Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

Οι γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης

Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Οι Εκδόσεις Νεφέλη επί σειρά ετών εξασφαλίζουν σταθερά και με συνέπεια ιδιαίτερο κύρος στην αγορά του βιβλίου και γενικότερα του πολιτισμού. Στο πλαίσιο αυτό ανήκει και η έκδοση του σημαντικού έργου του ποιητή και χαράκτη Ουίλλιαμ Μπλέικ (William Blake 1757-1827), εκ των μειζόνων εκπροσώπων του αγγλικού ρομαντισμού, με τον τίτλο Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης (The Marriage of Heaven and Hell), όπου παρίστανται αντιστικτικά το πρωτότυπο κείμενο επάνω στις είκοσι επτά χαλκογραφίες του Μπλέικ και η μετάφραση του Χάρη Βλαβιανού.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο σύγχρονος αποδέκτης των έργων του πολιτισμού που δεν (θέλει να) στηρίζεται κατ’ ανάγκην σε ανάλογο γνωστικό υλικό, έρχεται αντιμέτωπος με μια σύνθετη σημασιολογική τοιχογραφία, όπου διασταυρώνουν διαδρομές αντιπαραθέσεων και αντεγκλήσεων άγγελοι και δαίμονες, δράκοντες και γίγαντες, προφήτες, ποιητές, φιλόσοφοι, αλχημιστές, θεολόγοι και θεοσοφιστές, ανάμεσα σε μέλισσες, αράχνες, κάμπιες, αρουραίους, ποντίκια, ερπετά, λιοντάρια, λύκους, αλεπούδες, τίγρεις, λαγούς, άλογα, ελέφαντες, αετούς, κοράκια που λειτουργούν περισσότερο ως φορείς εννοιών παρά ως φυσικές οντότητες, μέσα σε τοπία φυσικά και κυρίως φανταστικά (όπου και ένα Τυπογραφείο της Κόλασης), τον χαρακτήρα των οποίων προσδιορίζουν θάλασσες, ποτάμια, πηγές, κοιλάδες, βουνά, ολισθηρά μονοπάτια, σπηλιές, φως και σκοτάδι, κεραυνοί και φωτιές, αλλά και τριαντάφυλλα, αγριολούλουδα, μηλιές, οξιές.Εκτός από το αυτονόητο, δηλαδή τη διαχρονική φιλολογική αξία του έργου του Μπλέικ ως σημαντικού και παραστατικού τεκμηρίου της λογοτεχνικής και γενικότερα πολιτισμικής παραγωγής του 19ου αιώνα, η έκδοση αυτή έχει επιπλέον ενδιαφέρον για την κοινότητα των αναγνωστών και προσκαλεί στη δημιουργική προσέγγιση ως μια γοητευτική προσωπική περιπλάνηση μέσα από τις πυκνές, συχνά σκοτεινές και πάντως ονειρικές ατραπούς στην ποικιλόμορφη περιοχή του Ρομαντισμού.
william blake the marriage of heaven and hellΜέσα στην πυκνή αυτή τοιχογραφία ο εσωτερικός άνθρωπος κλυδωνίζεται στη διελκυστίνδα ανάμεσα σε έννοιες, όπως είναι ο θάνατος, η ζωή, η ύπαρξη, η μοίρα, η ψυχή, ο θεός, η ενέργεια, η λογική, η επιθυμία, η σύνεση, η σοφία, η αιωνιότητα, η θλίψη, η τρέλα, η απάτη, η έπαρση, ο νόμος, η θρησκεία, η λαγνεία, η γενναιοδωρία, η οργή, η λύπη, η χαρά, η φιλία, η αλήθεια, η κατάρα, η καταφρόνια, η ευχή, η ευγένεια, το πάθος, η ομορφιά, η πρόοδος, η γνώση, η τέχνη, κυρίως η ελευθερία.
Για τη διαχείριση αυτών των εννοιών ο εσωτερικός άνθρωπος επιδεικνύει διάθεση απολύτως σαρκαστική, ανατρεπτική, τολμηρή, προκλητική σε ό,τι αφορά τα κοινωνικώς ισχύοντα περί του Καλού και του Κακού σύμφωνα με την τρέχουσα συμβατική (και εν πολλοίς αυθαιρέτως επιβληθείσα κυρίως από τον Κλήρο) ηθική. Προσδίδει στο συναίσθημα και στη φαντασία δεσπόζουσα θέση έναντι της λογικής και επιμένει στην αποκλίνουσα από την κοινή αντίληψη σύνθεση των αντιθέτων που εξασφαλίζουν τη δομή και την ανεξαρτησία της ανθρώπινης σκέψης: πράγμα που αποδίδει με παραστατικό τρόπο η ένωση του Ουρανού και της Κόλασης ως δύο ισότιμων, με δυσδιάκριτα μεταξύ τους όρια, στοιχείων της ίδιας οντότητας. Προϊόν αυτής της ένωσης αποτελεί μια βαθειά δεξαμενή υλικού για το περιεχόμενο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Βίαιη καταστροφή της αντικειμενικής πραγματικότητας

Παράλληλα, αν θελήσουμε να «αγνοήσουμε» τις ιστορικές-αντικειμενικές συντεταγμένες που αναλογούν στη σύνθεση του κειμένου (ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Γαλλική Επανάσταση, πολιτικά γεγονότα στην Αγγλία και στη βόρεια Αμερική, γενικότερη κινητικότητα ιδεών στην Ευρώπη της στροφής του 18ου προς τον 19ο αιώνα), είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε στο βιβλίο ένα σύνθετο, αυθύπαρκτο σε απόλυτη έννοια πεδίο σημασιών και αισθητικής με σταθερά διαχρονική αξία που ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις της δημιουργικής προσέγγισης, όπως έχει μεταφέρει στα καθ’ ημάς με τον ασφαλέστερο τρόπο η μετάφραση του Χ. Βλαβιανού:Με αυτές τις προϋποθέσεις το κείμενο του βιβλίου, υποστηριζόμενο από τη θεματική των χαλκογραφιών του Μπλέικ, αποτυπώνει έναν υποκειμενικό κόσμο που αντιπροσωπεύει την απόλυτη όσο και βίαιη καταστροφή της κοινώς αποδεκτής αντικειμενικής πραγματικότητας, και ταυτόχρονα προσφέρει στον σύγχρονο αναγνώστη την ευκαιρία να προσεγγίσει τις αρχές του (προγόνου του ρομαντισμού) κινήματος Θύελλα και Ορμή (Sturm und Drang).
Ελεύθερος στίχος, ηχητικά/ρυθμικά σχήματα ως προϊόντα της σειράς των λέξεων σε συνδυασμό με την οικονομία αφηγηματικού, συχνά παραβολικού λόγου, ανάπτυξη γραμματικών εικόνων ιδιαίτερης έντασης (π.χ. τα τοπία στις «αξιομνημόνευτες φαντασιώσεις»), ευρηματική χρήση της μεταφοράς (π.χ. «Πεινασμένα σύννεφα κρέμονται πάνω από την άβυσσο», «Οι τίγρεις της οργής είναι σοφότερες από τα άλογα της μάθησης», «Στα τρεμάμενα χέρια της πήρε τον νεογέννητο τρόμο»), εξίσου ευρηματική διατύπωση αφορισμών (π.χ. «Ο Άνθρωπος δεν έχει Σώμα χωριστό από την Ψυχή του», «Η Ενέργεια είναι η Αιώνια Ηδονή», «Ο δρόμος της υπερβολής καταλήγει στο παλάτι της σοφίας», «Η οργή του λιονταριού είναι η σοφία του Θεού», «Η αλεπού καταριέται το δόκανο, όχι τον εαυτό της», «Αυτό που σήμερα είναι αποδεδειγμένο, κάποτε δεν ήταν παρά γέννημα της φαντασίας», «Μια σκέψη γεμίζει το άπειρο», «Εκεί που απουσιάζει ο άνθρωπος, η φύση είναι στείρα»).
altΕίναι φανερό ότι το κείμενο του Μπλέικ παραβιάζει τη συγχρονική διάσταση της ατμόσφαιρας του αγγλικού ρομαντισμού και παρέχει στοιχεία που είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν ως οδοδείκτες διαχρονικής ισχύος για τις υπαρξιακές διαδρομές του εσωτερικού ανθρώπου.
Με αυτή την προϋπόθεση, αν μάλιστα προσεγγίσουμε το κείμενο του Μπλέικ κάτω από την οπτική της εξέλιξης των λογοτεχνικών και γενικότερα των πολιτισμικών πραγμάτων μέχρι σήμερα, θα συναντήσουμε στο κείμενο αυτό έναν εξαιρετικό συνομιλητή με τα ιδιαίτερα σημασιολογικά, συχνά ζοφερά τοπία του εξπρεσσιονισμού, όπως είναι η ποίηση του Γκέοργκ Τρακλ (Georg Trakl 1887-1914), αλλά και περαιτέρω (γιατί όχι;) με την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη (1919-2005): έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αντιστικτική, δημιουργική ανάγνωση μέχρι το βάθος των σημαινομένων σε γραμματικές εικόνες, όπως στο κείμενο του Μπλέικ «από κάτω μας, στα βάθη, ήταν ο ήλιος, μαύρος αλλά λαμπερός» και στη συλλογή Ο περίπατος του Μ. Σαχτούρη «Μαύρος ο ήλιος/ στον κήπο/ της μητέρας μου», ή επίσης στο κείμενο του Μπλέικ «Ακούγοντας αυτά ο Άγγελος σχεδόν πρασίνισε αλλά συγκρατώντας τον θυμό έγινε κίτρινος, και τέλος λευκορόδινος» και στη συλλογή Το σκεύος του Μ. Σαχτούρη «Το χρώμα της βροχής/ είναι άσπρο;/πράσινο;/ ή μήπως είν’ γαλάζιο;».
Εξάλλου, σε μια διαγνωσιακή διάσταση, για να παραπέμψω και στον Γιάννη Ξενάκη (1922-2001), όταν μιλούσε για τον διάλογο ανάμεσα στα ποικίλα γνωστικά πεδία, μεταξύ των οποίων και οι ποικίλες μορφές τέχνης: Η προσωποποίηση της ελεύθερης ανθρώπινης σκέψης στο συγκλονιστικό «Τραγούδι Ελευθερίας» του Μπλέικ («πέτα, φτερωτή σκέψη» / «go, winged thought»), όπου (μεταξύ άλλων) και ρητή αναφορά στην πολιτική-εκκλησιαστική εξουσία της Ρώμης, θα μπορούσε να συναντήσει μια εντυπωσιακή συγγενή μορφή στο εξίσου συγκλονιστικό χορωδιακό-ύμνο στην ανθρώπινη ελευθερία από την όπερα του Τζουζέππε Βέρντι (Giuseppe Verdi 1813-1901) Ναβουχοδονόσωρ (ο γνωστός Ναμπούκο: «Πέτα, σκέψη» / «Va, pensiero»).

Την θαυμάσια έκδοση ολοκληρώνουν αφενός ποικίλα σχόλια σχετικά με τη θεματική των χαλκογραφιών του πρωτοτύπου, και αφετέρου επιλεγμένη κατά την άποψη του Χάρη Βλαβιανού όσο και χρήσιμη (όχι μόνον για τους ειδικούς) βιβλιογραφία (εκδόσεις έργων του Μπλέικ, μελέτες για τη ζωή και το έργο του, καθώς και μελέτες για την αγγλική ρομαντική ποίηση).Η έκδοση του κειμένου του Μπλέικ ενισχύεται με εκτενή εισαγωγή του Χάρη Βλαβιανού, όπου παρατίθενται καταρχήν πλείστες πληροφορίες που αφορούν τον βίο, το έργο (με ιδιαίτερη αυτονόητη έμφαση στους Γάμους του Ουρανού και της Κόλασης) και τις απόψεις του συγγραφέα περί τέχνης, ηθικής, κοινωνίας, πολιτικής, θρησκείας, καθώς επίσης και τις ποικίλες αντιδράσεις ειδικών και μη, απέναντι στον ίδιον ως φυσικό πρόσωπο και στο έργο του, όσο ζούσε αλλά και μετά τον θάνατό του. Σε ιδιαίτερο τμήμα της εισαγωγής ο Χάρης Βλαβιανός αναπτύσσει τη διαδικασία που ακολούθησε προκειμένου να μεταφράσει το συγκεκριμένο έργο του Μπλέικ, ενώ παρουσιάζει ενδιαφέρουσα κριτική επιχειρηματολογία σχετικά με προγενέστερες μεταφράσεις του ίδιου έργου από δύο σημαντικούς (τηρουμένων των αναλογιών) διανοητές, τον συγγραφέα, δοκιμιογράφο και ποιητή Ζήσιμο Λορεντζάτο (1915-2004) και τον φιλόλογο, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κριτικό και ποιητή Βαγγέλη Αθανασόπουλο (1946-2011).
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου.

Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Ανέκδοτο κείμενο του Μάρτιν Χάιντεγκερ

Αναπόληση της γενέθλιας γης, δυσπιστία απέναντι στη μεγαλούπολη, ύμνος της αγροτικής ζωής: ένα κείμενο με βιογραφικές αντηχήσεις.
Το Σεπτέμβρη του 1933, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, πρύτανης τότε του Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ από τις 21 Απρίλη, δέχεται για δεύτερη φορά (η πρώτη πρόταση του είχε γίνει μερικά χρόνια πριν) μια πρόταση διορισμού στην έδρα της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Βερολίνου. Το κείμενο που ακολουθεί εκθέτει τους λόγους της άρνησης του.
Βρίσκουμε εδώ μια περιγραφή της «Hutte»,* της καλύβας όπου ο Χάιντεγκερ συνήθιζε να δουλεύει και όπου γράφτηκε σε μεγάλο μέρος το Sein und Zeit, και της κοιλάδας του Todnau (Τοντνάου), κοντά στο Feldberg (Φέλντμπεργκ), την πιο ψηλή κορυφή του Νότου του Μέλανος Δρυμού – τόπος ήδη φημισμένος για το σκι εκείνη την εποχή. Αυτό το κείμενο, με τις βιογραφικές αντηχήσεις, όπου ο Χάιντεγκερ αναφέρεται στο ρίζωμά του στον αγροτικό κόσμο, όχι μόνο μεταδόθηκε από το ράδιο, αλλά και δημοσιεύτηκε ολόκληρο στην εθνικοσοσιαλιστική εφημερίδα της περιοχής Bade (Μπαντ), Des Alemanne, το Μάρτη του 1934, μετά δηλαδή την παραίτηση του Χάιντεγκερ από τις πρυτανικές του αρμοδιότητες.
«Σε μια απότομη πλαγιά μιας ψηλής και μεγάλης κοιλάδας του Νότου του Μέλανος Δρυμού, σε 1150 μ. ύψος, υπάρχει μια μικρή καλύβα του σκι. Όλο κι όλο είναι έξι επί επτά. Η χαμηλή σκεπή σκεπάζει τρία δωμάτια. Σκορπισμένα στο στενό βάθος της κοιλάδας και στην απέναντι πλαγιά που είναι το ίδιο απότομη, απλώνονται πλατιά τ’ αγροκτήματα με τις μεγάλες γερτές σκεπές. Καταμήκος της πλαγιάς τα λιβάδια και τα βοσκοτόπια ανεβαίνουν μέχρι το δάσος με τα γέρικα, περήφανα και σκοτεινά έλατα. Πάνω σ’ όλα αυτά βασιλεύει ένας καθαρός καλοκαιριάτικος ουρανός και στο ακτινοβόλο του διάστημα σηκώνονται δύο γεράκια κάνοντας μεγάλους κύκλους.
Εκεί είναι ο κόσμος της δουλειάς μου – ιδωμένος από το ρεμβαστικό μάτι του περαστικού διαβάτη και του παραθεριστή. Εγώ ο ίδιος για να πω την αλήθεια δεν θαυμάζω ποτέ το περιβάλλον. Νιώθω την αλλαγή του ώρα με την ώρα. μέρα-νύχτα, μέσα στον μεγάλο κύκλο των εποχών. Το βάρος των βουνών κι η αγριάδα του πρωτόγονου βράχου τους, το συνετό απάντημα. των ελάτων, το φωτεινό μεγαλείο – ακόμα και χωρίς το στολίδι των ανθισμένων λιβαδιών -, το μουρμούρισμα του χειμάρρου τη μακριά φθινοπωριάτικη νύχτα, η αυστηρή απλότητα των βαθιά χιονισμένων εκτάσεων, όλα αυτά εισχωρούν, συμπιέζονται και δονούνται μες στην καθημερινή ύπαρξη εκεί πάνω. Όμως όχι στις ηθελημένες στιγμές της απόλαυσης και της τεχνητής ταύτισης. αλλά μόνο όταν η δική μου ύπαρξη είναι εν κινήσει. Μόνο η δουλειά ανοίγει το χώρο σ’ αυτήν την πραγματικότητα του βουνού. Η πορεία της δουλειάς παραμένει συνδεδεμένη με την ανύψωση του περιβάλλοντος.
Όταν μέσα στη βαθιά νύχτα του χειμώνα μια βίαιη χιονοθύελλα εξαπολύει τις λαίλαπές της γύρω από την καλύβα, καλύπτοντας και κρύβοντας τα πάντα, τότε είναι η μεγάλη ώρα της φιλοσοφίας. Τότε η προβληματική της πρέπει να γίνει απλή και ουσιαστική. Η επεξεργασία της κάθε σκέψης δεν μπορεί παρά να είναι τραχιά και κοφτερή. Η προσπάθεια που χρειάζεται για την αποτύπωση των λέξεων είναι παρόμοια με την αντίσταση των έλατων που ορθώνονται ενάντια στη θύελλα.
Κι η φιλοσοφική δουλειά δεν ξετυλίγεται σαν την επιμέρους απασχόληση ενός ιδιότροπου. Έχει τη θέση της στο ωραίο περιβάλλον της δουλειάς των χωρικών Όταν ο νεαρός χωριάτης τραβά το βαρύ έλκηθρο καταμήκος της πλαγιάς και χωρίς να καθυστερεί τον οδηγό, με το ψηλό φορτίο του απο κούτσουρα οξιάς, στην επικίνδυνη κατηφόρα ώς το αγρόκτημά του, όταν ο βοσκός, με βήμα αργό και ρεμβαστικό, σπρώχνει το κοπάδι του προς την κορφή, όταν ο χωρικός μαζεύει στο δωμάτιό του καταπώς πρέπει τις αμέτρητες σανίδες που προορίζονται για τη σκεπή του, τότε η δουλειά μου είναι τον ίδιου είδους. Η άμεση προσχώρηση στον αγροτικό κόσμο βρίσκει εκεί τη ρίζα της.
Ο κάτοικος της πόλης σκέφτεται πως «ανακατεύεται με τον όχλο» μόλις υποβιβάζεται σε μια μακριά συζήτηση μ’ έναν χωρικό. Όταν το βράδυ, την ώρα της ξεκούρασης, κάθομαι με τους χωρικούς στον πάγκο της σόμπας ή στο τραπέζι, στη γωνιά του καλού θεού, την περισσότερη ώρα ούτε καν μιλάμε. Καπνίζουμε τις πίπες μας σιωπηλά. Πού και πού ίσως αφήνουμε να πέσει μια λέξη για να πούμε πως το κόψιμο των δέντρων στο δάσος τελειώνει τώρα, πως την περασμένη νύχτα η νυφίτσα αφάνισε το κοτέτσι, πως αύριο μάλλον αυτή η γελάδα θα γεννήσει, πως ο Oehnibauer έπαθε αποπληξία, πως ο καιρός σύντομα θα «γυρίσει». Η κρυφή ενσωμάτωση της δουλειάς μου στο Μέλανα Δρυμό και στους ανθρώπους που ζουν εκεί, προέρχεται από ένα αιώνιο ρίζωμα στο αλαμανικό και σουαβικό έδαφος, που τίποτα δεν μπορεί να το αντικαταστήσει.
Ο κάτοικος της πόλης ως επί το πλείστον κεντρίζεται απ’ αυτό που ονομάζουμε μια διαμονή στην εξοχή. Αλλά ο κόσμος των βουνών και των χωρικών τους φέρει και οδηγεί τη δουλειά μου. Τώρα η δουλειά μου εκεί πάνω διακόπτεται από καιρό σε καιρό, για συνεντεύξεις, μετακινήσεις για διαλέξεις, συζητήσεις και τη διδασκαλία μου εδώ κάτω. Μόλις όμως ξανανεβαίνω πάνω, από τις πρώτες ώρες της παρουσίας μου στην καλύβα, όλο το σύμπαν των παλιών ερωτήσεων με κατακλύζει και μάλιστα με τη μορφή ακριβώς που τις είχα αφήσει. Μεταφέρομαι πολύ απλά στον ίδιο το ρυθμό της δουλειάς, και καταβάθος δεν είμαι καθόλου μα καθόλου κύριος του κρυφού της νόμου.
Οι κάτοικοι της πόλης εκπλήσσονται συχνά από τη μακριά και μονότονη απομόνωσή μου στα βουνά, ανάμεσα στους χωρικούς. Δεν είναι όμως μια απομόνωση, αλλά όντως η μοναξιά. Στις μεγάλες πόλεις ο άνθρωπος μπορεί πράγματι να είναι εύκολα πιο απομονωμένος από οπουδήποτε αλλού. Αλλά δεν μπορεί ποτέ νά ’ναι μόνος. Γιατί η μοναξιά έχει την απόλυτα πρωτότυπη δύναμη να μη μας απομονώνει, αλλά να πετά ολόκληρη την ύπαρξη στην πλατιά γειτνίαση της ουσίας όλων των πραγμάτων.
Εκεί κάτω μπορεί κανείς να γίνει στο άψε-σβήσε μια «διασημότητα» με τη μεσολάβηση των εφημερίδων και των περιοδικών. Είναι ακόμα ο πιο σίγουρος δρόμος για να τάξουμε την πιο προσωπική μας θέληση στην παρερμηνεία και να πέσουμε γρήγορα και ριζικά στη λήθη.
Αντίθετα η χωριάτικη μνήμη εκφράζει μια απλή πίστη, δοκιμασμένη και δίχως ρωγμές. Τελευταία, μια γριά χωρική πέθανε εκεί πάνω. Είχε διασώσει μέσα στην ισχυρή και παραστατική προσωπική της γλώσσα πολλές παλιές λέξεις και διάφορες παροιμίες, που ήδη η νεολαία του χωριού δεν καταλαβαίνει πια σήμερα, και που έχουν χαθεί για τη ζωντανή γλώσσα. Την περασμένη χρονιά, τότε που έζησα για ολόκληρες βδομάδες μόνος στην καλύβα, αυτή η χωρική των 83 χρόνων, πολλές φορές σκαρφάλωνε την απότομη πλαγιά για νά ‘ρθει να με δει. Ήθελε, έλεγε, να επιβεβαιώσει κάθε φορά αν ήμουν ακόμα εκεί κι αν «κάποιοι» δεν είχαν έρθει στα ξαφνικά να με κλέψουν. Τη νύχτα του θανάτου της την πέρασε συζητώντας με μέλη της οικογένειάς της. Επίσης μισή ώρα πριν το τέλος της τους επιφόρτισε να χαιρετήσουν «τον κύριο καθηγητή». Μια τέτοια μνήμη αξίζει ασύγκριτα πιο πολύ κι απ’ το πιο περίτεχνο ρεπορτάζ μιας παγκόσμια γνωστής εφημερίδας για τη δήθεν φιλοσοφία μου.
Ο κόσμος της πόλης διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει η λεία μιας ολέθριας αίρεσης. Ένας ενοχλητικός ζήλος, πολύ θορυβωδης, πολύ ενεργητικός, και με μια υπερβολική λεπτότητα, μοιάζει συχνά να νοιάζεται για τον αγροτικό κόσμο και τον τρόπο ζωής του. Έτσι όμως αυτοί αρνούνται ακριβώς αυτό που σήμερα είναι το μόνο αναγκαίο: να κρατηθούν σε απόσταση από τον αγροτικό τρόπο ύπαρξης, να τον αφήσουν, όσο ποτέ πριν, στον δικό του νόμο. Να μην τον αγγίξουν – για να μην του κάνουν κακό εκθέτοντάς τον στην όλο ψέματα φλυαρία των φιλολογούντων πάνω σ’ αυτό που δημιουργεί το ίδιο το είναι ενός λαού, και στην προσκόλλησή του σε μια γη.
Ο χωρικός δεν έχει καθόλου ανάγκη αυτό το ζήλο των κατοίκων της πόλης κι ούτε τον θέλει. Αυτό όμως που έχει ανάγκη κι αυτό που θέλει είναι η σεμνή λεπτότητα απέναντι στο ίδιο του το είναι και σ’ αυτό που συνιστά την ανεξαρτησία του. Πολλοί όμως απ’ αυτούς που έρχονται από την πόλη και είναι περαστικοί από δω – ξεκινώντας από τους σκιέρ – συμπεριφέρονται σήμερα στο χωριό και στο αγρόκτημα σα να διασκέδαζαν στους τόπους ψυχαγωγίας των μεγαλουπόλεών τους. Μια τέτοια διαγωγή καταστρέφει σ’ ένα μόνο βράδυ πολύ περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν δεκαετίες επιστημονικής διδασκαλίας γι’ αυτό που αποτελεί το είναι ενός λαού και των λαϊκών παραδόσεων.
Ας αφήσουμε καταμέρος κάθε συγκαταβατική οικειότητα και κάθε ψεύτικο ενδιαφέρον για το λαό – ας μάθουμε να παίρνουμε στα σοβαρά την τραχιά και απλή ύπαρξή του εκεί ψηλά. Τότε μόνο θα ξαναρχίσει να μας μιλά.
Τελευταία, δέχτηκα μια δεύτερη πρόταση διορισμού στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Σε τέτοιες περιπτώσεις αφήνω την πόλη για ν’ αποσυρθώ στην καλύβα μου. Ακούω αυτό που τα βουνά και τα δάση και τα αγροκτήματα λένε. Έτσι έρχομαι να επισκεφτώ τον παλιό μου φίλο, έναν χωρικό 75 χρονών. Διάβασε στην εφημερίδα την πρόταση του Βερολίνου. Τι θα πει; Βυθίζει αργά το σίγουρο βλέμμα των καθαρών του ματιων στα δικά μου, κρατά το στόμα πεισματικά κλειστό, βάζει με σοβαρότητα το τίμιο χέρι του στον ώμο μου και κουνά ανεπαίσθητα το κεφάλι. Αυτό θα πει:
Κατηγορηματικά: ΟΧΙ!».
Magazine Litteraire Μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια

“Περί ψυχής” - Αριστοτέλης

Συνήθως, οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν ότι, όση και να έχουν αρετή, είναι αρκετή, ενώ για τον πλούτο, τα χρήματα, την ισχύ, τη δόξα, και όλα τα σχετικά, πιστεύουν πως, όσα και να έχουν, δε φθάνουν.
Ο Αριστοτέλης, σε όλους αυτούς, διαμηνύει να προσέξουν ότι δεν αποκτούν και δεν μπορούν να διαφυλάξουν τις αρετές με τα εξωτερικά αγαθά, αλλά, αντίθετα, εκείνα με αυτές. Την ευτυχισμένη ζωή, είτε υπάρχει στη χαρά, είτε στην αρετή, είτε και στα δυο, περισσότερο τη βρίσκουμε σ’ εκείνους που έχουν καλλιεργήσει στο έπακρο το ήθος τους και τη διάνοια, ενώ παραμένουν μετριοπαθείς και μετρημένοι όταν πρόκειται για την κτήση εξωτερικών αγαθών’ όχι, όμως, σ’ εκείνους που διαθέτουν αγαθά περισσότερα από τα χρήσιμα, ενώ, την ίδια στιγμή, υπολείπονται στο ήθος και τη διάνοια. Γιατί τα εξωτερικά αγαθά εξαντλούνται, και περισσότερο αποτελούν μέσο, όπως καθετί που χρησιμεύει σε κάτι άλλο’ η υπερεπάρκειά τους, όμως, αναγκαστικά, είτε βλάπτει είτε, τελικά, δεν ωφελεί καθόλου όσους τα διαθέτουν. Τα αγαθά, τώρα, που αφορούν στην ψυχή, όσο κι αν αφθονούν, τόσο πιο πολύ είναι χρήσιμα’ εφόσον, βέβαια, πρέπει να ζητούμε και σ’ αυτά, όχι μόνο το ωραίο αλλά και το χρήσιμο. Αν επιπλέον, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ψυχή είναι πολυτιμότερη από την περιουσία και το σώμα, θα πρέπει, για το καθένα, να εξασφαλίσουμε την καλύτερη εκδοχή, σύμφωνα με την ιεραρχία που εγκαθιστούμε ανάμεσά τους. Άλλωστε, από τη φύση, επιβάλλεται να επιλέγουμε τα εξωτερικά αγαθά προς όφελος της ψυχής, πράγμα που πρέπει να κάνουν όλοι όσοι σκέφτονται σωστά,’ και όχι να υποτάσσουμε την ψυχή στην αναζήτηση των εξωτερικών αγαθών.
Καθένας, τώρα, αξιώνεται την ευδαιμονία στο βαθμό που διαθέτει αρετή και φρόνηση, και φροντίζει να ενεργεί σύμφωνα με αυτές. Τον εσωστρεφή προσανατολισμό, και την εσωτερική διάσταση της ευδαιμονίας, ο Αριστοτέλης την κατοχυρώνει με την αναφορά στο θεό. Εκείνος είναι ευδαίμων και μακάριος όχι εξαιτίας των εξωτερικών αγαθών, αλλά χάρη στον εαυτό του και σε αυτό που είναι από τη φύση. Γι’ αυτό, αναγκαστικά, η ευδαιμονία διακρίνεται από την ευτυχία. Η δεύτερη αφορά στα αγαθά που δεν έχουν να κάνουν με την ψυχή’ γι’ αυτά αρμόδια είναι η τύχη. Δίκαιος και σώφρων, όμως, δεν είναι κανένας από τύχη. Το ίδιο, ακριβώς, ισχύει και για την πόλη που θέλει να ζει ευτυχισμένα. Είναι αδύνατο να ευτυχούν εκείνοι που δεν ενεργούν σωστά. Κανένα έργο, ανθρώπου ή πόλης, δεν είναι καλό, που δε συνοδεύεται ή δεν απορρέει από την αρετή και τη φρόνηση. Επομένως, άριστος βίος, τόσο μεμονωμένα, για τον κάθε άνθρωπο, όσο και γενικά, για τις πόλεις, είναι εκείνος που συνέχεται από αρετή σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι πράξεις που έχει να επιδείξει, να είναι πράξεις αρετής
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η αρετή έχει να κάνει με τη χαρά, την αγάπη και το μίσος που κατευθύνονται σωστά, «ορθώς». Η εισαγωγή στο βίο της αρετής, είναι, πρώτα, έργο της παιδείας, και συγκεκριμένα της μουσικής, που περιλαμβάνει την ποίηση, την όρχηση και το μέλος, και αποστολή της είναι να διδάσκει και να εθίζει στην ορθή κρίση, αλλά και στη χαρά με τα ευγενή ήθη και τις ωραίες πράξεις. Οι ρυθμοί και οι μελωδίες εξομοιώνουν, διαμορφώνουν ομοιώματα ηθών όπως η οργή, η πραότητα, η ανδρεία και η σωφροσύνη, αλλά και τα αντίθετα σε αυτά. Στην πράξη, μάλιστα, η ψυχή υφίσταται μεταβολή, όταν ακούγονται παρόμοιοι ρυθμοί και μελωδίες. Έτσι, καθώς οι άνθρωποι συνηθίζουν να λυπούνται και να χαίρονται με τις εξομοιώσεις, φθάνουν, και σε πραγματικές συνθήκες, σε αληθινές περιστάσεις, να νιώθουν με τον ίδιο τρόπο……..
********
Από το παράρτημα του βιβλίου Αριστοτέλης – “Περί ψυχής” εκδόσεις Ζήτρος, Σχόλια Ι.Σ.Χριστοδούλου