Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

Ηράκλειτος vs Παρμενίδης 09/2017

Το περιεχόμενο και η μορφή του ανθρώπινου πολιτισμού καθορίστηκαν όχι τόσο από τις απαντήσεις που δόθηκαν στα μεγάλα ερωτήματα (αρχή του κόσμου, το εφικτόν της γνώσης, η ύπαρξη του Θείου) αλλά από τις μεγάλες«συγκρούσεις» φιλοσόφων και επιστημόνων. Συγκρούσεις που ανέδειξαν την αγωνία του ανθρώπινου όντος να προσδιοριστεί σε σχέση με το περιβάλλον του.
Οι συγκρούσεις αυτές άλλοτε εκφράστηκαν σε βίαιες κοινωνικές – πολιτικές ανακατατάξεις κι άλλοτε παρέμειναν σε καθαρά θεωρητικό – πνευματικό επίπεδο. Όσο κι αν οι πρώτες κατέχουν προνομιούχα θέση στο ενδιαφέρον των μελετητών (ιστορικών, κοινωνιολόγων…) δεν πρέπει να υποτιμάται και ο ρόλος των δεύτερων, γιατί αυτές προετοίμασαν το έδαφος για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της πνευματικής δουλείας και του πρωτογονισμού.
Ειδικότερα οι «μεγάλες συγκρούσεις» αφορούν την προσπάθεια να οριστεί εκείνο το στοιχείο που συνιστά την αρχή του κόσμου αλλά και εκείνο το στοιχείο που καθορίζει τη βαθύτερη δομή και μορφή του κόσμου. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της φύσης των πραγμάτων (rerum naturaπυροδότησε όχι μόνο απλές διαμάχες αλλά και «γιγαντομαχίες» περί της ουσίας των όντων. Και όλα αυτά γιατί η «φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» (Ηράκλειτος). Για να επιτευχθεί, λοιπόν, η αποκωδικοποίηση των αφανών διαδρομών της βαθύτερης ουσίας του όντος και του κόσμου απαιτήθηκε ο ορθολογισμός, η διαίσθηση και η παρατήρηση. Χρειάστηκε μια πνευματική επανάσταση, ένα πέρασμα από το «Μύθο στο Λόγο» και μια απόρριψη των κοσμογονικών μύθων που συντηρούσαν το πνευματικό σκότος και εμπόδιζαν την κριτική σκέψη. Πρωταγωνιστές των μεγάλων αυτών συγκρούσεων υπήρξαν οι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι. Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης αλλά και ο Πλάτων με τον Αριστοτέλη αποτελούν ιστορικά τα πιο εμβληματικά ζεύγη αυτών των μεγάλων πνευματικών συγκρούσεων που καθόρισαν καταλυτικά την επιστημονική πρόοδο και την πνευματική πορεία του ανθρώπου.
Ηράκλειτος vs Παρμενίδης
Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης έζησαν την ίδια εποχή αλλά είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι συναντήθηκαν (540 – 480 π.Χ./ 515 – 440 π.Χ.). Ωστόσο, οι μεταγενέστεροι μελετητές τους κατέταξαν στα άκρα ενός δίπολου πνευματικού αγώνα. Ο «αγώνας» είχε ως αντικείμενο τον ορισμό του «είναι» του «όντος» αλλά και το ακανθώδες θέμα της αλλαγής. Ο μεν Ηράκλειτος αντιπροσωπεύει την Ιωνική σχολή που τάσσεται υπέρ της πολλαπλότητας του κόσμου, ενώ ο Παρμενίδης εκφράζει με τη σκέψη του την Ελεατική σχολή που προβάλλει ως αξίωμα την ακινησία και το μονισμό του όντος. Οι πλουλαριστές (Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής) πίστευαν ότι τα πάντα είναι γέννημα της κοσμικής «ροής» και της κίνησης, ενώ οι μονιστές (Παρμενίδης, Μέλισσος..) θεωρούσαν ότι ο κόσμος διέπεται από σταθερότητα και ενότητα.
Για τον Ηράκλειτο η πραγματικότητα είναι ενιαία, ενώ για τον Παρμενίδη δεν είναι. Ο Ηράκλειτος επιχειρηματολογεί υπέρ της διαρκούς ροής των φαινομένων, ενώ ο Παρμενίδης την απορρίπτει. Ο Ηράκλειτος, επίσης, καταδεικνύει την κρυφή αρμονία του κόσμου, την ενότητα των αντιθέτων «παλίντονος αρμονία», ενώ ο Παρμενίδης αρνείται κάθε αντίθεση και καταφάσκει υπέρ της σταθερότητας του όντος. Ο Ηράκλειτος εμπιστευόταν περισσότερο τις αισθήσεις ως πηγή γνώσης ενώ ο Παρμενίδης πίστευε πως η αλήθεια αποκαλύπτεται μόνο με τη βοήθεια της σκέψης (έννοιες….).
Ειδικότερα, η σκέψη του Ηράκλειτου κινήθηκε πάνω σε δυο βασικούς άξονες: Α. Στην αφανή «ενότητα» των όντων και Β. στο αέναο «γίγνεσθαι» των πάντων. Και τα δυο βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση και ισορροπούν ακολουθώντας το «λόγο» και το «μέτρο». Για τον Ηράκλειτο η πραγματικότητα «ην αεί και εστίν και έσται». Αντί ο Ηράκλειτος να πει πως ο κόσμος είναι αιώνιος χρησιμοποιεί και τους τρεις χρόνους του ρήματος κι έτσι μας φανερώνει τη σχέση του κόσμου με το χρόνο. Εδώ βρίσκεται μια από τις θεμελιώδεις αντιθέσεις του Παρμενίδη προς τον Ηράκλειτο, αφού ο πρώτος δεν αναγνωρίζει ούτε τον Παρατατικό ούτε το Μέλλοντα. Το ον είναι αιώνιο, επειδή υπάρχει «ουδέ ποτ’ ην ουδ’ έσται, επεί νυν εστιν» (Παρμενίδης).
Ωστόσο, ο Εφέσιος φιλόσοφος καθιερώθηκε ως ο εκφραστής της αέναης κίνησης του κόσμου μέσα από την εμβληματική θέση «Τα πάντα ρεί, τα πάντα χωρεί και ουδέν μένει», ή με το παράδειγμα του ποταμού «δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης». Βέβαια το σημαντικότερο δεν ήταν η θέση περί της αιωνίου αλλαγής αλλά η επισήμανση της βασικής αιτίας που προκαλεί αυτήν. Το βασικό αίτιο για το σκοτεινό φιλόσοφο ήταν η πάλη των αντιθέτων. Ο «πόλεμος», ο «κεραυνός» και η «έρις» είναι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Ηράκλειτος για να αποδώσει την ενότητα των αντιθέσεων που πυροδοτούν την κίνηση και την αλλαγή. Η αλλαγή, όμως, και η κίνηση υπακούουν στο «λόγο» και στο «μέτρο» που λειτουργούν ως ρυθμιστικοί κανόνες του σύμπαντος «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα˙ ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν».
Σε όλα τα παραπάνω αντιτάσσεται η φιλοσοφία του Παρμενίδη. Στον αέναως κινούμενο κόσμο του Ηράκλειτου έρχεται ο στατικός αναλλοίωτος,άχρονος κόσμος του Ελεάτη φιλοσόφου. Ο Παρμενίδης, δηλαδή, δέχτηκε τη μοναδικότητα, την ενότητα και την αιωνιότητα του όντος – όπως υποστήριξε ο Ηράκλειτος, απέρριπτε, όμως, την κίνηση και τη μεταβλητότητά του. Απέκλειε την αρχή και το τέλος, τη γένεση και τοθάνατο, την αύξηση και τη φθορά, την κίνηση και τη μεταβλητότητα, τη διαιρετότητα και την ασυνέχεια του όντος.
Με τον παραπάνω τρόπο – κάπως σχηματικά – έχει προχωρήσει η αρχαία σκέψη (η πρώτη μεγάλη σύγκρουση): Από τον Ιωνικό Υλισμό και τη διαλεκτική του Ηράκλειτου στη στατική θεώρηση του Παρμενίδη. Αργότερα ο Εμπεδοκλής συνδύασε και τις δυο φιλοσοφικές θεωρήσεις (ριζώματα / φιλότης και νείκος), όπως και ο Δημόκριτος με τη θεωρία του για τα «άτομα» (Το παρμενίδειο ον) και το «κενό» (αιτιολόγησε την κίνηση – Ηράκλειτος). Σε κάποιο σημείο αυτής της διαπάλης (Ιώνων και Ελεατών) θα εμφανιστεί ένα άλλο ζεύγος αντιπάλων, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι ο ακίνητος κόσμος του Παρμενίδη αλλά ο κόσμος του Ηράκλειτου. Η σκέψη μας, όμως, και όλο το νοητικό μας οικοδόμημα, ως πνευματικών όντων, έχει Παρμενίδεια βάθρα.
Άρα η επιστήμη θα δικαιώσει το «χρη το λέγειν τε νοείν τ’ εόν έμμεναι» του Παρμενίδη ή  τη θέση του Ηράκλειτου «και γινόμενα πάντα κατ’ έριν και χρεών»;
Του συνεργάτη της Μυσταγωγίας – Μυθαγωγίας, Ηλία Γιαννακόπουλου, Φιλόλογου. 

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Ο Βέρθερος J.W. Goethe

ένα βιβλίο που γράφτηκε το 1774, «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου»
Ο Βέρθερος είναι ένας ευαίσθητος νέος, με πολλά ψυχικά αλλά και ακαδημαϊκά χαρίσματα που καταφτάνει σε μια πόλη σχετικά μικρή για να ξεφύγει από έναν ατυχή έρωτα. Εκεί περνά τη μέρα του κυρίως γυρίζοντας στη φύση και ζωγραφίζοντας που και που, αλλά ταυτόχρονα γνωρίζεται με τους ανθρώπους. Σε έναν χορό θα συνοδέψει κάποιες κοπέλες, ανάμεσά τους και τη νεαρή Λόττε, που ενώ ξέρει πως είναι λογοδοσμένη, θα ερωτευτεί παράφορα. Οι δυο νέοι κορτάρουν σχετικά αθώα, αν και ο Βέρθερος δίνεται ψυχή τε και σώματι σε αυτήν την σχέση, και δεν σταματούν να έχουν επαφές ακόμα κι όταν καταφτάνει ο αρραβωνιαστικός της Λόττε ο Άλμπερτ, ο οποίος δεν είναι αντιπαθής, αντιθέτως συχνά οι τρεις νέοι κάνουν όλοι μαζί παρέα.
Καθώς το πάθος του για τη Λόττε εξελίσσεται, ο Βέρθερος καταλαβαίνει πως δεν μπορεί να συνεχιστεί η κατάσταση κι αποδέχεται μια ανιαρή θέση δίπλα σε κάποιον πρέσβη για να φύγει. Εκεί η μονοτονία της δουλειάς, το κοντόφθαλμο αφεντικό του αλλά κυρίως η καλλιτεχνική φύση του δεν τον αφήνουν να στεριώσει. Κι έτσι γυρνά πίσω στη Λόττε που εν τω μεταξύ έχει παντρευτεί τον Άλμπερτ.
Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε μορφή επιστολών που στέλνει ο νεαρός Βέρθερος σε έναν φίλο του, ενώ ο αφηγητής Γκαίτε που συγκέντρωσε αυτές τις επιστολές παρεμβαίνει λίγο, κυρίως στο δεύτερο μέρος. Είναι ένα κείμενο ευκολοδιάβαστο και συγκινητικό, μιλά για τον ανεκπλήρωτο έρωτα με μια πολυπλοκότητα και σαφήνεια που θα περίμενε κανείς από κάποιον του δικού μας καιρού. Κάτω από τα στρώματα του πάθους του Βέρθερου για τη Λόττε εμφανίζεται ο χαρακτήρας του, η ευαισθησία, η επιπολαιότητα, η ορμή του, η ανάγκη του να υπάρξει πέρα από τα συμβατικά πλαίσια κι όμως η συνεχής προσκόλλησή του σε αυτά∙ ως το δραματικό φινάλε.
Απόλαυσα τα πάθη του σα να ήτανε δικά μου, φρίκιασα μαζί του στην δημοσιοϋπαλληλίστικη θέση του, αγάπησα και μίσησα διαδοχικά τον σύζυγο-αντίζηλο. Περιέργως τις μέρες που το διάβαζα, το βιβλίο ακολουθούσε τις διαθέσεις μου (ή εγώ του Βέρθερου) και μου δημιουργούσε μια έντονη προσμονή, ακόμα κι αν ήξερα το τέλος, γιατί αποκαλύπτεται στην εισαγωγή. Μάλλον τελικά –στο βάθος- είμαι μια ρομαντική ψυχή.
«Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου», Γκαίτε, μετ. Στέλλα Νικολούδη, εκδ. Άγρα, σελ. 344

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Αριστοτέλης και Πολιτεία


Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος είναι φύσει ζώον πολιτικόν, δηλαδή έχει έμφυτη την τάση για κοινωνική ζωή. Μόνος του ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει, εκτός αν είναι θεός ή θηρίο. Αρχικά δημιουργείται η οικία, η οικογένεια, που αποτελείται από τον άντρα, τη γυναίκα αλλά και το/τους δούλο/ους. Έτσι εξασφαλίζεται η επιβίωση και η αναπαραγωγή.
Πολλές οικίες μαζί αποτελούν την κώμη, ενώ πολλές κώμες μαζί απαρτίζουν την πόλη.
Η πόλη διαφέρει από την κώμη, γιατί χαρακτηρίζεται απόαυτάρκεια· όμως σκοπός της ύπαρξής της δεν είναι μόνο η εξασφάλιση της αυτάρκειας και της επιβίωσης (του ζην), τελικός σκοπός της είναι το ευ ζην, δηλαδή η εξασφάλιση για τους πολίτες της μιας ευτυχισμένης ζωής, μιας ζωής σύμφωνα με την αρετή.
Πολίτης σύμφωνα με τον Αριστοτέλη είναι εκείνος που συμμετέχει στην άσκηση της δικαστικής λειτουργίας ή έχει τη δυνατότητα να καταλάβει ένα πολιτειακό αξίωμα και να ασκήσει εξουσία.Οι πολιτείες, τα πολιτεύματα, διακρίνονται σε έξι ανάλογα με τον αριθμό αυτών που συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας αλλά και ανάλογα με τους στόχους αυτών που την ασκούν:
· τη βασιλεία, την αριστοκρατία και την ορθή δημοκρατία, που θεωρούνται οι τρεις ορθές πολιτείες (πολιτεύματα)· και στα τρία αυτά πολιτεύματα οι ασκούντες την εξουσία σκοπό έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος όλων των πολιτών.
· την τυραννία, την ολιγαρχία και τη μη ορθή δημοκρατία ( οχλοκρατία)· αυτά είναι οι παρεκτροπές των τριών πρώτων· εδώ σκοπός των αρχόντων είναι η εξυπηρέτηση των προσωπικών τους συμφερόντων.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι από τα τρία πολιτεύματα ο Αριστοτέλης δείχνει την προτίμησή του για το δημοκρατικό πολίτευμα. Το κυριότερο επιχείρημα των εχθρών της δημοκρατίας ήταν την εποχή του Αριστοτέλη (αλλά και σήμερα) ότι δεν είναι δυνατό να ασκούν την εξουσία οι πολλοί, αφού δε διαθέτουν την ικανότητα και τις γνώσεις που απαιτούνται για την άσκησή της. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι μπορεί ο καθένας ξεχωριστά από τους πολλούς να είναι κατώτερος από μερικούς αρίστους, στο σύνολό τους όμως η γνώμη τους είναι πιο σωστή από τη γνώμη των ολίγων. Προϋπόθεση για την επιβίωση της δημοκρατίας θεωρεί ο Αριστοτέλης την ύπαρξη μιας ισχυρής μεσαίας τάξης, αφού οι πλούσιοι επιδιώκουν την εγκαθίδρυση ολιγαρχίας, ενώ οι φτωχοί ρέπουν προς την οχλοκρατία και την κατάργηση του νόμου, που προστατεύει τους πλούσιους συμπολίτες τους.
Στήριγμα της πολιτείας κατά τον Αριστοτέλη είναι οι νόμοι· παραδέχεται, βέβαια, ότι ο άριστος άνθρωπος, ο ενάρετος δε χρειάζεται τους νόμους, για να κάνει τις σωστές επιλογές, όμως δεν παραγνωρίζει την πιθανότητα και αυτός ακόμη να πέσει θύμα των επιθυμιών και των παθών του.
Πρώτος ο Αριστοτέλης κάνει μια στοιχειώδη διάκριση των εξουσιών στην πολιτεία. Ως το κυριότερο μόριό της (μέρος της) θεωρεί το βουλευόμενον περί των κοινών, δηλαδή το σύνολο των πολιτών. Αυτοί αποφασίζουν για τους νόμους (η σημερινή νομοθετική εξουσία) αλλά έχουν και αρμοδιότητες που σήμερα έχει η εκτελεστική εξουσία. Ένα δεύτερο μόριο είναι το περί τας αρχάς (η σημερινή εκτελεστική εξουσία) και τρίτο είναι το δικάζον (η σημερινή δικαστική εξουσία). Σε νεότερους χρόνους, ο Λοκ και ο Μοντεσκιέ διέκριναν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις εξουσίες σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα.
Τα αίτια που οδηγούν στις παρεκβατικές πολιτείες είναι σύμφωνα με τον Αριστοτέλη:
· Η ανισότητα, όταν αυτή στηρίζεται όχι στην πραγματική αξία αλλά σε εξωτερικά κριτήρια, όπως είναι ο πλούτος.
· Η παραβίαση των νόμων, που μπορεί να ξεκινήσει από μικρά και ασήμαντα ζητήματα και να καταλήξει στην κατάργηση της έννομης τάξης και του πολιτεύματος.
· Η ύπαρξη κολάκων, που παρασύρουν τους βασιλείς και τους μετατρέπουν σε τυράννους, και δημαγωγών, που παρασύρουν το πλήθος στην οχλοκρατία.

Κυριότερα μέσα για τη στερέωση ενός πολιτεύματος είναι:

· Η τήρηση των νόμων
· Η άσκηση με μετριοπάθεια της εξουσίας και πάνω από όλα
· Η ύπαρξη παιδείας προσαρμοσμένης στον τύπο του πολιτεύματος.

Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Το συνειδητό και το ασυνείδητο

Σύμφωνα με τον Freud, αληθινό δεν είναι μόνο ότι μας περιβάλει, αλλά και ότι εσωτερικά μας αντιστέκεται. Περί το έτος 1923 ο Freud είχε καταφέρει να διαμορφώσει ένα μοντέλο του τρόπου λειτουργίας του ανθρωπίνου πνεύματος. Στο έργο του «Το συνειδητό και το ασυνείδητο» (The Ego and the Id) περιγράφει τις πνευματικές δομές ως αποτελούμενες από σχέσεις μεταξύ τριών παραγόντων, συγκεκριμένα τριών πεδίων πνευματικής λειτουργίας , του ασυνειδήτου: το Εγώ (Ως οργανωμένου και συνειδητού μέρους του ασυνειδήτου), το Υπέρ εγώ (Super ego) ως εμπεριέχοντος εικόνες οι οποίες δημιουργούν σύγχυση στο Εγώ και προωθούνται συμπιεζόμενες προς τα εκεί, και τέλος το υπόλοιπο ασυνείδητο το οποίο εμπεριέχει τις απωθημένες ανεκπλήρωτες επιθυμίες του συνειδητού Εγώ.  Αυτή του η θεώρηση τον έφερε πιο κοντά στο σύγχρονο μοντέλο αντίληψης του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου το οποίο αποτελείται από δυναμικές σχέσεις μεταξύ αντικειμένων τα οποία έχουν ενδοβληθεί ως εσωτερικές εικόνες.
Το 1926 επανέρχεται για να επεξεργαστεί και να βελτιώσει  την αντίληψή του για την γενεσιουργό αιτία του άγχους. Αυτή η εξέλιξη του παρέχει την δυνατότητα να προσθέσει στο ψηφιδωτό του την ψηφίδα που του έλειπε, συνθέτοντας με τον τρόπο αυτό την σύγχρονη θεωρία με την οποία κατανοούμε τις επιπτώσεις του ψυχικού τραύματος στις μέρες μας. Όταν ένα εξαιρετικά σοβαρό εξωτερικό γεγονός προσκρούσει στην πνευματική μας οργάνωση και ισορροπία, επιφέρει μια άμεση καταστροφή των ψυχικών μας αντιστάσεων εναντίον του άγχους, και τότε η αγωνία που καταλαμβάνει το πνεύμα, προέρχεται από εσωτερικούς παράγοντες, παρά το γεγονός ότι η πρωταρχική ως γενεσιουργός αιτία του συμβάντος ήταν εξωτερική.
Όπως στη σωματική πρόσκρουση με κάποιο συμπαγές αντικείμενο έχουμε  λύση της συνεχείας του δέρματος, έτσι και στο ψυχικό συμβάν κατά τον Freud, έχουμε ρήξη του νοητού θύλακος των αντιστάσεων του ασυνειδήτου, οι οποίες το προφυλάσσουν υπό μορφή δέρματος ή ασπίδας. Επιπροσθέτως όμως έχουμε και κάτι άλλο που δεν έχουμε στην περίπτωση του υλικού δέρματος. Με την απώλεια των ψυχικών αντιστάσεων, καθώς οι απωθημένες εικόνες διαθέτουν δυναμική, όντας συνυφασμένες με τα αντίστοιχα ζοφερά αισθήματα κατά τον χρόνο της απώθησής τους, έχουμε αλληλεπιδράσεις τόσο μεταξύ των, όσο και κάθε μίας ξεχωριστά, με το εξωτερικό συμβάν. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να έχουμε κατάρρευση στο επίπεδο του νοήματος και της σημασίας. Με τον τρόπο αυτό ο Freud αποκαλύπτει ότι έχουμε δύο αλήθειες τις οποίες μπορούμε να βιώσουμε. Την «πρακτική αλήθεια» που είναι η εξωτερική και την «ψυχική αλήθεια» που είναι η εσωτερική.
Ο Freud επίσης απαρίθμησε τα αρχέγονα  άγχη που κατά την γνώμη του μπορεί να αποτελέσουν δυνητικές τραυματικές εμπειρίες στη πορεία της ζωής, τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε ατομικό επίπεδο.
Αυτά είναι:
  1. Το άγχος της γέννας.
  2. Το άγχος του ευνουχισμού.
  3. Το άγχος απώλειας του λατρευτού αντικειμένου (μητρικό στήθος).
  4. Το άγχος της απώλειας αγάπης από μέρους του λατρευτού αντικειμένου.
  5. Το άγχος της απουσίας ως εκμηδένισης.
Όλα αυτά τα άγχη έχουν ένα κοινό σημείο αναφοράς που είναι ο αποχωρισμός, ή, η απώλεια,  κάποιου προσώπου η αντικειμένου, που αισθανόμαστε τόσο σημαντικό στη ζωή μας, όσο η ίδια μας η ζωή. Για τον λόγο αυτό τα εν λόγω άγχη φέρουν τον άνθρωπο όλο και πιο κοντά σε μια ψυχική αναγνώριση, αυτήν, του θανάτου.
Ας παρακολουθήσουμε τις διεργασίες όπως αποτυπώνονται στις αντιδράσεις ενός βρέφους πριν την ώρα του ταΐσματος του.  Στο σωματικό επίπεδο έχουμε τα γαστρικά υγρά τα οποία ερεθίζουν τον βλεννογόνο του στομάχου και του προκαλούν πόνο. Στο ψυχικό επίπεδο όπως αποδεικνύουν οι κλινικές παρατηρήσεις έχουμε μία τρομακτική πνευματική διωκτική εικόνα, είτε δράκου, είτε κροκοδείλου, που αναγκάζει το παιδί να εκδηλωθεί σωματικά με κλάμα μια που δεν μιλάει ακόμη, για να το ακούσει η μητέρα του και να έρθει να το ταΐσει. Αφού ολοκληρώσει το φαγάκι του το στομαχάκι του ηρεμεί από την  τοξικότητα των γαστρικών υγρών επί του βλεννογόνου, αλλά ο δράκος ως εικόνα στο μυαλό του παραμένει και το εγώ την σπρώχνει στο υπερεγώ.
Καθώς αναπτυσσόμαστε και μέχρι να φτάσουμε στο γλωσσικό στάδιο όπου μπορούμε να εκφράζουμε τις ανάγκες μας μέσω του λόγου, το υπέρ εγώ μας, ίσως έχει γεμίσει με αρκετούς δράκους και κροκόδειλους ανάλογα με το κατά πόσο αισθανόμασταν ασφαλείς η ανασφαλείς κατά την διάρκεια της ανάπτυξης μας. Είναι οι ίδιοι οι δράκοι και οι κροκόδειλοι, οι οποίοι στις περιπτώσεις μιας μεγάλης φυσικής καταστροφής με θύματα γνωστά μας πρόσωπα, μας οδηγούν στο χάσιμο του νοήματος και της σημασίας της ζωής,  πλημμυρίζοντας το πνεύμα με διωκτικές εικόνες άγχους, καθώς οι προστατευτικές μας πνευματικές αντιστάσεις κατά του άγχους, έχουν καταστραφεί από το εξωτερικό γεγονός.
Παραθέτω κλινικό αναλυτικό επιστημονικό παράδειγμα ψυχικού τραύματος απo το βιβλίο της Caroline Garland «Understanding Trauma» προς πληρέστερη κατανόηση των πρακτικών αποτελεσμάτων της θεωρίας των ψυχικών τραυμάτων του Freud.
Ένας επιτυχημένος αναισθησιολόγος μετά από ένα ατύχημα με μοτοσυκλέτα τραυματίζεται σοβαρά και παραμένει στην εντατική για αρκετό χρονικό διάστημα. Μετά την αποθεραπεία του όμως, και ενώ τα σωματικά του τραύματα επουλώνονται, ο ίδιος δεν αισθανότανε καθόλου καλά. Είχε καταληφθεί από μια μελαγχολική διάθεση που έφθανε στα όρια της κατάθλιψης, καθώς το μυαλό του γυρνούσε συνέχεια γύρω από τις συνθήκες του ατυχήματος, και κολλούσε εμμονικά στις άσχημες εικόνες που το ζωντάνευαν. Δεν είχε διάθεση να οδηγήσει, δεν αισθανόταν καμία έλξη προς την κοπέλα του, και το χειρότερο, θεωρούσε τον εαυτό του, ανίκανο προς εργασία. Είχε πάρει μια τρίμηνη άδεια στη διάρκεια της οποίας είχε μείνει μέσα στο σπίτι, και μετά παρέλευση τριών μηνών δεν θεωρούσε τον εαυτό του ικανό να επιστρέψει στη δουλειά του.
Ήταν νευρικός μας αφηγείται η Garland, ευέξαπτος στις συνεδρίες, και ήθελε να ξέρει σε ποιο στάδιο βρισκόταν η κατάστασή του σε σχέση με τη θεραπεία, και γιατί εγώ δεν τον βοηθούσα με την γνωμάτευσή μου γύρω από το τι του συμβαίνει. Του επεσήμανα ότι καθώς και ο ίδιος ήταν γιατρός έπρεπε να γνωρίζει ότι αυτό που πρόσφερα ως ψυχολογική βοήθεια ήταν η «ομιλητική θεραπεία». Του επεσήμανα επίσης ότι είχε έρθει σε μένα επειδή ήθελε να μιλήσει για κάτι που τον απασχολούσε, και ότι και εγώ με τη σειρά μου διερωτώμουν τι μπορεί να ήταν αυτό.
Γεμάτος νευρικότητα και με έντονο βλέμμα σκεπτικισμού άρχισε με μεγάλη επιφύλαξη να μου μιλάει για τον εαυτό του. Φάνηκε ότι κατά την διάρκεια των παιδικών του χρόνων – προερχόταν από μια αγροτική οικογένεια της Ουαλίας η οποία πάλευε ατελείωτα να τα φέρει βόλτα – δεν είχε ποτέ διακοπές. Εργαζόταν πάντα για τους γονείς του στον αγρό, και εκείνοι ως αμοιβή του έβαζαν τον μισθό του σε ένα τραπεζικό λογαριασμό, για να έχει μία καλή πανεπιστημιακή μόρφωση, όταν θα μεγάλωνε όπως ήταν το όνειρο και η προτεραιότητα των γονιών του. Ο ίδιος πράγματι πήγε στο πανεπιστήμιο με το οποίο τα πήγαινε πολύ καλά, και ήταν κάτι που συνέβαλε στο να αισθάνεται και να περνάει καλά και ευχάριστα στη ζωή του.
Παρ όλο δε, που αναγνώριζε ότι τα κίνητρα των γονιών του ήταν αγαθά, μέσα του είχε ένα παράπονο που μεγάλωνε μαζί του, σχετικά με το γεγονός ότι του είχαν στερήσει την ανεμελιά των παιδικών του χρόνων, όπως το έβλεπε ο ίδιος. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην εντατική όπου παρέμεινε κλινήρης με ρήξη του πνεύμονα βαριάς μορφής, πήρε πολύ στραβά ένα αστείο της προϊσταμένης, η οποία του είπε ότι, οι τραυματίες γιατροί είναι πολύ πιο παράξενοι και κάνουν περισσότερη φασαρία από τους ασθενείς που δεν είναι γιατροί. Μετά από αυτήν της τη φράση ο αναισθησιολόγος ασθενής πίστευε, ότι δεν τον πρόσεχε καθόλου η προϊσταμένη, ότι του μπέρδευε τις δοσολογίες των φαρμάκων της θεραπείας του, και τον έκανε να υποφέρει από φρικτούς πόνους.
Αισθάνθηκε τρομοκρατημένος, απελπιστικά αβοήθητος, και  πολύ εξοργισμένος. Σκέφθηκε δε, ότι αν τα έφερνε ποτέ η τύχη και είχε την ευκαιρία να έχει ως ασθενή την προϊσταμένη για κάποια χειρουργική της επέμβαση, θα της έβαζε λίγο αναισθητικό στον ορό αναισθησίας, ώστε να νοιώσει όλους τους πόνους της εγχείρησης. Στην πραγματικότητα ευχόταν να την δει νεκρή.
Η ανάλυση του ιστορικού του καθώς και των σκέψεων και των αισθημάτων σχετικά με το  ατύχημα – γιατί η φίλη του που ταξίδευε μαζί του στο πίσω αυτοκίνητο δεν του άναψε τα φλας να τον προειδοποιήσει σχετικά με την επερχόμενη καταστροφή, αφού είπε ότι την έβλεπε να έρχεται – δεν άφησε ούτε σε μένα αλλά ούτε και στο ίδιο καμία αμφιβολία, ότι εμφάνιζε δολοφονικές και επιθετικές παρορμήσεις, και προς την προϊσταμένη, αλλά και προς την φίλη του, και πίσω από αυτές, στο μακρινό παρελθόν, και προς τη μητέρα του, καθώς όλες τους έπρεπε να αναλάβουν την προστασία του, και να τον φροντίσουν καλύτερα,  και όχι να του συμπεριφερθούν έτσι άσχημα όπως και εγώ η ίδια, η οποία με το να τον περιμένω να μιλήσει και να τον ακούσω, αποτύγχανα να του παράσχω την κατάλληλη  φροντίδα. Αυτές οι σκέψεις τον είχαν τρομοκρατήσει καθώς ένας αναισθησιολόγος στη πραγματικότητα, δεν ελέγχει μόνο τον πόνο, αλλά τη ζωή και τον θάνατο επίσης.
Ο αναισθησιολόγος μας, είχε  απωθήσει την ανάμνηση αυτών των δολοφονικών παρορμήσεων αλλά είχε αποκτήσει ένα σύμπτωμα (ανικανότητα προς εργασία) η οποία μετέφερε μια αρκετά αισθητή συμβολική σημασία – απέφευγε να βάλει τον εαυτό του στη θέση αυτού, ο οποίος θα είχε τη ζωή κάποιου στα χέρια του.
Τρεις συνεδρίες αργότερα, ανακουφισμένος από τις ανακαλύψεις μας, και διασκεδάζοντας την αναγνώριση του ότι και ο ίδιος είχε ασυνείδητο – νόμιζε ότι τα συμπτώματα ανήκουν μόνο στους νευρωτικούς – επέστρεψε στην εργασία του, άρχισε να οδηγεί και πάλι, ενώ από κοινού με τη φίλη του προγραμμάτιζαν τη δημιουργία οικογένειας. Βραχυχρόνια τουλάχιστον, φάνηκε ότι τα προβλήματα είχαν επιλυθεί στο βαθμό που να επιτρέπουν την εμφάνιση της πράξης ως κίνησης.
Τι πέτυχε τελικά η τραυματική αφήγηση του αναισθησιολόγου μας στα πλαίσια της  ψυχαναλυτικής διάταξης (psychoanalytic setting);
Πέτυχε τελικά να ανασύρει το απωθημένο στο ασυνείδητο, φαντασιακό, και δολοφονικό αίσθημα του αναισθησιολόγου απέναντι στη μητέρα του, αναγκάζοντας τον να το βιώσει ως τέτοιο, και να το χωρέσει μέσω της αφήγησης στο λόγο του, ο οποίος ενώνοντας τους δύο χρόνους (παρελθόν-παρόν) το έφερε στην αλήθεια του παρόντος, καταστρέφοντας με το τρόπο αυτό,  τον φαντασιακό χαρακτήρα της εικόνας της ψυχικής ενέργειας, που το είχε δημιουργήσει, και μαζί με αυτήν και το σύμπτωμα.
Και αν όλα αυτά συμβαίνουν σε ατομικό επίπεδο τότε τι μπορεί να συμβαίνει σε πολιτικό η πολιτισμικό;

Όταν ο συμβολισμοί ησυχάζουν τα συναισθήματα, τους εμπιστευόμαστε όταν οδηγούν σε αδιέξοδα προκαλούν, την δυσπιστία και την μηδενιστική μας επιθετικότητα εναντίον των θεσμών η των ατόμων τα οποία τους ενσαρκώνουν. Η συμβολική που μεταδίδει συναισθηματική ηρεμία είναι το πολιτικώς ενδεδειγμένο ζητούμενο. Εάν έχουν έτσι τα πράγματα, δεν ενδιαφέρει η αυστηρή χειραγώγηση των συναισθημάτων είτε η παρορμητική τους απελευθέρωση, αλλά η μετά λόγου παρακολούθηση της αλογίας των, κάτι διόλου απλό αφού πρόκειται για ψυχικούς αυτοματισμούς με δύναμη ενστίκτου. Σκοπός δεν είναι να υποτάξουμε τα συναισθήματα είναι να τους δώσουμε μία μορφή η οποία να τα εξευγενίζει όπως συμβαίνει με τα έργα τέχνης. Όταν νοιώθω απειλούμενος δεν προλαβαίνω να σκεφθώ: φοβάμαι η εξαγριώνομαι. Το ποντίκι η κατσαρίδα, το ερπετό, ο τρομοκράτης, το μνημόνιο,  δεν είναι ο ίδιος ο φόβος. Ο φόβος έχει να κάνει με τις διαστάσεις των συμβολισμών του στις ψυχές, καταπολεμείται δε εφ όσον οι εικόνες τους επανασυνδεθούν με την πραγματικότητα τους. Διαφορετικά ο φετιχισμός των φοβικών εικόνων θα διαιωνίζεται κι εκείνες θα ελλοχεύουν στην ψυχή απειλητικά, αυτοεπιβεβαιούμενες στην επανάληψή τους. Εξού και η πολιτική σκέψη οφείλει να χρησιμοποιεί και εργαλεία ανθρωπολογικής προελεύσεως, ώστε να προσεγγίζει μαζί με τα εξωτερικά δεδομένα τις νοοτροπίες  και τις συμπεριφορές.
Είναι αξιοσημείωτη η επενέργεια του φαντασιακού στοιχείο, που συνδέει υποδόρια τη σκέψη με τα ένστικτα, και τα πράγματα με τις επιθυμίες μας διαχωρίζοντας τα από την αντικειμενική τους συνθήκη. Φαντασιακό συγκροτούν ατομικές η συλλογικές οδηγητικές αντιλήψεις, με περιεχόμενο εικόνες του ασυνειδήτου, οι οποίες υποκαθίστανται χωρίς καμία λογική στις παραστάσεις της εμπειρικής πραγματικότητας, και συν τω χρόνω υποβάλλονται σε επεξεργασία συμβολικής μεταλλάξεως. … Η εικόνα της πατρικής αυθεντίας και αρχής, η οποία στο ασυνείδητο μεταλλάσσεται σε ζοφερή αυταρχική εξουσία, εναντίον της οποίας εξεγείρονται ως έφηβοι και ως νέοι, κατά μόνας ή ομαδικά, οι οιδιπόδειοι ανέστιοι ριζοσπάστες αριστεροί, και γενικώς λαϊκιστές παντός καιρού, όλοι τους με απώτερη επιδίωξη να την καταλάβουν και να την απολαμβάνουν, μεταβαλλόμενοι από θύματα σε θύτες. Το παιδί παίζει για να μεγαλώσει, ο ενήλικος παίζει για να μην έχει την ευθύνη των πράξεων του, και για να του φέρονται σαν να ήταν ταλαίπωρο πλάσμα. Σε συνθήκες ομαλότητας ναυαγούν,  διότι εκεί η σχέση με τον εαυτό προϋποθέτει να εκτεθούν μέσα τους, να αναλάβουν την ευθύνη της υπάρξεώς τους, αντί να φορτώνουν σε άλλους το εσωτερικό τους κενό.
Oι ζαλισμένοι πολίτες εμπιστεύονταν μόνο τις επιθυμίες τους, διευκολύνοντας την παράδοση σε παραισθησιογόνα ιδεολογήματα, και εκλαμβάνοντας τα ψυχικά γεγονότα σαν αντικειμενικά.
Μετά την σύντομη ανάλυση των ψυχικών αντιδράσεων σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο  θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι στο βαθμό που αναγνωρίζουμε την ψυχική αλήθεια του ασυνειδήτου, κατανοώντας παράλληλα ότι η λογική δεν στηρίζει απόλυτα το υποκείμενο, μας παρέχεται η δυνατότης να επιλέξουμε τρόπους, ώστε οι πράξεις μας στη ζωή να είναι μέσα στο νόημα των πραγμάτων, και όχι στα σύμβολα και στις λέξεις τους. Με τον τρόπο αυτό, ακολουθούμε την ψυχή μας στον αναβαθμό της, βιώνοντας τη ζωή μας στην ποιητική της διάσταση και όχι στην λογική διατύπωση των συμβολισμών, που κάποιοι θέλουν να μας επιβάλουν για δικό τους όφελος.

Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

περί ''αόρατης κλωστής''...

Δολοφονικός ευνουχισμός 
με τα δηλητηριώδη μανιτάρια της...

Η δολοφόνος Βίκι Κριπς (ερμηνεία - αποκάλυψη) του φιλμ 
Αόρατη Κλωστή, σ΄ενα κομψοτέχνημα ντυμένο με τα ρούχα 
ενός φαρμακερού και μακάβριου, αστείου love story...

Μία Δυτική μεταφορά της Αυτοκρατορίας των αισθήσεων 
του Ναγκίσα Οσιμα!

Το θέμα της ταινίας του Πωλ Τόμας Άντερσον, 
που έγραψε και το σενάριο, είναι:
- Ο γυναικείος ερωτισμός εξωθημένος ως τα άκρα 
- Ερωτισμός που αποκορυφώνεται στη φαντασίωση 
  του θανάτου και του ευνουχισμού του άντρα...

Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

Μαρσέλ Προυστ για τον έρωτα


 "Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο",  France  

1. "Ο έρωτας είναι ένα χτυπητό παράδειγμα για το πόσο μικρή σημασία έχει για μας η πραγματικότητα".   

2. "Σε ένα χωρισμό, αυτός που δεν είναι πραγματικά ερωτευμένος είναι αυτός που θα πει και τα πιο τρυφερά λόγια".   

3. "Ας αφήσουμε τις όμορφες γυναίκες στους άντρες εκείνους που δεν έχουν φαντασία".   

4. "Οι αληθινοί παράδεισοι είναι οι παράδεισοι που έχουν χαθεί".   

5.  "Η επιθυμία για κάτι τα κάνει όλα να ανθίζουν. Η απόκτηση αυτού του κάτι τα κάνει όλα να μαραίνονται και να ξεθωριάζουν".   

6. "Έρχεται τόσο γρήγορα η στιγμή που δεν υπάρχει πια τίποτα για να περιμένουμε".   

7. "Τα ψέματα είναι απαραίτητα στον άνθρωπο. Είναι -ίσως- εξίσου σημαντικά με την αναζήτηση της ηδονής και, επιπλέον, υπαγορεύονται από αυτήν την αναζήτηση".   

8. "Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν πολλά διαφορετικά πάθη. Το αληθινό είναι αυτό, για χάρη του οποίου είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τους άλλους".   

9. "Αφήστε μας να είμαστε ευγνώμονες στους ανθρώπους που μας έκαναν ευτυχισμένους. Είναι οι γοητευτικοί κηπουροί που κάνουν τις ψυχές μας να ανθίζουν".   

10. Ο χρόνος, αυτός που αλλάζει τους ανθρώπους, δεν αλλοιώνει την εικόνα που έχουμε γι’ αυτούς   

11. Οι άνθρωποι που δεν είναι ερωτευμένοι, δεν καταλαβαίνουν πως έναν έξυπνος άντρας μπορεί να υποφέρει πραγματικά από μία συνηθισμένη γυναίκα. Είναι σα να εκπλήσσεσαι που η χολέρα μπορεί να προσβάλλει τους πάντες. Αυτός ο ασήμαντος βάκιλος…». 

Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Πασκάλ, πριν από 350 χρόνια

Πρωτοπόρος στην ψυχολογία και τις διαπραγματεύσεις

Η ψυχολογία βεβαίως, στον 17ο αιώνα, δεν είχε καν εμφανιστεί. Συγκεκριμένα ο Πασκάλ επινόησε και καθόρισε τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο για να κάνεις κάποιον να αλλάξει άποψη, αιώνες πριν οι πειραματικοί ψυχολόγοι να αρχίσουν να μελετούν το ζήτημα της πειθούς.
Ο μεγάλος γάλλος στοχαστής ανέφερε:
Όταν θέλουμε να διορθώσουμε κάποιον για να αποκτήσουμε εμείς πλεονέκτημα, και να δείξουμε στον άλλον ότι σφάλλει, θα πρέπει να παρατηρήσουμε από ποια πλευρά βλέπει το θέμα, καθώς για αυτόν, αυτή η πλευρά είναι η αληθινή. Αν τον προσεγγίσεις από εκείνη την πλευρά που βλέπει ως αληθινή, τότε μπορείς στη συνέχεια να του αποκαλύψεις και την πλευρά η οποία είναι λανθασμένη. Ο ίδιος είναι ικανοποιημένος με αυτό, διότι βλέπει ότι δεν ήταν γενικότερα λάθος, και ότι απέτυχε μόνο στο να δει όλες τις πλευρές. Τώρα, κανείς δεν αισθάνεται προσβεβλημένος διότι δεν κατάφερε να δει τα πάντα. Όμως κανείς δεν θα ήθελε να είναι γενικά λάθος, και αυτό πιθανότατα πηγάζει από το γεγονός ότι ο άνθρωπος εκ φύσεως δεν μπορεί να δει τα πάντα, και ότι φυσικά δεν μπορεί να υπέπεσε σε σφάλμα από την πλευρά που κοιτάζει, δεδομένου ότι οι αντιλήψεις των αισθήσεων μας είναι πάντα αληθείς.
Και ο Πασκάλ πρόσθεσε:
Οι άνθρωποι γενικώς, πείθονται καλύτερα από τους λόγους που ανακάλυψαν οι ίδιοι σε σχέση με αυτούς που υπέπεσαν στην αντίληψή τους, επειδή κάποιοι άλλοι τους το ανέφεραν.
Θέτοντάς το απλά, ο Πασκάλ λέει ότι όταν διαφωνείς με κάποιον, πρώτα υπόδειξέ του τα σημεία και τις οπτικές στις οποίες είναι σωστός. Και προκειμένου να πείσεις με ενεργητικό τρόπο κάποιον να αλλάξει την άποψή του σε κάτι, οδήγησέ τον στο  ‘αντίθετο’ σημείο (που αφορά στην διαφωνία σας), αλλά με δική του πρωτοβουλία. Όπως λένε σύγχρονοι ψυχολόγοι, και τα δύο σημεία ισχύουν.
Ο Άρθουρ Μάρκμαν, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας αναφέρει ότι ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να κάνεις προκειμένου να προσφέρεις τη δυνατότητα σε κάποιον να αλλάξει την άποψή του σε κάτι, είναι να του μειώσεις τις άμυνές του και να τον εμποδίσεις να περιχαρακωθεί γύρω από την θέση που έχει. Και προσθέτει ότι εάν αμέσως κάποιος αρχίσει να σου λέει ότι όλες οι πλευρές και απόψεις που βλέπεις ένα θέμα, είναι λανθασμένες, δεν έχεις κίνητρο να συνεργαστείς. Αλλά αν αρχίσω να σου λέω, ααα… ναι, είναι πολύ σωστά και σημαντικά αυτά που είπες [ή που νομίζεις ή που πιστεύεις] εκεί και εκεί, τότε δίδεις στον άλλον που έχεις απέναντί σου, έναν λόγο να θέλει να συνεργαστεί ως μέρος της ανταλλαγής. Και αυτό σου δίδει την ευκαιρία, να δώσεις ‘βάρος’ στις ανησυχίες σου για μια συγκεκριμένη θέση αυτού που έχεις απέναντί σου, αλλά με έναν τρόπο που επιτρέπει την παραγωγική συνεργασία.
Ο Μάρκμαν υποστηρίζει και την δεύτερη περί πειθούς υπόδειξη του Πασκάλ: Εάν έχω μια ιδέα από μόνος μου, νοιώθω κατά κάποιο τρόπο, σαν να έχω την κυριότητα της ιδέας αυτής, κάτι που με ικανοποιεί, ενώ αντιθέτως, εάν είναι να ενστερνιστώ την δική σου ιδέα, αυτό στην ουσία σημαίνει ότι θα πρέπει εγώ να διαφοροποιηθώ, προσαρμοζόμενος στην δική σου ισχύ και εξουσία. Και δεν είναι πολλοί αυτοί που το δέχονται κάτι τέτοιο.
Οι παραπάνω πρακτικές βεβαίως, καθώς έχουν νόημα όπου υπάρχουν διαφωνίες, εννοείται ότι είναι ιδιαιτέρως χρήσιμες και στο πεδίο των διαπραγματεύσεων. Ασκούμενος κανείς σε αυτές τις τεχνικές, με τον καιρό θα καταφέρει να τις αναπτύξει ιδιαιτέρως αποτελεσματικά, επιφέροντας πολλά και σημαντικά θετικά στις διαπραγματεύσεις του, σε βάθος χρόνου.

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

Λουίζε φον Σαλομέ

Γεννημένη στη Ρωσία το 1861, από μητέρα γερμανικής καταγωγής και πατέρα στρατηγό στην υπηρεσία του Τσάρου,η Λουίζε είχε δική της μοίρα. Ζώντας σε αυστηρή οικογένεια κατά τα ήθη της εποχής, έσπασε τον κλοιό της και στράφηκε σε σπουδές Θεολογίας, Ιστορίας της Τέχνης και Φιλοσοφίας. Παντρεύτηκε τον καθηγητή Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών Φρίντριχ Καρλ Αντρέας στη Γοτίγγη, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό της. Εντούτοις, η φιλολογία περί του προσώπου της οφείλεται κατά μέγα μέρος στην ισχυρή της θηλυκή παρουσία, και κυρίως στη συναναστροφή της με πρόσωπα που άλλαξαν τον τρόπο του σκέπτεσθαι στην Ευρώπη: Νίτσε, Φρόυντ, Ρίλκε, Μπούμπερ κ.λπ. Ο Νίτσε έγραψε για τη Λου: «Δεν έχω γνωρίσει ακόμη κανέναν ο οποίος θα ήξερε να αντλεί από τις εμπειρίες του ένα τέτοιο πλήθος αντικειμενικών απόψεων, κανέναν ο οποίος θα είχε την ικανότητα να εξάγει τόσο πολλά από όλα τα μεμαθημένα (...) Η Λου είναι ο πέραν του μέτρου ευφυέστερος άνθρωπος που έχω γνωρίσει (...) Για μένα προσωπικά η Λου είναι ένα αληθινό εύρημα της τύχης, εκπληρώνει όλες τις προσδοκίες μου. Δεν είναι εύκολα δυνατό να είναι δύο άνθρωποι περισσότερο συγγενείς απ’ ό,τι εμείς οι δύο (...) Αυτή είναι κατά εκπληκτικό τρόπο προετοιμασμένη ακριβώς για τον δικό μου τρόπο σκέπτεσθαι και των ιδεών μου». Στο βιβλίο του Μάριο Λέις που πρόσφατα κυκλοφόρησε (Ο Νίτσε και οι γυναίκες της ζωής του, Μελάνι) προφανώς η στάση του Νίτσε –που ήταν συφιλιδικός και πάντα αποτύγχανε με τις γυναίκες- απέναντι στη Λου είχε δραματικό χαρακτήρα. Έφτασε, μάλιστα, να γράψει γι’ αυτήν: «Αυτή η κοκαλιάρα, βρομερή, ελεεινή μαϊμού με τα στραβά στήθη!». Αντίθετα, οι σχέσεις της Λου με τον Φρόυντ και τον Ρίλκε ήταν πιο ομαλές, μάλιστα ο δημιουργός της ψυχανάλυσης τη βοήθησε να στραφεί προς τον δικό του προσανατολισμό και ν’ αφήσει σημαντικά κείμενα.   Είχε, λοιπόν, η Λου πραγματική δημιουργική φλέβα ή επαινέθηκε πάντα για αρετές που δεν ταυτίζονταν με τη συγγραφική της παραγωγή; Το βασικό στοιχείο που την τύλιγε μυθιστορηματικά και τη σφράγιζε ως μοιραία γυναίκα δεν ήταν άλλο από τον έρωτα. Αν λάβουμε υπόψη μας τα ήθη του 19ου αιώνα, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί αυτή η Ρωσίδα (περίπου σαν ηρωίδα του Ντοστογιέφσκι) συνάρπαζε τους άνδρες τόσο με την εμφάνισή της όσο και την ευφυΐα της. Στο δοκίμιο που τιτλοφορείται Σκέψεις για το πρόβλημα του έρωτα, η Λου καταγίνεται ευθέως με την ανάλυση του ερωτικού ζεύγους, με ένα πρόβλημα δηλαδή που την αφορούσε απολύτως - τόσο την ίδια όσο και τους υποψήφιους εραστές της. «Στην αγάπη», γράφει, «μας καταλαμβάνει μια ορμή του ενός προς τον άλλον που δεν μοιάζει με τίποτε ακριβώς, καθότι κάτι νέο, ξένο, κάτι που προαισθανθήκαμε και ποθήσαμε, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, δίνει γι’ αυτό την πρώτη ώθηση - τίποτε από το γνωστό μας, οικείο περιβάλλον με το οποίο έχουμε από καιρό αναμειχθεί, το οποίο απλώς επαναλαμβάνει εμάς τους ίδιους. Γι’ αυτό φοβάται κανείς πάντα το τέλος μιας ερωτικής μέθης, ευθύς ως δύο άνθρωποι γνωριστούν πολύ καλά και χαθεί η τελευταία γοητεία του νέου. Και γι’ αυτό οι απαρχές μιας ερωτικής μέθης, με τον αβέβαιο και τρεμουλιαστό φωτισμό με τον οποίο αρχίζει, έχουν όχι μόνο μιαν ανείπωτη γοητεία ως ίδιο χαρακτηριστικό αλλά και μια δύναμη που διεγείρει ιδιαιτέρως γόνιμα, που συγκλονίζει βαθιά ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου, που θέτει ολόκληρη την ψυχή σε κραδασμό, έτσι που με δυσκολία πια εξαλείφεται αργότερα. Βέβαιον είναι ότι από τη στιγμή που το αγαπημένο αντικείμενο επιδρά επάνω μας ως απείρως γνωστό και συγγενές και οικείο και ουδόλως -σε κανένα σημείο πλέον- ως ένα σύμβολο ξένων δυνατοτήτων και δυνάμεων ζωής, η αληθινή ερωτική μέθη φτάνει στο τέλος της».       Η Λου «κατακτούσε» τους άνδρες χωρίς να αφήνεται να κατακτηθεί. Αυτή ήταν η δύναμή της, η πηγή της γοητείας της και πιθανώς το κρυφό της τραύμα. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι αρχίζοντας τις αναλύσεις του ερωτικού ζεύγους πηγαίνει κατευθείαν στη σαρκική πράξη παρά στην ψυχική έλξη που χαρίζει ευτυχία και ενίοτε τρελαίνει. Αποδέχεται βέβαια ότι οι ερωμένοι έχουν ανακαλύψει τον εαυτό τους με επικίνδυνο τρόπο, οπότε ακολουθεί μια περίοδος βαθιάς συμπάθειας, με τη διαφορά φυσικά ότι αυτή η διάθεση διαφέρει ριζικά από την προηγούμενη κατάσταση. Εξαιρετική είναι η παρατήρησή της ότι όταν η ερωτική «μέθη» καταλήγει σε φιλία, οι εραστές συνειδητοποιούν ότι η ερωτική διέγερση δεν ήταν κάτι το ομοιογενές μ’ εμάς, απεναντίας τα νεύρα μας συγκλονίζονταν απέναντι σε έναν ξένο κόσμο ο οποίος αποκλείει την οικειότητα. Έχουμε, δηλαδή, τον «πόλεμο των φύλων», που θα γεννήσει πελώρια φιλολογία και θα ερμηνεύσει το ερωτικό ζεύγος τόσο ως ρομαντική απολυτότητα όσο και ως υποχρεωτικό καθήκον του γάμου που φέρνει στον κόσμο τους απογόνους. Τυχαία μήπως η Λου θυμάται τη φοβερή –για την εποχή- φράση του Σαμφόρ: «Ο έρως δεν είναι τίποτε άλλο από συγχρωτισμός δύο επιδερμίδων». Η Λου απαριθμεί και αναλύει όλες τις μορφές ερωτικής συνάντησης που βίωσε: έρως άνευ ανταποκρίσεως, έρως παράφορος που καταλήγει σε άγρια μοναξιά, έρως με απογόνους ή χωρίς απογόνους, ευτυχία μέσω διπλασιασμού, ερωτική μέθη και ερωτική δυστυχία. Ειδική δύναμη έχουν κάποιες αιφνίδιες περιγραφές της ερωτικής πληρότητας που αποσπούν λυρικές ομολογίες από τη Ρωσίδα πρωθιέρεια του έρωτα. «Κάθε έρωτας φέρνει ευτυχία, ακόμη και ο πλέον άτυχος. Η σοβαρότητα αυτής της ρήσης πρέπει να γίνει κατανοητή εξ ολοκλήρου χωρίς συναισθηματισμό, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο αγαπημένος άλλος, απλώς ως ευτυχία του καθαυτό έρωτα, ο οποίος στην εορταστική του αναστάτωση ανάβει έως την πιο κρυφή γωνιά του Είναι μας εκατοντάδες φωτεινά κεριά, των οποίων η λάμψη καταυγάζει όλα τα πραγματικά αντικείμενα». Η Λου συγκρίνει αυτή την κατάσταση με το παιδί που βυθίζεται στην αρχέγονη ταύτιση σώματος και πνεύματος κυριαρχούμενο από την προίκα μιας ιδιοφυΐας που, ενώπιον του απίθανου κόσμου, εκφράζεται με μιαν αφελή κωλοτούμπα. Έρως, γράφει, σημαίνει το εξής: «Να ξέρουμε κάποιον του οποίου το χρώμα πρέπει να παίρνουν τα πράγματα, αν θέλουν να φτάσουν πλήρως ως εμάς, ούτως ώστε να παύουν να είναι αδιάφορα ή φοβερά, ψυχρά ή κενά, και ακόμη και τα πλέον απειλητικά ανάμεσά τους, όπως τα κακά ζώα, με την είσοδό τους στον κήπο της Εδέμ, να πέφτουν εξημερωμένα στα πόδια μας». Ο εαυτός του ερωτευμένου είναι, άραγε, κάτι που ποδοπατείται ανεξέλεγκτα ή, αντίθετα, αποτελεί τη βαθιά οικονομία της ψυχής, η οποία μπορεί να γεννά την απελπισία του προδομένου ή την εσωτερική καρποφορία και ομορφιά; Η Λου συμπεραίνει με αίσθημα μεγαλείου: «Μόνον όποιος μένει πλήρως ο εαυτός του είναι κατάλληλος να αγαπιέται διαρκώς, επειδή μόνον αυτός μπορεί στη ζωντανή πληρότητα να συμβολίζει για τον άλλον τη ζωή, μόνον αυτός μπορεί να γίνει αισθητός ως μια δύναμή της». Και συνεχίζει απαριθμώντας τα σφάλματα του έρωτα: φοβισμένη προσαρμογή, αμοιβαία τριβή, ατέλειωτες αμοιβαίες υποχωρήσεις, συνύπαρξη για πρακτικούς λόγους. Ως εκ τούτου, μετά από μια μακρά ζωή φαινομενικά ευτυχισμένη, όταν ο θάνατος χωρίζει ένα ερωτικό ζεύγος, ο επιζών αρχίζει αίφνης να ξανανιώνει κατά έναν τελείως καινοφανή τρόπο. Με απλά λόγια, γίνεται άλλος άνθρωπος, διότι απελευθερώνει την εσωτερικότητά του. Ειδικά η γυναίκα, μετά τον θάνατο του συζύγου, ανακαλύπτει ότι είχε υποβιβαστεί σε απλό «ήμισυ». Οι θλιμμένες χήρες βιώνουν μιαν όψιμη άνθιση της καταπιεσμένης τους οντότητας. Εκεί που το ζεύγος έλεγε «εμείς» αντί για «εγώ», τώρα το εγώ της επιβιωσάσης γνωρίζει μια φοβερή περίοδο εγωμανίας.   Ασφαλώς η Λου δεν αναδείχτηκε μόνο σε θεωρητικό του έρωτα. Οι σπουδές της, οι συναναστροφές της με ιδιοφυείς συγγραφείς, την έστρεψαν σε πολλαπλές κατευθύνσεις. Έχουμε και λέμε: Οι γυναικείες μορφές του Χένρικ Ίψεν (1892), Ο Φρίντριχ Νίτσε μέσα από τα έργα του (1894), Δημιουργία του Θεού (1892), Το πρόβλημα του Ισλαμισμού (1994), Ιησούς ο Ιουδαίος (1895), Περί του θρησκευτικού συναισθήματος (1898), Θρησκεία και Πολιτισμός (1898), Ο εγωισμός στη θρησκεία (1899), Βασικές μορφές της τέχνης (1899), Περί του πάθους στην τέχνη (1899), Η ψυχοσεξουαλικότητα (1917), Ράινερ Μαρία Ρίλκε (1928), Το ευχαριστώ στον Φρόυντ (1931). Η στροφή της προς την ψυχανάλυση και η γνωριμία της με τον Φρόυντ αποτέλεσε, όπως τονίζουν οι βιογράφοι της, ένα νέο στάδιο έρευνας και δημιουργικότητας, που απέσπασε τα εγκώμια του Φρόυντ. Το 1931 γράφει ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης: «Αγαπητή Λου, βέβαια δεν έχει συμβεί συχνά να έχω εκφράσει τον θαυμασμό για μια ψυχαναλυτική εργασία αντί να την επικρίνω. Αυτό πρέπει να το κάνω αυτήν τη φορά. Είναι το πιο ωραίο που έχω διαβάσει από σας, μια αθέλητη απόδειξη της υπεροχής σας υπεράνω όλων μας, αντίστοιχη του ύψους, από το οποίο έχετε κατέλθει σ’ εμάς. Είναι μια γνήσια σύνθεση, όχι η ανόητη, θεραπευτική των αντιπάλων μας, αλλά η γνήσια, επιστημονική, στην οποία θα μπορούσε κανείς να έχει εμπιστοσύνη...».   Εγκαρδιότατα ο δικός σας Φρόυντ Πηγή: www.lifo.gr

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

Χ. Μπροχ - Οι υπνοβάτες


Οι υπνοβάτες συνέρχονται μόνο όταν συγκρουστούν σε τοίχο. 

Οι κοινωνικές υπνώσεις θεραπεύονται όταν εκτεθούν σ έναν θανάσιμο κίνδυνο που θα επαναφέρει τη λογική. Ιστορικά, οι κοινωνίες που είχαν εκτεθεί, επανήλθαν μετά από πόλεμο ή κάποια άλλη καταστροφή...

Αλήθεια, τι είχε στο μυαλό του ο Χέρμαν Μπροχ όταν συνέθετε την εμβληματική τριλογία του; Η αφηγηματική πορεία του μνημειώδους έργου του οδηγεί με στοχευμένα βήματα από την πεζογραφία στην ποίηση και στο πυκνό δοκιμιακό λόγο

Η λογοτεχνία στοχάζεται κι εδώ όπως και σε όλες τις μεγάλες στιγμές της. Αν προσπαθήσει κανείς να ερμηνεύσει τον γενικό τίτλο, θα πρέπει να αποφλοιώσει το κέλυφος της ειρωνείας μέσα στο οποίο είναι τυλιγμένος. 

Ο Αυστριακός συγγραφέας οραματίζεται το δυσοίωνο μέλλον των μακάριων αστών του μεσοπολέμου. Σ’ έναν αιώνα υποτιθέμενου παραδείσου προβάλλει ο βιβλικός Αρμαγεδδών, τα σημάδια είναι πρόδηλα, απλώς οι άνθρωποι υπνοβατούν μες στην καθημερινότητά τους.