυριαρχίας μου. (Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ το έχει πολύ καλά διατυπώσει: "οι Άγγλοι νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι, επειδή εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους κάθε πέντε χρόνια, πλην όμως είναι ελεύθεροι μόνον μία ημέρα κάθε πέντε χρόνια - την ημέρα των εκλογών».) Το πρόβλημα δεν είναι μήπως στις εκλογές γίνει νοθεία και αλλοιωθούν τα αποτελέσματα. Αλλού έγκειται το πρόβλημα. Οι εκλογές είναι υπονομευμένες, διότι οι επιλογές των ψηφοφόρων έχουν καθοριστεί εκ των προτέρων.
Θα σας θυμίσω μια φράση του Αριστοτέλη: "Ποιος είναι πολίτης; Πολίτης είναι ο ικανός να κυβερνήσει και να κυβερνηθεί".
Στη Γαλλία, υπάρχουν τριάντα εκατομμύρια πολίτες. Γιατί δεν είναι ικανοί να κυβερνήσουν; Διότι όλη η πολιτική ζωή στοχεύει ακριβώς στο να μη μαθαίνουν οι πολίτες πώς να κυβερνούν και, τελικά, να εμπιστεύονται στους ειδικούς το έργο της διακυβέρνησης. Υπάρχει δηλαδή μια αντι-πολιτική εκπαίδευση.  Ενώ οι άνθρωποι έπρεπε να αναλαμβάνουν όλων των ειδών τις πολιτικές ευθύνες και να παίρνουν ανάλογες πρωτοβουλίες, τελικά, εθίζονται στο να ακολουθούν και να ψηφίζουν τις πολιτικές επιλογές που άλλοι τους παρουσιάζουν έτοιμες.
Στις νεωτερικές κοινωνίες -ας πούμε από την εποχή της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης έως περίπου τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο- υπήρχαν φλέγουσες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις. Αυτούς τους δύο αιώνες τους σημάδεψαν σημαντικοί αγώνες. Τότε, οι άνθρωποι έκαναν διαδηλώσεις. Όμως δεν διαδήλωναν απλώς για μια σιδηροδρομική γραμμή (χωρίς αυτό να είναι περιφρονητέο), αλλά για μεγάλα πολιτικά ιδεώδη. Τότε, οι άνθρωποι έκαναν απεργίες. Όμως δεν απεργούσαν απλώς για τα μικρά συντεχνιακά συμφέροντα τους, αλλά για μεγάλα ζητήματα που αφορούσαν όλους τους μισθωτούς.
Σήμερα, παρατηρείται σαφής υποχώρηση της πολιτικής δραστηριότητας. Όσο οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την πολιτική δραστηριότητα και αποσύρονται στην ιδιωτική τους σφαίρα, τόσο οι γραφειοκράτες και οι μικροπολιτικοί προελαύνουν. Και οι τελευταίοι έχουν για δικαιολογία ότι "ο κόσμος δεν κάνει τίποτα... γι' αυτόν τον λόγο αναλαμβάνουμε εμείς πρωτοβουλίες...".
Με τη σειρά του ο κόσμος λέει ότι "δεν αξίζει τον κόπο να ανακατευόμαστε... φθάνουν τόσοι που ασχολούνται, στο κάτω-κάτω τι μπορούμε να κάνουμε εμείς;..." Και έτσι δημιουργείται φαύλος κύκλος.
Η υποχώρηση της πολιτικής δραστηριότητας συνδέεται και με την κατάρρευση των μεγάλοι πολιτικών ιδεολογιών, είτε επαναστατικών είτε ρεφορμιστικών, οι οποίες ήθελαν πραγματικά να αλλάξουν την κοινωνία. Για χίλιους δυο λόγους, αυτές οι ιδεολογίες έχασαν το κύρος τους- έπαψαν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών, στις προσδοκίες των ανθρώπων, στην κατάσταση της κοινωνίας, στην ιστορική εμπειρία.
Η κατάρρευση του κομμουνισμού και η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης είναι ένα κεφαλαιώδες γεγονός. Κατονομάστε μου όμως έστω έναν πολιτικό -για να μην πω πολιτικάντη- της Αριστεράς, ο οποίος πράγματι να συλλογίστηκε τι συνέβη και γιατί. Ποιος πολιτικός της Αριστεράς αποκόμισε κάποια διδάγματα από τα γεγονότα αυτά;
Κι όμως η πορεία του κομμουνισμού -η πορεία προς τη θηριωδία, τον ολοκληρωτισμό, τα Γκουλάγκ έως την κατάρρευση- απαιτεί οπωσδήποτε πολύ βαθύ στοχασμό και συναγωγή συμπερασμάτων. Στοχασμό, για το τι ένα κίνημα -που θέλει να αλλάξει την κοινωνία- μπορεί ή δεν μπορεί, πρέπει ή δεν πρέπει, οφείλει ή δεν οφείλει να κάνει. Στην προκειμένη περίπτωση οι κύριοι της Αριστεράς παίρνουν ένα ολοστρόγγυλο μηδέν.
Πώς δημιουργείται, λοιπόν, ο καλός πολίτης; Ποιες ιδιότητες πρέπει να διαθέτει; Πρέπει να έχει γενικές ή ειδικές γνώσεις; Και τελικά, ποιοι πολίτες πρέπει να κυβερνούν; Αυτό το δίλημμα έχει τεθεί από τον Πλάτωνα.
Ο Πλάτων έλεγε ότι οι φιλόσοφοι -αυτοί που έχουν γενική θεώρηση των πραγμάτων και είναι πάνω από τους ειδικούς- πρέπει να βασιλεύουν, δηλαδή να κυβερνούν. Η εναλλακτική λύση στις θέσεις του Πλάτωνος είναι η αθηναϊκή δημοκρατία.
Ας πάμε στην Αθήνα του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα. Για τους Αθηναίους εκείνης της εποχής κάθε πολίτης, ανεξαιρέτως κάθε πολίτης, είναι ικανός να κυβερνήσει (θυμίζω ξανά τη διατύπωση του Αριστοτέλη: "πολίτης είναι ο ικανός να κυβερνήσει και να κυβερνηθεί»).
Και πώς γίνεται αυτό; Με κλήρωση! Ρίχνουν κλήρο!
Γιατί; Διότι πιστεύουν έμπρακτα ότι η πολιτική δεν είναι υπόθεση των ειδικών. Διότι πιστεύουν ότι δεν υπάρχει πολιτική επιστήμη. Υπάρχει μόνον γνώμη - "δόξα"στα αρχαία ελληνικά- περί της πολιτικής. Και θέλω να υπογραμμίσω ότι η ιδέα πως η πολιτική δεν αποτελεί υπόθεση των ειδικών και πως όλες οι γνώμες έχουν ίσην αξία, είναι η μόνη λογική δικαιολόγηση της αρχής της πλειοψηφίας.
Στην αρχαία Αθήνα, λοιπόν, τις πολιτικές αποφάσεις τις παίρνει ο λαός και όχι οι ειδικοί. Υπάρχουν όμως και εξειδικευμένες δραστηριότητες. Οι Αθηναίοι ασφαλώς δεν ήταν τρελοί να νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα...
Τι έκαναν, τότε, οι πολίτες της αρχαίας Αθήνας σε σχέση με αυτό το θέμα; Πώς το αντιμετώπισαν; Έκαναν κάτι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Δημιούργησαν τις εκλογές. Σωστά ή λάθος, πάντως τις δημιούργησαν. Και αυτό είναι γεγονός ιστορικά τεκμηριωμένο.
Για τις εξειδικευμένες δραστηριότητες και μόνον γι' αυτές -για την κατασκευή ναυπηγείων, για την ανέγερση ναών, για τη διεξαγωγή του πολέμου- χρειάζονται οι ειδικοί! Και αυτούς, τους ειδικούς, οι Αθηναίοι πολίτες τους εκλέγουν! Να ποιο είναι το νόημα των εκλογών. Διότι εκλογές σημαίνει εκλογή των καλυτέρων.
Αλλά πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο; Πώς επιτυγχάνεται η εκλογή των καλυτέρων; Εδώ υπεισέρχεται ο όρος «εκπαίδευση του λαού». Ο λαός καλείται να επιλέξει, να εκλέξει. Οι Αθηναίοι, λοιπόν, εκλέγουν κάποιον για πρώτη φορά. 'Εστω ότι κάνουν λάθος. 'Εστω, ότι διαπιστώνουν, για παράδειγμα, πως ο Περικλής είναι ένας θλιβερός στρατηγός. Τι κάνουν σε μιαν τέτοια περίπτωση; Απλούστατα, δεν τον ξαναεκλέγουν ή τον ανακαλούν. Όμως, προκειμένου να έχει ουσία η γνώμη -η «δόξα»- των πολιτών για τα κοινά, θα πρέπει να έχει καλλιεργηθεί. Αλλά με ποιον τρόπο καλλιεργούν τη "δόξα" τους τη σχετική με τη διακυβέρνηση οι Αθηναίοι πολίτες; Μα βέβαια κυβερνώντας! Ως εκ τούτου, η αθηναϊκή δημοκρατία -και αυτό είναι το σημαντικό αποτελεί μια υπόθεση εκπαίδευσης και αγωγής των πολιτών. (Αυτή η καίριας σημασίας διάσταση, καθώς όλοι γνωρίζουμε, λείπει εντελώς σήμερα.)
Πρόσφατα, ένα γαλλικό περιοδικό δημοσίευσε τα αποτελέσματα μιας έρευνας, σύμφωνα με την οποία το 60% των βουλευτών στη Γαλλία ομολογούν ότι δεν έχουν ιδέα από οικονομία! Πρόκειται για τους βουλευτές, που αποφασίζουν να αυξηθούν ή να μειωθούν οι φόροι, που αποφασίζουν συνεχώς, ενώ δεν έχουν ιδέα από οικονομία... Τελικά, οι βουλευτές, όπως και οι υπουργοί, είναι υπόδουλοι των τεχνικών συμβούλων τους. Συμβουλεύονται τους δικούς τους ειδικούς, πλην όμως έχουν και οι ίδιοι προκαταλήψεις ή προτιμήσεις.
Εάν παρακολουθήσετε από κοντά τη λειτουργία μιας κυβέρνησης ή ενός μεγάλου γραφειοκρατικού μηχανισμού, θα διαπιστώσετε ότι οι κυβερνώντες και οι υπεύθυνοι εμπιστεύονται τους ειδικούς. Ωστόσο, επιλέγουν πάντα εκείνους τους ειδικούς που συμμερίζονται τις δικές τους απόψεις. Πάντα βρίσκεται ένας οικονομολόγος που θα πει "ναι, κύριε υπουργέ, όπως το λέτε πρέπει να γίνει". Πάντα βρίσκεται ένας ειδικός για θέματα στρατιωτικά που θα πει «ναι, χρειάζεται πυρηνικός εξοπλισμός» ή «όχι, δεν χρειάζεται πυρηνικός εξοπλισμός » και ούτω καθεξής... Πρόκειται για ένα εντελώς ανόητο παιχνίδι, πλην όμως έτσι κυβερνόμαστε σήμερα.
Επανέρχομαι στο δίλημμα: «ο πολίτης πρέπει να έχει γενικές ή ειδικές γνώσεις;». Η δική μου απάντηση: πρώτον, οι ειδικοί στην υπηρεσία των πολιτών και όχι στην υπηρεσία κάποιων πολιτικών δεύτερον, οι πολίτες κυβερνώντας μαθαίνουν να κυβερνούν... Αλλά, για να είναι σε θέση οι άνθρωποι να ασχοληθούν με τα κοινά, θα πρέπει να έχουν λάβει την ανάλογη παιδεία. Όμως, η σύγχρονη παιδεία δεν έχει απολύτως καμία σχέση με αυτό το αίτημα. Στο σχολείο, ουσιαστικά, παίρνουμε εξειδικευμένες γνώσεις. Το σχολείο θα έπρεπε να είναι ιδιαιτέρως στραμμένο στα κοινά. Στο σχολείο θα έπρεπε να αναλύεται σε βάθος κάθε τι που αφορά τους οικονομικούς, τους κοινωνικούς και τους πολιτικούς μηχανισμούς. Θα έπρεπε να υπάρχουν μαθήματα πραγματικής ανατομίας της σύγχρονης κοινωνίας.
Αλλά τι λέω τώρα... Εδώ τα σχολεία είναι ανίκανα να διδάξουν ακόμη και Ιστορία. Τα παιδιά βαριούνται στο μάθημα της Ιστορίας, ένα μάθημα που θα έπρεπε να είναι συναρπαστικό.
Πολλά πράγματα πρέπει να αλλάξουν, εάν θέλουμε να μιλήσουμε για αληθινή εκπαιδευτική δραστηριότητα στο πολιτικό πεδίο. Κάτι τέτοιο, προϋποθέτει αλλαγή των θεσμών. Προϋποθέτει νέους θεσμούς που να επιτρέπουν -και όχι να αποτρέπουν, όπως οι σήμερον ισχύοντες- την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στα κοινά.
Ας εξετάσουμε, τώρα, για λίγο, τη σχέση του ανθρώπου με τη γνώση και με την πίστη. Στον 20ό αιώνα γνωρίσαμε την άκρατη κυριαρχία της ιδεολογίας -της ιδεολογικής πίστης- με την αυστηρή έννοια και, θα έλεγα, με την κακή έννοια του όρου.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από τη δεκαετία του '70. Ας πάρουμε τις μαοϊκές ομάδες. Το πρόβλημα με τους μαοϊκούς δεν έγκειται στην άγνοια τους για το τι πραγματικά συνέβαινε στην Κίνα. Οι μαοϊκοί, είτε είχαν μυηθεί στο δόγμα από τους καθοδηγητές τους, είτε το είχαν δεχτεί από μόνοι τους χωρίς την παρεμβολή τρίτων. Το πρόβλημα λοιπόν βρίσκεται στο ότι οι ίδιοι -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- αποδέχτηκαν μιαν τέτοιου τύπου χειραγώγηση. Γιατί; Για ποιον λόγο; Διότι ήταν ανάγκη να είναι χειραγωγημένοι. Διότι είχαν ανάγκη να πιστεύουν. Και αυτό ακριβώς το θέμα ήταν ανέκαθεν η μεγάλη πληγή του επαναστατικού κινήματος.
Η γνώση και η πίστη. Ο Αριστοτέλης, στον οποίο συνεχώς αναφέρομαι και για τον οποίο έχω απέραντο σεβασμό, έχει πει κάτι - δεν μπορώ να πω ότι είναι ανοησία, δεδομένου ότι πρόκειται για τον Αριστοτέλη, που δεν είναι σωστό: "ο άνθρωπος είναι ζώον, το οποίο επιθυμεί τη γνώση". Δεν συμφωνώ.
Από την πλευρά μου υποστηρίζω ότι ο άνθρωπος δεν είναι ζώον, το οποίο επιθυμεί τη γνώση, αλλά ζώον το οποίο επιθυμεί την πίστη και, ακριβέστερα, τη βεβαιότητα μιας πίστης' εξ ου η μεγάλη δύναμη των θρησκειών, εξ ου η μεγάλη δύναμη των πολιτικών ιδεολογιών.
Στο ξεκίνημα του, το εργατικό κίνημα χαρακτηριζόταν από έντονα κριτική στάση. Θυμηθείτε τους δύο πρώτους στίχους από το δεύτερο κουπλέ της Διεθνούς, που εξ άλλου είναι ο ύμνος της Κομμούνας: "δεν υπάρχει υπέρτατος Σωτήρας ούτε Θεός" (άρα, εξοβελίζεται η θρησκεία), "δεν υπάρχει Καίσαρ ούτε Αρχηγός" (άρα, έξω κι ο Λένιν)! Είδαμε όμως τι επακολούθησε .... Είδαμε πού οδήγησε η ανάγκη για πίστη... Άραγε, μετά από όλα όσα έχουν συμβεί, γίναμε σήμερα τουλάχιστον λίγο πιο σοφοί; Νομίζω ότι η εξέλιξη στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης καθώς και η εξέλιξη γενικώς της κοινωνίας έχουν συμβάλει, ώστε να αποκτήσουν οι άνθρωποι κάπως πιο κριτική διάθεση. Βέβαια, η ανάγκη για πίστη παραμένει. Υ'πάρχει πάντα ένα ποσοστό που διακαώς αναζητεί την πίστη' μιαν πίστη. 'Ετσι, βλέπουμε σε άλλες χώρες -όχι τόσο στη Γαλλία- φαινόμενα και, κινήματα, όπως η σαϊεντολογία, οι διάφορες σέχτες, ο φονταμενταλισμός.
Χωρίς αμφιβολία, σήμερα, η στάση των ανθρώπων είναι πιο κριτική και πιο σκεπτικιστική από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Είναι όμως μια στάση που αναστέλλει τη δράση.
Στο σημείο αυτό θα θυμήσω ότι ο Περικλής στον Επιτάφιο λέει στους Αθηναίους πως μόνον αυτοί έχουν κατορθώσει, ώστε η σκέψη τους να μην αναστέλλει τη δράση τους! Καταπληκτικό! Και προσθέτει: "εις τους άλλους, αντιθέτως, η μεν αμάθεια γεννά θράσος, η δε σκέψις ενδοιασμόν». (Θουκιδίδου Ιστορίαι, μτφ. Ελ. Βενιζέλου, Βιβλίο Β', κεφ. 38-41.)
Τις τελευταίες δεκαετίες διανύουμε μιαν περίοδο κατάργησης των φραγμών και των ορίων σε όλους τους τομείς. Αυτό συνεπάγεται την επιθυμία του απεριόριστου. Πρόκειται για μια μορφή απελευθέρωσης, που υπό μιαν έννοια αποτελεί μεγάλη κατάκτηση. Πρέπει όμως επίσης να μάθουμε -και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία- να αυτοπεριοριζόμαστε, τόσο ως άτομα όσο και ως σύνολο. Η καπιταλιστική κοινωνία σήμερα είναι μια κοινωνία που από κάθε άποψη οδεύει προς την καταστροφή της' μια κοινωνία ανίκανη να αυτοπεριοριστεί. Όμως μια πραγματικά ελεύθερη κοινωνία, μια κοινωνία αυτόνομη, πρέπει να ξέρει να αυτοπεριορίζεται.
Ο αυτοπεριορισμός ισοδυναμεί με απαγόρευση, θα υποστηρίξουν ορισμένοι. Όχι. Δεν εννοώ απαγόρευση με την έννοια της καταστολής. Εννοώ, να ξέρουμε ότι υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να τα επιθυμούμε ή που δεν πρέπει να τα κάνουμε.
Παράδειγμα, το περιβάλλον. Καταστρέφουμε τον πλανήτη, στον οποίο ζούμε. Σκέφτομαι τα θαύματα: το Αιγαίο Πέλαγος, τις χιονισμένες οροσειρές, την «όψη» του Ειρηνικού ωκεανού από μια γωνιά της Αυστραλίας, το Μπαλί, τις Ινδίες, την επαρχία της Γαλλίας που την ερημώνουμε. Όσα θαύματα, τόσες καταστροφές. Καταστρέφουμε τον πλανήτη, ενώ θα έπρεπε να είμαστε οι κηπουροί του. Θα έπρεπε να τον θεραπεύουμε, δηλαδή να τον καλλιεργούμε και να τον φροντίζουμε έτσι όπως είναι. Μια τέτοια δραστηριότητα θα έπρεπε να αποτελεί βάση και προσανατολισμό της ζωής μας. Αλλά αυτή είναι πολύ δύσκολη αποστολή.
Προφανώς όμως όλα τα παραπάνω δεν έχουν σχέση ούτε με το σημερινό σύστημα, ούτε με το σημερινό κυρίαρχο φαντασιακό. Το φαντασιακό της εποχής μας είναι το φαντασιακό της απεριόριστης επέκτασης και της συσσώρευσης άχρηστων πραγμάτων... Δηλαδή; Δηλαδή, μια τηλεόραση σε κάθε δωμάτιο, ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής σε κάθε δωμάτιο και ούτω καθεξής. Σ' αυτό το φαντασιακό στηρίζεται το σύστημα. Και είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να καταστραφεί.
Τι θα μπορούσε λοιπόν να προτείνει κανείς για τη σημερινή κατάσταση, δεδομένου ότι είναι πολύ εύκολο να παρασυρθούμε, να αφεθούμε; (Ως γνωστόν, ο άνθρωπος είναι ζώον οκνηρόν.) θα καταφύγω και πάλι στους αρχαίους. Υπάρχει μια υπέροχη φράση του Θουκυδίδη: "πρέπει να δικλέξουμε ανάμεσα στην οκνηρία και την ελευθερία»! Αλλά και ο Περικλής, εάν δεν κάνω λάθος, έλεγε στους Αθηναίους: «εάν θέλετε να είστε ελεύθεροι, πρέπει να εργάζεστε»!
Η ελευθερία είναι δραστηριότητα. Μια δραστηριότητα, η οποία ξέρει τα όρια της, ξέρει να αυτοπεριορίζεται. Η ελευθερία γνωρίζει ότι όλα μπορεί να τα κάνει, αλλά επίσης γνωρίζει ότι δεν πρέπει να τα κάνει όλα. Αυτό είναι, για μένα, το μεγάλο πρόβλημα της δημοκρατίας και του ατομικισμού.__
Τον Νοέμβριο του 1996, ο Κορνήλιος Καστοριάδης δέχτηκε τον δημοσιογράφο Ντανιέλ Μερμέ και συζήτησε μαζί του -με αφορμή το βιβλίο του Η άνοδος της ασημαντότητας (La montee de Γ insigni- Gance., εκδ. Seuil, 1996)- στο πλαίσιο της εκπομπής La-has si j'y suis του δημοσίου ραδιοφωνικού σταθμού France Inter. Μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Τον Δεκέμβριο του 1997, η France Inter επανέλαβε την εκπομπή με θλιβερή αφορμή τον θάνατο του. Τις επόμενες ημέρες πολλοί ακροατές τηλεφωνούσαν στον σταθμό και ζητούσαν το ((κείμενο της εκπομπής»' το αίτημα τους ικανοποιήθηκε. Αυτή η η ραδιοφωνική συζήτηση δημοσιεύτηκε, με μορφή ενιαίου κειμένου, στην Ελευθεροτυπία (20.7.1998) και έναν μήνα αργότερα στη Monde Diplomatique (Αύγουστος 1998), ενώ το φθινόπωρο του ίδιου έτους κυκλοφόρησε σε μια μικρή έκδοση με τίτλο Υστερόγραφο στην ασημαντότητα (Post-scriptum sur Γ insignifiance, εκδ. L'Aube, 1998).

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

Ζυλ Ντελεζ, για τον Σπινόζα

για τη Θεολογικοπολιτική πραγματεία του Σπινόζα
Δεν είναι επομένως άξιον απορίας το γεγονός ότι ο Σπινόζα, το 1665, διακόπτει προσωρινά την Ηθική και αρχίζει τη Θεολογικοπολιτική πραγματεία, ένα από τα κύρια ερωτήματα της οποίας είναι: Γιατί ο λαός είναι τόσο βαθιά ανορθολογικός; Γιατί καμαρώνει για την ίδια του τη σκλαβιά; Γιατί οι άνθρωποι μάχονται «για» τη σκλαβιά τους, θαρρείς και είναι η ελευθερία τους; Γιατί είναι τόσο δύσκολο όχι μόνο να κατακτήσουμε την ελευθερία, αλλά και να την αντέξουμε; Γιατί μια θρησκεία που κηρύσσεται υπέρ της αγάπης και της χαράς εμπνέει τον πόλεμο, τη μη ανοχή, την κακοβουλία, το μίσος, τη λύπη και τις τύψεις; Το 1670 κυκλοφορεί η Θεολογικοπολιτική πραγματεία, χωρίς όνομα συγγραφέα και από εικονικό γερμανικό εκδοτικό οίκο. Ωστόσο, η πατρότητα του κειμένου δεν αργεί να διευκρινιστεί-λίγα βιβλία προκάλεσαν τόσες αντικρούσεις, τόσα αναθέματα, τόσους προπηλακισμούς και κατάρες: εβραίοι, καθολικοί, καλβινιστές και λουθηρανοί, όλοι οι ορθώς σκεπτόμενοι κύκλοι, οι καρτεσιανοί οι ίδιοι συναγωνίζονται σε καταγγελίες. Τότε είναι που οι όροι «σπινοζισμός», «σπινοζιστής» γίνονται ύβρεις και απειλές. Καταγγέλλονται ακόμη και επικριτές του Σπινόζα που εγείρουν την υποψία πως δεν είναι αρκετά σκληροί. Μεταξύ των επικριτών αυτών υπάρχουν ασφαλώς ενοχλημένοι φιλελεύθεροι και καρτεσιανοί, οι οποίοι όμως, συμμετέχοντας στην επίθεση, δίνουν εγγυήσεις της ορθοδοξίας τους. Ένα εκρηκτικό βιβλίο κρατά εσαεί το εκρηκτικό του φορτίο: ακόμη και σήμερα δεν μπορούμε να διαβάσουμε την Πραγματεία χωρίς να ανακαλύψουμε στις γραμμές της τη λειτουργία της φιλοσοφίας ως ριζικής επιχείρησης αποφενακισμού, ή ως επιστήμης των «αποτελεσμάτων». Ένας σχολιαστής μάλιστα υποστήριξε πρόσφατα πως η αληθινή πρωτοτυπία της Πραγματείας είναι το ότι θεωρεί τη θρησκεία αποτέλεσμα. Όχι μόνο με την αιτιακή έννοια, αλλά και με τη σημασία που έχει η λέξη στην οπτική, αποτέλεσμα που η διαδικασία παραγωγής του πρέπει να αναζητηθεί μέσω της προσάρτησης του στις αναγκαίες ορθολογικές αιτίες του, όπως επενεργούν σε ανθρώπους που δεν τις καταλαβαίνουν (επί παραδείγματι, πώς οι νόμοι της φύσης νοούνται κατ’ ανάγκην ως «σημεία» απ” όσους διαθέτουν μεγάλη φαντασία και μικρή νόηση). Ακόμη και με τη θρησκεία ο Σπινόζα λειαίνει γυαλιά, γυαλιά θεωρητικά με τα οποία μπορούμε να δούμε το παραγόμενο αποτέλεσμα και τους νόμους της παραγωγής του.
Ζιλ Ντελέζ, Σπινόζα, Πρακτική Φιλοσοφία
Εκδόσεις: Νήσος, 1996, σ. 21-22

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Η πολιτική διάσταση της ψυχανάλυσης - Κορνήλιος Καστοριάδης

ΚΚ
«Η ψυχανάλυση και η πολιτική, ουσιαστικά, έχουν το ίδιο αντικείμενο: την αυτονομία των ανθρώπινων όντων. Εάν αναγνωρίσουμε τον θεμελιωδώς κοινωνικό χαρακτήρα των ανθρώπων, τότε, βλέπουμε ότι η αυτονομία (και η ελευθερία) είναι υποχρεωτικά ατομική και συλλογική.
Δεν μπορώ να ζήσω εντελώς μόνος- και μόνος δεν θα μπορούσα ποτέ να είχα γίνει ανθρώπινο όν. Δεν μπορώ, επιπλέον, να εξαφανίσω τους άλλους. Συνεπώς, το ερώτημα τίθεται ως εξής: πώς μπορώ να είμαι ελεύθερος, εάν είμαι υποχρεωμένος να ζω σε μία κοινωνία στην οποία ο νόμος καθορίζεται από κάποιον άλλον; Η μόνη αποδεκτή απάντηση συνίσταται στο να πω: έχω την ουσιαστική δυνατότητα να συμμετέχω ισότιμα με οποιονδήποτε άλλον στη διαμόρφωση και στην εφαρμογή του νόμου. Και αυτό είναι το πραγματικό νόημα της δημοκρατίας.
Πώς μπορώ όμως να είμαι ελεύθερος εάν με κυβερνά το ασυνείδητό μου; Αφού δεν γίνεται ούτε να το εξαφανίσω ούτε να το απομονώσω, η μόνη απάντηση είναι: μπορώ να είμαι ελεύθερος εάν διαμορφώσω μία άλλου τύπου σχέση με το ασυνείδητό μου∙ μία σχέση χάρη στην οποία θα είμαι σε θέση να ξέρω, στο μέτρο του δυνατού, τι μου συμβαίνει∙ μία σχέση που θα μου επιτρέπει να ελέγχω, στο μέτρο του δυνατού, ό,τι από το ασυνείδητό μου περνάει στην καθημερινή εξωτερική μου δραστηριότητα. Και αυτό ακριβώς είναι που ονομάζω εδραίωση μιας στοχαστικής και αποφασίζουσας υποκειμενικότητας.
Είναι εύκολο να δείξουμε ότι μια αυτόνομη κοινωνία είναι εφικτή μόνο εφόσον αποτελείται από αυτόνομα άτομα. Είναι εύκολο να δείξουμε, επίσης, ότι αυτόνομα άτομα μπορούν να υπάρξουν μόνο μέσα σε μία αυτόνομη κοινωνία. Κι αυτό, διότι μόνο με την ουσιαστική άσκηση της αυτονομίας αναπτύσσεται η αυτονομία∙ εξάλλου, μία εκπαίδευση προσανατολισμένη προς την αυτονομία των ατόμων μπορεί να υπάρξει μόνο σ’ αυτό τον τύπο κοινωνίας.
Είναι σαφές ότι την αυτονομία δεν μπορούμε ούτε να την επιβάλουμε ούτε να τη «διδάξουμε». Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε ως ψυχαναλυτές είναι να βοηθήσουμε τον ψυχαναλυόμενο να προχωρήσει προς την αυτονομία, πράγμα που προυποθέτει ταυτόχρονα μία ορισμένη γνώση και μία ορισμένη δραστηριότητα.
Η επίτευξη της μεταφοράς αυτής της γνώσης είναι ο σκοπός της ψυχαναλυτικής ερμηνείας, η οποία θα επιτρέψει ακριβώς στον ψυχαναλυόμενο να προσεγγίσει τα κρυφά και απωθημένα κίνητρα και ορμές του. Όμως πρέπει να οδηγήσουμε τον ψυχαναλυόμενο με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνει σταδιακά ο ίδιος ικανός να αναπαράγει την ψυχαναλυτική ερμηνεία μόνος του.
Η ψυχανάλυση είναι μία δραστηριότητα πάνω στον εαυτό μας, ένας στοχασμός του εαυτού μας για τον εαυτό μας. Η ψυχανάλυση είναι η επίτευξη της ατομικής αυτονομίας, μέσω της αποτελεσματικής άσκησής της με τη βοήθεια κάποιου άλλου προσώπου. Η δραστηριότητα αυτού του άλλου προσώπου, δηλαδή του ψυχαναλυτή – που τα όριά της καθορίζονται ανάλογα με τις ανάγκες της ψυχαναλυτικής διαδικασίας, από τον ψυχαναλυόμενο, σε σχέση με την εξέλιξη της πορείας του -, δεν είναι εφαρμογή μιας τεχνικής αλλά μιας πράξης. Δηλαδή είναι η δράση ενός προσώπου που προσφέρεται να βοηθήσει ένα άλλο πρόσωπο ώστε να κατακτήσει τη δυνατότητά του για αυτονομία. Στο βαθμό που το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτού του σκοπού δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένο – και δεν μπορεί να είναι, αφού προυποθέτει την απελευθέρωση των δημιουργικών ικανοτήτων του ριζικού φαντασιακού του ψυχαναλυόμενου – η δραστηριότητα αυτή είναι δημιουργία∙ με άλλα λόγια, είναι ποίησις.
Βλέπω λοιπόν στην ψυχανάλυση μία πρακτικό-ποιητική δραστηριότητα. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό της ψυχανάλυσης καθορίζει, επίσης, και τα άλλα δύο επαγγέλματα που ο Φρόυντ θεωρούσε «αδύνατα»: την παιδαγωγική και την πολιτική.
Η ψυχανάλυση – όπως η πολιτική και όπως η παιδαγωγική – είναι η δραστηριότητα μίας αυτονομίας σε μία άλλη δυνητική αυτονομία. Ο σκοπός και των τριών επαγγελμάτων συνίσταται στο να δημιουργήσουν αυτές τις νέες μορφές που είναι τα αυτόνομα άτομα και η αυτόνομη κοινωνία
Κορνήλιος Καστοριάδης,  Les carrefours du labyrinthe VI – Figures du Pensable – απόσπασμα. Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία,  στις 10/12/1999.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Ερωτευόμαστε εκείνον που ανταποκρίνεται στην ερώτησή μας: «Ποιος είμαι;»


Hanna Waar (από εδώ και στο εξής ΗW): Μας διδάσκει κάτι η ψυχανάλυση για τον έρωτα;
Jacques-Alain Miller ( από εδώ και στο εξής JAM): Πολλά πράγματα, επειδή είναι μια εμπειρία της οποίας πηγή είναι ο έρωτας. Είναι το ερώτημα του αυτόματου και, ακόμη συχνότερα, αυτού του μη συνειδητού έρωτα που φέρνει ο αναλυόμενος στον αναλυτή και καλείται μεταβίβαση. Είναι σκηνοθετημένος έρωτας αλλά φτιαγμένος από το ίδιο υλικό με τον αληθινό έρωτα.  Ρίχνει φως στον μηχανισμό του: ο έρωτας απευθύνεται σε αυτόν/την που νομίζεις ότι γνωρίζει την αληθινή αλήθεια σου. Αλλά ο έρωτας σε κάνει να σκεφτείς ότι αυτή η αλήθεια είναι ευχάριστη ενώ στην πραγματικότητα είναι  δύσκολο να την αντέξεις.
HW: Τι είναι λοιπόν το να ερωτεύεσαι αληθινά;
JAM: Το να είσαι αληθινά ερωτευμένος είναι να πιστεύεις ότι με το να ερωτεύεσαι θα πάρεις μια αλήθεια για τον εαυτό σου. Ερωτευόμαστε αυτόν/ή που έχει την απάντηση ή μια απάντηση στην ερώτησή μας: «Ποιος είμαι;»
HW: Γιατί κάποιοι γνωρίζουν πώς να ερωτεύονται και κάποιοι άλλοι όχι;
JAM: Μερικοί άνθρωποι ξέρουν πώς να προκαλέσουν τον έρωτα στο άλλο πρόσωπο, όντας εραστές κατά συρροή, παρομοίως άνδρες και γυναίκες. Γνωρίζουν τι ωθεί  κάποιον να ερωτευτεί. Αλλά δεν ερωτεύονται απαραιτήτως, μάλλον παίζουν τη γάτα με το ποντίκι με το θήραμά τους. Για να ερωτευτείς πρέπει να παραδεχτείς την έλλειψή σου και να αναγνωρίσεις ότι χρειάζεσαι τον/την άλλο/η, ότι σου λείπει. Εκείνοι που νομίζουν ότι είναι πλήρεις μόνοι τους ή θέλουν να γίνουν δεν ξέρουν να ερωτεύονται. Και μερικές φορές το επιβεβαιώνουν με πόνο. Χειραγωγούν, κινούν τα νήματα αλλά για τον έρωτα δεν γνωρίζουν ούτε τα ρίσκα του ούτε την ευχαρίστησή του.
HW: «Πλήρεις μόνοι τους»: μόνο ένας άνδρας θα σκεφτόταν κάτι τέτοιο..
JAM: Καλή παρατήρηση! Ο Lacan συνήθιζε να λέει: «Το να ερωτεύεσαι είναι να δίνεις κάτι που δεν έχεις». Αυτό σημαίνει: το να ερωτεύεσαι  είναι το να αναγνωρίζεις την έλλειψή σου και να τη δίνεις στον άλλο, να την τοποθετείς στον άλλο. Δεν είναι να δίνεις αυτό που κατέχεις, αγαθά και δώρα, είναι να δίνεις κάτι που δεν κατέχεις, κάτι που είναι πέρα από σένα. Για να το κάνεις αυτό πρέπει να αποδεχτείς την έλλειψη, τον «ευνουχισμό»  σου όπως έλεγε ο Freud.  Και αυτό είναι ουσιωδώς γυναικείο. Κάποιος αγαπά πραγματικά από μια γυναικεία θέση. Η αγάπη σε εκθηλύνει (feminise). Για αυτό η αγάπη στον άνδρα είναι πάντα λίγο κωμική, αστεία. Αν όμως επιτρέψει στον εαυτό του να φοβηθεί την γελοιοποίηση, τότε στην πραγματικότητα δεν είναι και πολύ σίγουρος για τον ανδρισμό του.
HW: Είναι πιο δύσκολο για τους άνδρες να ερωτευτούν;
JAM: Ω ναι! Ακόμη και ένας ερωτευμένος άνδρας έχει αναλαμπές αξιοπρέπειας, ξεσπάσματα επιθετικότητας απέναντι στο αντικειμένο του έρωτά του, επειδή αυτός ο έρωτας τον βάζει σε μια θέση έλλειψης, εξάρτησης. Για αυτό και μπορεί να επιθυμεί γυναίκες με τις οποίες δεν είναι ερωτευμένος, έτσι ώστε να επιστρέψει στην ανδροπρεπή  θέση που αναστέλλει  όταν είναι ερωτευμένος. Ο Freud καλεί αυτή την αρχή «υποβάθμιση της ερωτικής ζωής» στους άνδρες: τον διαχωρισμό μεταξύ έρωτα και σεξουαλικής επιθυμίας.
ΗW: Και στις γυναίκες;
JAM: Είναι λιγότερο συχνό. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει ένας διπλασιασμός του ανδρικού συντρόφου. Από τη μια είναι ο άνδρας που τους δίνει απόλαυση και που επιθυμούν, και από την άλλη ο άνδρας του έρωτα, που είναι εκθηλυμένος, απαραιτήτως ευνουχισμένος. Μόνο που δεν είναι η ανατομία που έχει εδώ τα ηνία: υπάρχουν μερικές γυναίκες που υιοθετούν μια ανδρική θέση. Υπάρχουν όλο και περισσότερες. Ένας άνδρας για αγάπη και άλλοι άνδρες για απόλαυση, που γνώρισαν στο διαδίκτυο, στο δρόμο ή στο τρένο.
HW: Γιατί «όλο και περισσότερες»;
JAM: Τα κοινωνικοπολιτισμικά  στερεότυπα της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας βρίσκονται σε μια διαδικασία ριζικού μετασχηματισμού. Οι άνδρες καλούνται να αποκαλύψουν τα συναισθήματά τους, να αγαπούν και να εκθηλυνθούν. Οι γυναίκες αντιθέτως υφίστανται μια πίεση για αρρενοποίηση: στο όνομα της νομικής ισότητας οδηγούνται στο να συνεχίζουν να λένε: «και εγώ επίσης». Την ίδια στιγμή οι ομοφυλόφιλοι/ες απαιτούν τα ίδια δικαιώματα και σύμβολα με τους ετεροφυλόφιλους  όπως ο γάμος και η γονεϊκότητα. Υπάρχει μια μεγάλη αστάθεια στους ρόλους, μια διαδεδομένη ρευστότητα στο θέατρο του έρωτα, που έρχεται σε αντίθεση με την σταθερότητα του χτες. Ο έρωτας γίνεται ρευστός, όπως παρατήρησε ο κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman. O καθένας οδηγείται στο να εφεύρει το δικό του life style, να υιοθετήσει τον δικό του τρόπο απόλαυσης και έρωτα. Τα παραδοσιακά σενάρια γίνονται σταδιακά ξεπερασμένα. Η κοινωνική πίεση για εναρμόνιση δεν έχει εξαφανισθεί αλλά φθίνει.
HW: «Ο έρωτας είναι πάντα αμοιβαίος» είπε ο Lacan. Αληθεύει αυτό ακόμη στο παρόν πλαίσιο; Τι σημαίνει;
JAM: Αυτή η πρόταση επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά χωρίς να γίνεται κατανοητή ή γίνεται κατανοητή με λάθος τρόπο. Δεν σημαίνει ότι το να είσαι ερωτευμένος με κάποιον είναι αρκετό για να είναι ερωτευμένος και εκείνος μαζί σου. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανόητο. Σημαίνει: «Αν σε έχω ερωτευτεί, είναι επειδή είσαι αξιαγάπητος. Εγώ είμαι αυτός που ερωτεύεται αλλά και εσύ ανακατεύεσαι σε αυτό, επειδή υπάρχει κάτι σε εσένα που με κάνει να σε ερωτευτώ. Είναι αμοιβαίο, επειδή υπάρχει ένα πίσω-μπρος: η αγάπη που έχω για εσένα είναι το ανταποδοτικό αποτέλεσμα του αίτιου της αγάπης που είσαι για μένα. Έτσι εμπλέκεσαι και εσύ. Ο έρωτάς μου για εσένα δεν είναι απλώς δικό μου ζήτημα αλλά και δικό σου. Ο έρωτας μου λέει κάτι για σένα που πιθανώς να μην το γνωρίζεις». Αυτό δεν εγγυάται ούτε στο ελάχιστο ότι κάποιος θα ανταποκριθεί στον έρωτα του άλλου: όταν αυτό συμβαίνει είναι πάντα της τάξης του θαύματος, δεν υπολογίζεται προκαταβολικά.
HW: Δεν τον ή την βρίσκουμε τυχαία. Γιατί αυτός ο άνδρας ή γιατί αυτή η γυναίκα ;
JAM: Είναι αυτό που ο Freud ονομάζει Liebesbedingung, η κατάσταση της αγάπης, το αίτιο της επιθυμίας. Είναι ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή σύνολο χαρακτηριστικών  που οδηγούν το άτομο να επιλέξει τον/ την αγαπημένο/η. Αυτό διαφεύγει εξ’ ολοκλήρου των νευροεπιστημών, επειδή είναι μοναδικό σε κάθε άνθρωπο, εξαρτάται από την μοναδική προσωπική του ιστορία. Για παράδειγμα, ο Freud αναφέρει για έναν ασθενή του ότι αίτιο της επιθυμίας του ήταν η γυαλάδα μιας γυναικείας μύτης.
HW: Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς στον έρωτα που θεμελιώνεται σε τέτοια ασήμαντα πράγματα!
JAM: Η πραγματικότητα του ασυνείδητου ξεπερνά την φαντασία. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα θεμελιώνονται στην ανθρώπινη ζωή, ιδιαίτερα όσον αφορά τον έρωτα σε μικρά πράγματα, σε «θεϊκές λεπτομέρειες». Είναι αλήθεια ότι στους άντρες βρίσκεις τέτοια αίτια επιθυμίας, τα οποία είναι όπως τα φετίχ. Η παρουσία τους είναι απαραίτητη για να πυροδοτηθεί η διαδικασία της αγάπης. Μικροσκοπικές ιδιαιτερότητες, ενθύμια του πατέρα, της μητέρας, του αδελφού, της αδελφής, κάποιου/ας από την παιδική ηλικία επίσης παίζουν σημαντικό ρόλο στην επιλογή ερωτικού αντικειμένου από την γυναίκα. Αλλά η γυναικεία μορφή της αγάπης είναι περισσότερο ερωτομανιακή παρά φετιχιστική: θέλουν να αγαπηθούν και το ενδιαφέρον, η αγάπη, που τους δείχνεται είναι συχνά sine qua non για την πυροδότηση της αγάπης τους ή τουλάχιστον της συγκατάθεσής τους.  Αυτό το φαινόμενο βρίσκεται στην βάση του φλερτ των ανδρών προς τις γυναίκες.
HW: Αποδίδεις κάποιον ρόλο στις φαντασιώσεις;
JAM: Στις γυναίκες οι φαντασιώσεις, είτε συνειδητές είτε ασυνείδητες, είναι αυτές που παίζουν τον αποφασιστικό ρόλο για τη θέση της jouissance και λιγότερο η επιλογή του ερωτικού αντικειμένου.  Για τους άντρες ισχύει το αντίθετο.  Για παράδειγμα, μια γυναίκα μπορεί να φτάνει σε οργασμό (απόλαυση) με την προϋπόθεση ότι φαντάζεται κατά τη συνουσία ότι την χτυπούν, τη βιάζουν, ή ότι είναι μια άλλη γυναίκα ή ότι είναι κάπου αλλού, απούσα.
HW: Και η αντρική φαντασίωση;
JAM:  Την συναντούμε στην ιστορία του έρωτα με την πρώτη ματιά. Το κλασικό παράδειγμα που σχολιάστηκε από τον Lacan στη νουβέλα του Γκαίτε, το αιφνίδιο πάθος του Βέρθερου για τη Σαρλό τη στιγμή που τη βλέπει για πρώτη φορά καθώς ταΐζει τα παιδιά τριγύρω της. Εδώ είναι η μητρική ποιότητα της γυναίκας που πυροδοτεί τον έρωτα. Ένα άλλο παράδειγμα παρμένο από την πρακτική μου είναι το εξής: ένα αφεντικό στα 50 του βλέπει υποψηφίους για τη θέση γραμματέως. Εμφανίζεται μια νεαρή γυναίκα 20 χρονών. Αμέσως της δηλώνει τον έρωτά του. Αναρωτιέται τι του συνέβη και ξεκινά ανάλυση. Εκεί αποκαλύπτει τι πυροδότησε την αντίδρασή του. Στη γυναίκα συνάντησε χαρακτηριστικά που του θύμισαν τι ήταν στην ηλικία των 20 όταν πήγε στην πρώτη του συνέντευξη για δουλειά. Κατά κάποιον τρόπο ερωτεύτηκε τον εαυτό του. Σε αυτά τα δύο παραδείγματα βλέπουμε τις δύο πλευρές του έρωτα που διαχώρισε ο Freud: είτε ερωτεύεσαι κάποιον/α που προστατεύει, σε αυτή την περίπτωση τη μητέρα, ή ερωτεύεσαι την ναρκισσιστική εικόνα του εαυτού σου.
HW: Ακούγεται σαν να είμαστε κούκλες!
JAM: Όχι, μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας τίποτα δεν γράφεται προκαταβολικά, δεν υπάρχει πυξίδα, προκαθορισμένη σχέση. Η συνάντησή τους δεν είναι προγραμματισμένη, όπως είναι μεταξύ του σπερματοζωαρίου και του ωάριου. Δεν έχει να κάνει ούτε με τα γονίδιά μας. Οι άνδρες και οι γυναίκες μιλούν, ζουν σε έναν κόσμο λόγου, και αυτό είναι καθοριστικό.  Οι τροπικότητες του έρωτα είναι εξαιρετικά ευαίσθητες στην περιβάλλουσα κουλτούρα. Κάθε πολιτισμός διακρίνεται για τον τρόπο που δομεί τη σχέση μεταξύ των φύλων. Τώρα στη Δύση, στις κοινωνίες μας που είναι φιλελεύθερες, νομικο-δικαιϊκές  το «πολλαπλό» είναι έτοιμο να εκθρονίσει το «ένα». Το ιδεώδες μοντέλο του μεγάλου έρωτα για μια ζωή χάνει σταδιακά έδαφος, έναντι του γρήγορου ραντεβού, του γρήγορου έρωτα και ενός πλήθους εναλλακτικών, διαδοχικών, ακόμη και ταυτόχρονων ερωτικών σεναρίων.
HW: Και η αγάπη μακροπρόθεσμα; Η αιώνια αγάπη;
JAM: Ο Μπαλζάκ είπε: «κάθε πάθος που δεν είναι αιώνιο είναι φρικτό». Αλλά μπορεί ο δεσμός να κρατήσει για μια ζωή μέσα στην εγγραφή του πάθους; Όσο περισσότερο ένας άνδρας αφιερώνεται σε μια γυναίκα, τόσο περισσότερο τείνει να αποδεχτεί μια μητρική σήμανση για αυτόν: περισσότερο εξαϋλωμένη και απλησίαστη παρά αγαπημένη. Οι παντρεμένοι ομοφυλόφιλοι αναπτύσσουν αυτή τη λατρεία της γυναίκας καλύτερα: Ο Αραγκόν  τραγουδάει τον έρωτα του για την Έλσα.  Όταν πεθαίνει, είναι γεια σας αγόρια! Και όταν μια γυναίκα γαντζώνεται σε έναν άντρα, τον ευνουχίζει. Έτσι το μονοπάτι είναι δύσβατο. Το καλύτερο πεπρωμένο για τη συζυγική αγάπη είναι η φιλία, αυτό ουσιαστικά που είπε ο Αριστοτέλης.
HW: Το πρόβλημα είναι ότι οι άντρες λένε ότι δεν καταλαβαίνουν τι θέλουν οι γυναίκες και οι γυναίκες δεν ξέρουν τι περιμένουν οι άντρες από αυτές…
JAM: Ναι. Αυτό που έρχεται ως αντίρρηση στην αριστοτελική λύση είναι ότι ο διάλογος μεταξύ των δύο φύλων είναι αδύνατος, όπως είπε ο Lacan με έναν στεναγμό. Οι ερωτευμένοι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να συνεχίζουν να μαθαίνουν την γλώσσα του άλλου επ’ αόριστον, ψηλαφώντας, αναζητώντας τα κλειδιά, κλειδιά που είναι πάντα ανακλήσιμα. Ο έρωτας είναι πάντα ένας λαβύρινθος από παρεξηγήσεις όπου η έξοδος δεν υπάρχει.
*Ο Jacques-Alain Miller είναι ψυχαναλυτής και συγγραφέας, ιδρυτικός μέλος και πρόεδρος της World Association of Psychoanalysis και επιμελητής της σειράς βιβλίων «Τα Σεμινάρια του Ζακ Λακάν».