Από τη Θεία Κωμωδία στη Θεία Τραγωδία
Ο Μάλκολμ Λόουρυ έχει χαρακτηριστεί ως συγγραφέας του ενός βιβλίου, έστω και αριστουργηματικού. Σωστότερο θα ήταν να τον χαρακτηρίσουμε ως τον συγγραφέα του βιβλίου που δεν γράφηκε ποτέ. Αν όντως το "Κάτω από το ηφαίστειο" αποτέλεσε και για τον ίδιο προσωπικά Το βιβλίο, που ποτέ στην διάρκεια της υπόλοιπης ζωής του δεν κατάφερε να ξεπεράσει, χαρακτηρίζοντας και καθορίζοντάς τον ανεπανόρθωτα ως άνθρωπο και συγγραφέα, θα ήταν δίκαιο να του αποδώσουμε τα εύσημα και για το βιβλίο (ή τα βιβλία) που δεν ολοκλήρωσε ή δεν έγραψε ποτέ.
Αν το "Κάτω από το ηφαίστειο" ήταν το ένα τρίτο μιας μεθυσμένης Θείας Κωμωδίας που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, τα υπόλοιπα και κατάλοιπα κείμενα του Λόουρυ αποτελούν τα σπαράγματα, ένα αρχιπέλαγος ημιτελών αστέρων ενός σχηματισμού στον οποίο ο ίδιος είχε δώσει το όνομα ‘Το ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει’. Δεν πρέπει βέβαια να παραγνωρίζουμε το γεγονός πως έχουμε να κάνουμε με έργα ημιτελή μεν, λογοτεχνικούς ‘αστέρες’ δε. Και η ίδια η έννοια του ημιτελούς –ή του έργου που ποτέ δεν τελειώνει, δεν ολοκληρώνεται- στην περίπτωση του Μ. Λόουρυ αποκτά μια ιδιάζουσα, άκρως προσωπική απόχρωση. Αν δεν γνωρίζουμε το πώς δούλευε τα κείμενα του, τον τρόπο που σχεδίαζε ή καλύτερα συνέθετε τα βιβλία του, θα απομακρυνθούμε από τον πυρήνα του έργου του και της σημασίας του, καθοδηγούμενοι από τις σειρήνες και τους αντικατοπτρισμούς χαρακτηρισμών, όπως ‘ημιτελή’, ‘προσχέδια’ κτλ.
Για τον Μ. Λόουρυ ολόκληρος ο γύρω του κόσμος είναι ένα εραλδικό σύμπαν, μια αστείρευτη αλυσίδα συμβολισμών. Η φύση, οι άνθρωποι, τα κείμενα, οι ψυχικές καταστάσεις είναι οι είσοδοι σε μια μακρά αλυσίδα συμβολισμών και μεταφορών, διαστρωματωμένων έτσι που να οδηγούν καθοδικά από βυθό σε βυθό σε κάθε επάλληλη ανάγνωση. Η στρωματογραφία αυτή των συμβολισμών δεν ακολουθεί βέβαια κάποια ιδεαλιστική έννοια αναγωγής προς το Υψηλό και τους ουρανούς, ή μια οδοσήμανση επιστροφής στην πεζή και νεκρή σημασίας πραγματικότητα του παρόντος. Μπορούμε να πούμε πως ήταν μάλλον μια κατάβαση στο μάγμα της ανθρώπινης ψυχής. Εκεί όπου δεν έχουμε να κάνουμε ακριβώς με κάποιο άϋλο Υψηλό, αλλά μάλλον με ένα ένσαρκο Τρομερό.
Τα κείμενα του Λόουρυ αποτελούν όντως ‘ένα δάσος συμβόλων’. Οι ατελείωτες σειρές των συμβόλων πολλαπλασιάζονται τόσο σε έκταση όσο και σε βάθος. Με τις αλλεπάλληλες επεξεργασίες των κειμένων του δημιουργούσε ένα πολυδαίδαλο παλίμψηστο σημασιών. Στα έργα του απουσιάζει η έννοια της παραδοσιακής πλοκής όπως και η εις βάθος ανάλυση των χαρακτήρων. Μοναδικό του θέμα –και εμμονή- καθ’ όλη τη συγγραφική του δράση, αποτελεί, το μόνο θέμα που γνωρίζει καλά, ο εαυτός του. Τα δικά του βάθη, η προσωπική του άβυσσος συγκροτούν τον πυρήνα της συγγραφής. Καθώς και η ανελέητη πάλη με τους θεούς και κυρίως τους δαίμονες που τον κατατρέχουν.
Από την άλλη πλευρά, η εξαιρετική του παρατηρητικότητα σε συνδυασμό με το έμφυτο ταλέντο στη χρήση της γλώσσας προσδίδει ένα πλούσιο περιγραφικό υλικό από τον έξω κόσμο. Η θάλασσα, τα ηφαίστεια, καθώς και η τοπιογραφία των χωρών που έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, συνιστούν τα σταθερά επαναλαμβανόμενα μοτίβα του. Οι περιγραφές αυτές του εξωτερικού κόσμου μετατρέπονται στο εργαστήρι της γραφής του σε μια ισχυρή εσωτερική τοπιογραφία, μια εσωτερική συμβολική χαρτογράφηση. Ο κόσμος του Λόουρυ, έστω κι αν αναφέρεται σε πραγματικούς, αναγνωρίσιμους τόπους, είναι ένας μη-τόπος. Κι από ‘κει εκκινεί η βασανιστική κάθοδος στα παλίμψηστα βάθη του είναι και στο καλειδοσκόπιο των συμβολισμών.
Ο ίδιος ο Λόουρυ φιλοδοξούσε να γίνει ποιητής. Χωρίς να εξετάσουμε εδώ την ποιότητα της ποιητικής του παραγωγής, μπορούμε θαρραλέα να ισχυριστούμε πως ήταν ένας –ίσως ο τελευταίος- τραγικός ποιητής. Ένας τραγικός ποιητής στην καρδιά του δραματικού 20ου αιώνα. Το Κάτω από το Ηφαίστειο μπορεί να ιδωθεί ως μια σύγχρονη τραγωδία, ως η ιστορία της πτώσης ενός ανθρώπου –του Ανθρώπου-, ιδωμένη υπό το πυρηνικό φως της εποχής μας. Σκιαγραφεί μια θεολογία, έστω και αρνητική, ανάλογη εκείνης των αρχαίων τραγικών, όπου όμως οι θεοί και οι άγγελοι απουσιάζουν. Έχουν απομείνει μόνο οι δαίμονες. Οπότε, για να αρθρώσει πια μια οντολογία της Αγάπης είναι καταδικασμένος, πρώτα να μιλήσει για την ανθρωπολογία της Κόλασης.
Αν και ο ίδιος αρχικά είχε οραματιστεί μια τριλογία, σύμφωνα με το τρίπτυχο Κόλαση-Καθαρτήριο-Παράδεισος, μπορούμε με ασφάλεια να πούμε πως κατόρθωσε στο μοναδικό βιβλίο αυτής της τριλογίας να υποστασιοποιήσει το τρίπτυχο Ύβρη-Νέμεση-Κάθαρση. Κι αν ο ίδιος και η γραφή του φαίνεται να έμειναν παγιδευμένα στον κύκλο της Κόλασης, πληρώνοντας μέχρι τέλους το τίμημά της, τόσο σε προσωπικό όσο και σε δημιουργικό επίπεδο, η κάθαρση ή αν θέλετε, με χριστιανικούς όρους η ‘εξαγορά’, έχει ήδη συντελεστεί. Καθιστώντας έτσι την εμπειρία της ανάγνωσης του έργου όχι μόνο ψυχαναλυτική για τον αναγνώστη, αλλά και καθαρτήρια. Το τίμημά της, το πλήρωσε στο ακέραιο ο συγγραφέας και οι χάρτινοι ήρωές του. Το κέρδος της λύτρωσης το απολαμβάνει στο ακέραιο ο αναγνώστης.
Σκοτεινός σαν τον τάφο όπου ο φίλος μου κείται
Κεφάλαιο 4
…Το ξενοδοχείο Κορνάδα υπήρξε φυσικά ένας τόπος αποφάσεων, η σκηνή ίσως των πιο καταστροφικών κι αρνητικών αποφάσεων που είχε πάρει στη ζωή του, εκτός και αν ήταν οι πιο δημιουργικές και θετικές τελικά, επειδή αν δεν τις είχε πάρει ίσως να μην γνώριζε ποτέ την Πρίμροουζ, και σίγουρα δεν θα είχε γράψει ποτέ την Κοιλάδα της Σκιάς του Θανάτου. Καταστροφικές ή δημιουργικές σίγουρα ήταν θλιβερές κι οι συνέπειές τους έμοιαζαν δίχως τέλος, ήταν ίσως το χαμηλότερο σημείο που είχε βρεθεί η ζωή του. Ήταν λες και το φάντασμα κάποιου που κρεμάστηκε είχε επιστρέψει στον τόπο της αυτοκτονίας του, όχι από νοσηρή περιέργεια, αλλά από καθαρή νοσταλγία να ξαναπιεί τα ποτά που του έδωσαν κουράγιο να προχωρήσει στην πράξη του και πιθανώς ν’ αναρωτηθεί αν θα ‘χε διαφορετικά το θάρρος να το κάνει. Εδώ πάντως, στο ξενοδοχείο Κορνάδα, είχε χωρίσει με την Ρουθ, κόβοντας τη ζωή του στη μέση τόσο αποφασιστικά λες και το είχε κάνει με έναν μπαλτά. Κι εδώ ήρθε η Πρίμροουζ χαρούμενη με ένα μπουκάλι αμπανέρο.
Το ξενοδοχείο Κορνάδα! Ήταν παράξενο να σκεφτείς, όπως σκέφτηκε εκείνος αφού απόλαυσαν το πρώτο τους ποτήρι Berreteaga, πως ήταν σ’ αυτό το ξενοδοχείο που είχε έρθει με την Ρουθ, όταν έφυγε από την Κουερναβάκα για πάντα, όπως νόμιζε τότε, αν όχι γι’ άλλο λόγο, παρά γιατί ήταν το πρώτο ξενοδοχείο που είχαν μείνει στο Μεξικό. Ήταν εδώ απ’ όπου ξεκίνησε για την Οαχάκα όταν έφυγε η Ρουθ. Κι ήταν στο ξενοδοχείο Κορνάδα που επέστρεψε μετά την Οαχάκα, μετά τον Φερνάντο. Από εδώ είχε ξεκινήσει για δεύτερη και μοιραία φορά για το Ακαπούλκο, κι ήταν εδώ πάλι που είχε επιστρέψει μετά τον Στάνφορντ και το Τάρτλετον, κι από ‘δω επίσης ήταν που έφυγε οριστικά από το Μεξικό, με τόσο εξευτελιστικό τρόπο, περισσότερο από επτά χρόνια πριν, για να μην επιστρέψει ποτέ, όπως πίστευε τότε. Κι ήταν και κάτι ακόμα. Εκεί βρίσκονταν τα νιάτα του. Δεν ήταν ν’ απορείς που δεν ήθελε να κατέβει κάτω με το ασανσέρ! Ήταν σαν ένας σταθμός του σταυρού, στο ημιτελές Oberammergau της ζωής του, ένας σκιώδης αντικαταστάτης ακόμη και σ’ αυτό, ήταν λες και είχε αφήσει εδώ το σταυρό του, ενώ πήγε και μέθυσε στο Πίλσενερ μια νύχτα κι ύστερα έκανε κάτι άλλο και ξέχασε το ρόλο που έπαιζε: και τώρα έπρεπε να επιστρέψει εδώ, να ξανασηκώσει το σταυρό του και να τελειώσει ό,τι είχε ξεκινήσει να κάνει. Ή μήπως είχε αφήσει τον σταυρό του στην Οαχάκα, υπ’ όψιν κ. Φερνάντο Μαρτίνεζ, μέχρι νεωτέρας;….
…Ο Σίγκμπιορν είχε ένα αλλόκοτο αίσθημα πως έκανε πολλά πράγματα ταυτόχρονα, ή καλύτερα, πως πλησίαζε και απομακρυνόταν ταυτόχρονα από διάφορα μέρη. Από μια άποψη, περπατούσε απλά ευτυχισμένος στον δρόμο με την Πρίμροουζ, ευχαριστημένος που είχαν ολοκληρώσει το πρώτο κομμάτι του ταξιδιού τους, κι η αίσθηση του θριάμβου του δεν είχε μετριαστεί καθόλου, κι ανυπομονούσε για το μέλλον, για τις μαγευτικές διακοπές μαζί της στο Μεξικό, αν και δεν θα έβλεπαν σήμερα και πάρα πολλά. Από μιαν άλλη σκοπιά, περπατούσε βαδίζοντας πολύ σοβαρά πάνω στα ίχνη ενός πνευματικού πεδίου μάχης, με τον Σίγκμπιορν, σαν τον Κορτέζ, να είναι ο κατακτητής κι οι εφιάλτες της εμπειρίας εκεί κι η ίδια η παρουσία του στο Μεξικό, που είχαν εδώ και καιρό μετασχηματιστεί με την ολοκλήρωση του βιβλίου του, να αποτελούν τον ηττημένο εχθρό. Από μια τρίτη σκοπιά είχε την αίσθηση πως ίσως να είχε χρησιμοποιήσει ύπουλες και προδοτικές δυνάμεις για να επιτύχει την κατάκτησή του –χωρίς να μπορεί να πει ποιες ακριβώς- και βαδίζοντας κατευθείαν προς το παρελθόν του μ’ αυτό τον τρόπο, ήταν σα να τις καλούσε να πάρουν την εκδίκησή τους. Σ’ αυτό το επίπεδο, το μέλλον μόλις που υπήρχε, κι όσο περισσότερο ταξίδευε πίσω με τη σκέψη του, τόσο λιγότερο με κατάκτηση έμοιαζε. Πραγματικά, έμοιαζε τώρα περισσότερο με μια ήττα, μια τερατώδη ήττα, μια noche triste για την ακρίβεια –μόνο που τώρα, ακόμη και η αίσθηση του πεδίου της μάχης εξαφανίστηκε.
Έμοιαζε περισσότερο, σκέφτηκε, όταν έφτασαν στο Μπαχ, ένα υπόγειο καφέ, η είσοδος του οποίου ήταν πίσω από ένα κιόσκι που έκλεινε τη νύχτα, κι άρχισαν να κατεβαίνουν τα σκαλιά- σαν, επιστρέφοντας στο παρελθόν κατ’ αυτόν τον τρόπο, να βρέθηκε μπροστά σε ένα λαβύρινθο, χωρίς μίτο να τον καθοδηγεί, όπου ο μινώταυρος παραμόνευε σε κάθε βήμα, κι ήταν περισσότερο ένας λαβύρινθος που σε κάθε στροφή του οδηγούσε αλάνθαστα σ’ ένα βάραθρο, όπου μπορούσες να πέσεις ανά πάσα στιγμή, στο βυθό του οποίου βρισκόταν η άβυσσος…
…Βλακώδεις νοσταλγίες! Πόσες φορές δεν είχε φερθεί όπως αυτός ο μεθυσμένος, ή καθόταν στο Μύνχερ Κίντλ συντροφιά με τις νευρώσεις, τον πόνο, τη μοναξιά του. Ή μαζί με τη νέμεσή του, τον οικτρό και καταδικασμένο, θηριώδη Στάνφορντ από το Σαν Φρανσίσκο, ένα απ’ τα λευκά πουκάμισα του οποίου φορούσε ακόμη και τώρα. Και παράλληλα δουλεύοντας –για σκέψου- δουλεύοντας, ενώ έπινε το ποτήρι της κατάπληξης και της ερήμωσης, του αφανισμού, ενώ άκουγε την καμπάνα να σημαίνει την δική του ώρα, μέσα στον ανεμοστρόβιλο της αυτοκαταστροφής του. Στ’ αλήθεια, ο Σίγκμπιορν μπορούσε να του προσδώσει βιβλικές διαστάσεις…. Πώς να εξηγήσει αυτή την παράλογη, σχεδόν υπερφυσική έλξη, που πέρα απ’ τον άνεμο, έπρεπε να της αντισταθεί και ν’ απομακρυνθεί απ’ αυτό που κάποτε ήταν το Μύνχεν Κίντλ. Βγήκαν στο Paseo de la Reforma κι ήταν το ίδιο κι εκεί. Είχε υπάρξει μια Γεσθημανή, ή μια παρωδία της, κι ωστόσο του δημιουργούσε την αίσθηση πως πατούσε σε κάποια γη της επαγγελίας. Θα μπορούσε να το καταλάβει, εάν υπήρχε έστω μια ευχάριστη ανάμνηση να θυμηθεί. Αλλά δεν υπήρχε καμία. Οι μνήμες του ήταν όλες μνήμες μαρτυρίου, τρομακτικής αγωνίας, ή μνήμες της απόδρασης –ή της αποφασιστικής κατάδυσης, ειδικά μέσω του μεσκάλ και της τεκίλας- από τη βεβαιότητα πως η ζωή του γινόταν κομμάτια, πως τελείωνε, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν μνήμες μοναξιάς, ή μιας συντροφιάς που ήταν χειρότερη ακόμα κι από τη μοναξιά. Ο Φερνάντο ήταν η μόνη εξιλαστήρια αρετή του Μεξικό, ή ο Φερνάντο και δυο δονκιχωτικές πράξεις, όμως ο Φερνάντο ανήκε στην Οαχάκα, όχι εδώ…
…‘Μην τα ξαναλέμε αυτά, Πρίμροουζ… Δεν ήταν δικό σου λάθος. Και μήπως δεν χρωστάω σε σένα την ύπαρξη της Κοιλάδας, με περισσότερους από έναν τρόπους; Ο Σίγκμπιορν έσπρωξε πίσω το πιάτο του κι άναψε την πίπα του. ‘Ήταν η μοίρα του, τέλοσπάντων. Κι άλλωστε, αυτό εδώ είναι το πραγματικό βιβλίο’.
‘Ποιο βιβλίο;’
‘Το αληθινό βιβλίο. Τώρα, οτιδήποτε κάνουμε είναι κομμάτι του. Δεν μπορώ να το γράψω φυσικά.’
‘Αλλά τουλάχιστον, καπνίζεις ξανά την πίπα σου, Σίγκμπιορν αγάπη μου’.
‘Και αν το έγραφα, το πιθανότερο είναι πως δεν θα μπορούσε να διαβαστεί. Όμως, αυτό είναι. Ακόμη και τα λάθη που κάνουμε μοιάζουν να υπαγορεύονται απ’ αυτόν τον καταστροφικό δαίμονα –κι ίσως αυτά είναι τα κομμάτια που διαγράφει κάθε φορά, το επόμενο πρωί, όταν ξανακάθεται στο πολύτιμο γραφείο του, ανάμεσα σε δυο αστέρια. Αν κοιμάται ποτέ δηλαδή. Ή τρώει. Εγώ, νομίζω, πως απλά πίνει’.
‘Για ποιο πράγμα μιλάς Σίγκμπιορν;’
‘Κι ούτε είναι καταστροφικός δαίμονας. Μόνο που οι αντιλήψεις του για την τέχνη, κάποιες φορές αρκετά διαφορετικές από τις δικές μας, είναι πιο πλατιές. Κι ότι δεν είναι καταστροφικός δαίμονας το ξέρω, γιατί τον αισθάνομαι να επιζητεί από μένα, από μας, να κάνουμε το καλό, να είμαστε καλοί. Το πρόβλημα είναι –και είναι και δικό του πρόβλημα- πως συνηθίζουμε να παρασυρόμαστε, βάζοντας στο στόμα μας τις δικές του φράσεις. Έτσι αποκτούμε μια λανθασμένη αυτοπεποίθηση που με τη σειρά της τον φέρνει σε απόγνωση, γιατί στην πραγματικότητα είμαστε απολύτως εξαρτημένοι απ’ αυτόν κι χρειαζόμαστε τη βοήθειά του σε κάθε μας βήμα. Και αυτό είναι ο βασικότερος πονοκέφαλός του, επειδή αφού μας έδωσε ζωή, μας έδωσε επίσης και θέληση. Και δεν έχει σημασία, αν αυτή η θέληση λειτουργεί δημιουργικά ή όχι. Ή αν λειτουργεί χωρίς αυτό που εμείς αποκαλούμε επιθυμία. Είναι όμως σημαντικό με τους δικούς του όρους. Γιατί αν η θέλησή μας είναι αρκετά ισχυρή, δεν μπορεί να την υποτάξει. Και μπορεί να επιμένουμε σ’ ένα τραγικό τέλος και να το βρίσκουμε, εκεί όπου εκείνος επιθυμούσε ένα ευτυχισμένο τέλος. Είναι αυτές ακριβώς τις στιγμές που καίει το σπίτι μας ή καταστρέφει τα τρία τέταρτα του έργου της ζωής μας, μόνο και μόνο για να μας υπενθυμίσει την παρουσία του. ‘Ικανοποίησες έτσι το ένστικτό σου της τραγωδίας’, μοιάζει να λέει, ‘για να δούμε τώρα τι θα κάνεις. Ίσως να νομίσεις πως αυτό είναι το τέλος. Αλλά κοντά μου είναι μόνο η αρχή’. Δεν είναι πως επιζητεί τον εξευτελισμό σου με την στενή έννοια, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα αν δεν είμαστε ταπεινοί, μια λέξη που θέλει επαναπροσδιορισμό, γιατί οι προφήτες φαίνεται να την έχουν καταστρέψει.’
‘Ακούγεται σαν να μιλάς για το Θεό.’
‘Ίσως να το κάνω. Ίσως να έχω μια θρησκεία. Ή ίσως ο σκοπός της παρουσίας μας εδώ να είναι πως θα ανακαλύψουμε ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς Θεό. Αλλά δεν ήταν πρόθεσή μου να μιλήσω για το Θεό. Νομίζω πως αναφερόμουν στο προστατευτικό πνεύμα που οι συγγραφείς ονομάζουν δαίμονα, και νομίζω πως ο δικός μου ο δαίμονας δοκιμάζει να γράψει ο ίδιος ένα βιβλίο, αντί να με παρακινεί να το γράψω εγώ, από τη στιγμή που έχω σιγήσει μετά την πυρκαγιά, κι ακόμη περισσότερο έχω αποτύχει εντυπωσιακά να δω το αστείο σ’ όλο αυτό, έστω κι αν ήταν δικό του έργο ή του Θεού’.
‘Δε θα σκεφτόμουν ποτέ πως ο δαίμονάς σου ειδικεύεται στις ευτυχισμένες καταλήξεις’.
‘Νομίζω πως ξεκίνησα με τον δαίμονα, και στην πορεία της αυτάρεσκης ομιλίας μου ανακάλυψα πως μιλάω για τον Θεό.’
‘Κι αν ο καλός σου δαίμονας αποφασίσει πως πρέπει να δοκιμάσεις να γράψεις αυτό το αδιανόητο βιβλίο;’
‘Τότε υποθέτω πως θα δοκιμάσω να το γράψω’…
...Στο Κορνάδα ήταν που είχε πάρει μια σπουδαία απόφαση που άλλαξε αντικειμενικά την πορεία της ζωής του: ήταν στον πύργο που είχε βάλει τον Πρόξενο –Πρόξενος πράγματι, ήταν τόσο αστείο όσο το ξενοδοχείο Νάδα- να πάρει μια παρόμοια απόφαση: αλλά ήταν κάτι περισσότερο. Εδώ είχε χωρίσει με τη Ρουθ. Ήταν μια απόφαση σε εκκρεμότητα μέχρι την τελευταία στιγμή, που εκκρεμούσε απ’ όταν έφυγε από την Κουερναβάκα, κι όσο έκανε εκείνους τους δύσκολους διακανονισμούς με τον Χόλσερ για να ταξιδέψει στην Ισπανία από την Σαλίνα Κρουζ, ή έτσι φανταζόταν ότι έκανε. Κι ενώ έκανε αυτές τις προετοιμασίες, κοιμόταν με τη μία πόρνη μετά την άλλη με τέτοιο πάθος που δεν είχε ποτέ ξανά στη ζωή του ως τότε, μέχρι που σε μια προσπάθεια να χάσει, ή να προβάλει, ή να συνδέσει τα δεινά του με κάτι συγκεκριμένο, η απόφαση ήταν σε εκκρεμότητα ολόκληρη εκείνη την φρικτή νύχτα στην Βία Ντολορόσα, μέχρι την τελευταία στιγμή, γιατί εκείνη είχε αφήσει την απόφασή της ανοικτή, να μην φύγει επιστρέφοντας στην Αμερική.
Αλλά υπήρξε ένα τίμημα, ένα τίμημα που δεν ήταν διατεθειμένος να πληρώσει, το τίμημα του Προξένου, ένα τίμημα, που αν το σκεφτόταν κανείς τώρα, δεν θα έπρεπε να ζητηθεί ποτέ, όπως ακριβώς είχε προνοήσει, δημιουργώντας έναν τόσο αντιπαθή ήρωα, έτσι ώστε εκείνη να του το ζητήσει. ‘Αγάπη μου, αν μείνω μαζί σου, θα σταματήσεις να πίνεις;….’ ‘Αμέσως, από σήμερα;’ Μια δοκιμασία που έμοιαζε με την αγωνία για τη σύφιλη μπροστά στον γιατρό, που νόμιζε πως την είχε κολλήσει από ‘κείνη. ‘Ναι, τώρα’. ‘Λοιπόν, η απάντησή μου είναι Όχι. Τι περίμενες; Θα κατεβάσω κάτω τη βαλίτσα σου.’ Τουλάχιστον η Πρίμροουζ δεν θα έκανε ποτέ φασαρία σχετικά με το ποτό, εάν αυτό ξαναγινόταν προβληματικό. Για την ακρίβεια, έπινε όταν την γνώρισε, κι αν ακόμα δεν την ερωτευόταν, θα άξιζε να την παντρευτεί, μόνο και μόνο γιατί ήταν άνθρωπος που δεν δημιουργούσε φασαρίες. Ή για να το θέσει διαφορετικά, εάν δεν ήταν τέτοιου είδους άνθρωπος, δεν θα είχε σκεφτεί ποτέ του να κόψει το ποτό οριστικά. Και είχε κουβαλήσει τη βαλίτσα –η πρώτη και τελευταία εξυπηρέτηση που έκανε στη Ρουθ- ως το αυτοκίνητο που την περίμεναν οι δυο Αμερικάνοι για να την πάνε στην Καλιφόρνια, αφού σταμάτησε στο μπαρ για ένα μεσκάλ. Ήταν αυτή η σκηνή που επαναλαμβανόταν, ξανά και ξανά, σαν μια χαλασμένη ταινία (και αυτή η χαλασμένη ταινία ήταν μια εικόνα του εαυτού του επίσης), να κατεβαίνει με το ασανσέρ κουβαλώντας τη βαλίτσα, η αίσθηση της μη-πραγματικότητας, οι Αμερικάνοι να περιμένουν στο διθέσιο αυτοκίνητο έξω απ’ το Κορνάδα στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Κι όταν εκείνη εμφανίστηκε ‘Είσαι σίγουρος πως δεν θ’ αλλάξεις γνώμη αγάπη μου –ακόμη και τώρα δεν είναι αργά. Μπορούμε να πάμε στο Γιουκατάν’. ‘Απολύτως σίγουρος. Θα κανονίσω και για τα χρήματα’. ‘Σίγκμπιορν-’ ‘Το ζήτημα δεν είναι ν’ αλλάξω γνώμη Ρουθ. Κι αν είναι, είναι απαραίτητο πρώτα, ν’ αποκτήσω το είδος του μυαλού που εγκρίνεις’. Για μια στιγμή όμως η Ρουθ είχε παραμείνει εκεί, αναποφάσιστη, στο πεζοδρόμιο του ξενοδοχείου Κορνάδα, σχεδόν άφωνη, με το δάχτυλο στο στόμα, μπερδεμένη, σαν παιδί, κι ήταν ίσως μόνο η σκέψη της τυραννίας των παιδιών, ή του νεκρού δικού του, δολοφόνος του οποίου ήταν εκείνη, που τον εμπόδισε να ενδώσει. ‘Έτσι όμως δεν θα καταστρέψεις τη ζωή σου;’ τον ρώτησε. ‘Κατά κάποιο τρόπο ναι’. ‘Θα μετανιώσεις, το ξέρεις’. ‘Αν μετανιώσω δεν πρόκειται να το μάθεις. Έτσι κι αλλιώς, ακόμη κι αν έμενες, εγώ πηγαίνω στην Ισπανία’. ‘Στην Ισπανία, χα!’ ξέσπασε εκείνη περιφρονητικά κι έφυγε. ‘Και φαίνεται να το έχεις ξεχάσει, αλλά δουλεύω’. ‘Δουλεύεις –χεχε!’ ‘Μη φεύγεις όμως έτσι’ πρόσθεσε ο Σίγκμπιορν, σχεδόν με δάκρια στα μάτια. ‘Ω, αγάπη μου, δεν μ’ αγαπάς και ποτέ σου δεν μ’ αγάπησες. Αντίο όμως και ο Θεός μαζί σου. Καλή τύχη’. ‘Αντίο’. ‘Σίγκμπιορν, λυπάμαι για σένα’. ‘Κόψε τη λύπη. Έχω από μόνος μου αρκετή. Κι αμέσως μετά της είπε ‘Και θα χαρώ αν έχεις κι άλλα πράγματα πέρα απ’ τη λύπη κρυμμένα στο μανίκι σου, για τα οποία δεν θα χρειαστεί να λυπηθώ εγώ για σένα’.
Και ύστερα τα μεσκάλ και τα σφαγμένα ελαφάκια: ο Χόλσερ κι η Οαχάκα κι ο Φερνάντο Μαρτίνεζ: κι αργότερα ο Στάνφορντ και το Ακαπούλκο. Ο αποχωρισμός είχε γίνει σχεδόν οκτώ χρόνια πριν από σήμερα, πριν απ’ αυτή την ώρα, πριν απ’ αυτό το πρωινό. ‘Δεν μ’ αγαπάς και ποτέ σου δεν με αγάπησες’. Ήταν αλήθεια; Πέρα από το γεγονός πως κανείς απ’ τους δυο τους δεν είχε αυθεντικά αγαπήσει τον άλλο –σύμφωνα με τις κατηγορίες μέσω των οποίων αντιλαμβανόμαστε αυτά τα πράγματα- παραθέτοντας τον Λουκρήτιο, παραθέτοντας τον Πρόξενο, παραθέτοντας τον εαυτό του. Δεν τα είχε ποτέ συζητήσει όλα αυτά με την Πρίμροουζ, από φόβο μην την πληγώσει. Αναφορικά με το παρελθόν τους κι οι δυο μπορούσαν να διαβάσουν ανάμεσα στις γραμμές, και ειδικότερα η Πρίμροουζ από τη στιγμή που, όπως το είχε παρατηρήσει συμπαθητικά, έπρεπε να δακτυλογραφήσει τόσο πολύ απ’ αυτό το παρελθόν. Αλλά, αν ήξερε την αλήθεια δεν θα είχε πληγωθεί καθόλου: ακριβώς το αντίθετο, εκτός αν έτσι νόμιζε εκείνος.
Όλα αυτά όμως δεν εξηγούσαν την οδύνη, πως οι μέρες στην Οαχάκα, κι αργότερα στο Ακαπούλκο κι αργότερα πάλι εδώ, στην Πόλη του Μεξικό, πριν φύγει από το Μεξικό με τέτοιο ταπεινωτικό τρόπο με το τρένο, κι όπως νόμιζε τότε για πάντα, ήταν οι πιο θλιμμένες της ζωής του. Όταν ο Σίγκμπιορν σκεφτόταν την αγάπη, όπως αυτή που είχαν με την Πρίμροουζ –ή αυτή μεταξύ των γονιών του, ή των αδελφών του με τις συζύγους τους- πάντοτε σκεφτόταν περισσότερο κάτι σαν την βελανιδιά, σκοτεινή, βαριά, δυνατή αλλά επίσης ελαστική, ευλογημένη απ’ τον ήλιο, φωτεινή ή σκιώδης ανάλογα με την εποχή, που επιζούσε από τους κεραυνούς και τις μεγάλες καταιγίδες, και πάντοτε, κατά μυστηριώδη τρόπο συνέχιζε να μεγαλώνει. Ή συχνά τη σκεφτόταν σαν την γενναία τους προβλήτα, ειδικότερα σαν εκείνη την γενναία προβλήτα τους, που δεν ήταν όπως σε πρώτη όψη φαινόταν ένα στείρο σύμβολο μονάχα, αλλά ήταν ικανή να επεκτείνεται συνεχώς, αν όχι αιώνια. Ακόμη περισσότερο, χρειαζόταν συνεχώς επισκευές, κι ενώ είχε τα ισχυρότερα δυνατά θεμέλια, είχε παράλληλα μια από τις πιο ελαφρές κατασκευές, και ήδη είχε αντέξει τις πιο ισχυρές τρικυμίες. Και δεν είχε κατασκευαστεί μόνο με αγάπη: η αγάπη μόνη δεν είναι ποτέ αρκετή. Συχνά έβριζαν σαν θερμαστές όταν την έχτιζαν και είχαν διαβόητους καυγάδες. Όπως ακριβώς καυγάδιζαν κι όταν έχτιζαν το σπίτι, το οποίο ήταν ένα ακόμη καλύτερο σύμβολο, από τη στιγμή που ήταν φανερά ημιτελές, ή θα ήταν πολύ καλύτερο εάν δεν το είχαν εγκαταλείψει τόσο αστόχαστα, έστω και προσωρινά. Αλλά και πάλι, αυτή η οδύνη, ή η υποτροπή της –κι ίσως αυτή να ήταν η μόνη εξήγηση- αναπαριστούσε, όπως έκανε πάντα, μια μετάθεση. Σκέφτηκε σχεδόν με τρόμο πώς ήταν ίσως μια προειδοποίηση, πριν από κάποιο γεγονός που έπρεπε να αποτρέψει με κάθε κόστος, ήταν λες και, από δικό του λάθος, τώρα πιο έντονα, να έχανε την Πρίμροουζ.
Εάν όμως ήταν όντως αλήθεια πως σε εκείνη την περίπτωση η αγάπη δεν είχε υπάρξει, ήταν το ίδιο αλήθεια και για την οδύνη;… Ο χρόνος με το αμείλικτο ξίφος του, τα χρήσιμα νύχια του, είχε βυθίσει αυτές τις αγωνίες κάτω από την επιφάνεια του μυαλού του. Τώρα είχαν ανέβει στην επιφάνεια σαν πλημμύρα. Είχαν βέβαια εξομαλυνθεί κι είχαν γίνει πιο σκληρές, εξακολουθούσαν όμως ν’ αποτελούν κομμάτι της ύπαρξής του. Αλλά ήταν αναμφίβολα παρούσες, αν και για χρόνια αθέατες, και πονούσαν. Όμως η ίδια η οδύνη, του μυαλού και της ψυχής, δεν μπορεί να περιγραφεί. Τα καρφιά, ακόμη και του σταυρού, απ’ τον οποίο αντλούμε την ελπίδα μας, είναι αυτής εδώ της γης. Η ίδια η οδύνη όμως έμοιαζε να προέρχεται από κάπου αλλού, ήταν από άλλο κόσμο κι αντιστεκόταν στην περιγραφή και βρισκόταν σε διαρκή μεταμόρφωση, μια φρενητιώδης πολύπλοκη μεταφορά, μια αδιανόητη παρομοίωση. Σαν αίμα, σαν καπνός, σαν φωτιά, ξεπηδούσε από το πάτωμα, έμπαινε από το παράθυρο, βυθίζοντάς τον, πνίγοντάς τον, σε σπασμούς αγωνίας, θλίψης και ασφυξίας. Κι ύστερα έμοιαζε με τον βρυθηχμό του νερού που δεν σταματά ποτέ, σαν τα κύματα που υψώνονται και πέφτουν σε μια θαλάσσια σπηλιά. Κάπως έτσι, αλλά όχι έτσι ακριβώς. Και ούτε κάπως έτσι, αλλά με κάποιο συνειρμό που προκαλούν αυτές οι λέξεις στη σύγχυσή τους, μέσα, ναι, από την ίδια τους την ανικανότητα να βάλουν μια τάξη, λες και η οδύνη ανήκει στην τάξη εκείνη των πραγμάτων που χαρακτηρίζονται από την ανικανότητα.
Όταν κάποιος επιτρέψει στην καταστροφή να τον καταβάλει ολοκληρωτικά, τείνει να ξεχνά στην πράξη (αν και αυτόματα πενθεί γι’ αυτά) τα ύψη στα οποία είχε φτάσει προηγουμένως και τα εμπόδια που είχε ξεπεράσει για να κατακτήσει αυτά τα ύψη: κι ο παλιός εαυτός αντικρίζει τον νέο με απόλυτη περιφρόνηση γιατί παραδόθηκε, κι ο νέος, φοβισμένος, αποστρέφει τα μάτια του απ’ όλα τα χρόνια που πέρασαν και στο τέλος ξεχνά τον παλιό εαυτό του. Κι αν η ευσπλαχνία του μυαλού είναι υπεύθυνη γι’ αυτή την απώλεια της μνήμης, η διαδικασία αυτή, στη βαθύτερη έννοιά της, είναι ανελέητη. Και πέρα απ’ όλες τις δικαιολογίες μήπως δεν είχε αφήσει τον εαυτό του να καταβληθεί; Και την Πρίμροουζ επίσης στην πορεία. Ιδωμένο απ’ αυτή τη σκοπιά, το ταξίδι αυτό ήταν μια προκλητική μοίρα, όχι κάτι ασήμαντο, ακόμη κι αν κάποιος απέκλειε την πίστη του, πως ήταν ένα ανιδιοτελές δώρο στην Πρίμροουζ. Κι αν υπήρχε μια συγκεκριμένη αποδοχή της αποτυχίας του, ήταν σίγουρα σε μια μεγάλη κλίμακα. Ήταν λες και η νεκρική πυρά στάθηκε ανεπαρκής για τον φοίνικα, κι έπρεπε να ψάξει κάπου γύρω του για κάποιο άλλο εξιλαστήριο θύμα στα βάθη του παρελθόντος του. Και θα έβρισκε, εδώ στο Μεξικό περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού τον παλιό εαυτό του: θα ερχόταν εδώ, περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, πρόσωπο με πρόσωπο, όπως ήλπιζε, και με τον Φερνάντο, και μ’ όποια ατελή υπέρβαση είχε κάνει εκείνος ο άλλος του εαυτός.
‘Ελευθέρωσε το μυαλό σου’, του είπε η φωνή του αδελφικού του φίλου, με
την γνώριμη έντασή της που αργοπέθαινε: ‘Σκέψου τι πρέπει να κάνεις. Τι κάνεις τώρα, δημιουργείς περισσότερες τραγωδίες; Φτωχέ μου φίλε!’ Όλα εκείνα ήταν πολύ όμορφα, σκέφτηκε ο Σίγκμπιορν∙ τότε, ναι, θέλω να πάω στην Οαχάκα, Φερνάντο, πραγματικά μου έλειψες αδελφικέ μου φίλε, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.
Είχε ανοίξει τα φτερά του ο φοίνικας, όπως τον είχε ρωτήσει καλοσυνάτα ο Ντάνιελ; Όχι, αλίμονο όχι, μπορούσε τώρα δυστυχώς να απαντήσει ο Σίγκμπιορν, ο φοίνικας δεν είχε ανοίξει τα φτερά του. Όχι ακόμα. Ήταν αλήθεια πως έβλεπε το ίδιο το Μεξικό σαν την απόλυτη καταστροφή, κι ίδιος ένα αποκαΐδι, η καταδίκη απ’ την οποία είχε αναστηθεί, σαν τον φοίνικα, για να γράψει την τριλογία του. Όμως το να έχει γράψει την Κοιλάδα, ή να είναι η Κοιλάδα ένα τετελεσμένο γεγονός, δεν ήταν προφανώς αρκετό. Το τί άλλο απαιτούνταν απ’ αυτόν ήταν αμφίβολο αλλά μπορούσε να πει κανείς πως δεν είχε αναστηθεί ολοκληρωτικά απ’ τη στιγμή που το σπίτι του δεν είχε ολοκληρωθεί. Κι ωστόσο έμοιαζε σαν να είχε επιστρέψει σε μια άλλη καταστροφή, την οποία δεν είχε καταφέρει επίσης να ξεπεράσει. Ίσως το να βρεθεί στο Μεξικό ήταν, πράγματι, η πνευματική αναλογία της δεύτερης καταστροφής, όταν το σπίτι τους κάηκε, κι από την κόλαση αυτής της φωτιάς ήταν σίγουρο πως δεν είχε ανανήψει ακόμα, και από πνευματική σκοπιά, βρισκόταν ακόμη εντός της. Εκείνη τη νύχτα είχε σκεφτεί τους δρόμους, τους σκοτεινούς, σκοτεινούς δρόμους, τις μελαγχολικές καμπάνες που κάποιες φορές έκαναν την Πόλη του Μεξικό να θυμίζει το Κέημπριτζ, κι ακόμη και τώρα, μπορούσε να θυμηθεί εκείνα τα πανέμορφα ηλιόλουστα πρωινά μόνο μέσω του αλκοόλ, τότε που παρατηρούσε απ’ το μπαρ με τους ξεβαμμένους καφετί τοίχους δίπλα στο σταθμό του τρένου τα κορίτσια και τους φοιτητές να πηγαίνουν στους αγώνες, με τον αέρα να φυσά και καμιά συντροφιά εκτός από τον φόβο, τον παρατεταμένο φόβο που συνοδεύει την επώαση κάποιας τρομερής αρρώστιας. Θυμήθηκε τα πρώτα του ποιήματα, όλα χαμένα πια, κι αν άξιζε να θυμάται κάτι αυτό ήταν η εξαιρετική συγκέντρωση εκείνης της περιόδου, η αξιοθαύμαστη ικανότητα να επικεντρώνεται σε μια συγκεκριμένη σκέψη, έτσι που σε μια περίπτωση μια φέτα λεμόνι σ’ ένα τασάκι είχε μεταβληθεί σε μια μαυροφορεμένη γρια γυναίκα που έτρεμε μέσα στο χιονόνερο. Ο Φερνάντο ήταν η μόνη εξιλαστήρια αρετή μέσα σ’ όλα αυτά, κι ωστόσο το σύμβολο ολόκληρου του Μεξικό. Επομένως, στο όνομα του Θεού, τι ήταν αυτή η προσκόλληση σ’ αυτόν, αυτή η υπερφυσική επιρροή που του ασκούσε;…
...Ωστόσο, τίποτα δεν είχε πάει άσχημα ως τώρα. Κι η βραδιά ήταν μια επιτυχία. Από τη μία πλευρά∙ από την άλλη όμως, ήταν κατά τη διάρκεια της νύχτας, της πρώτης τους νύχτας στο Μεξικό, που άρχιζε σιγά-σιγά να έρχεται αντιμέτωπος με τον αληθινά θετικό, φυσικό, αν και σκοτεινό κίνδυνο εντός του οποίου βρισκόταν, και στον οποίο είχε συνειδητά και ευχάριστα επίσης φέρει τον εαυτό του, συνειδητά και ευχάριστα είχε φέρει και τους δυο τους: η Πρίμροουζ το γνώριζε αυτό κατά κάποιο τρόπο. Στο κάτω-κάτω, εκείνη γνώριζε την Κοιλάδα της Σκιάς του Θανάτου από το τέλος προς την αρχή: για ‘κείνη και το ενδιαφέρον της γι’ αυτόν ήταν ένα ζήτημα εξορκισμού φαντασμάτων. Αλλά για ‘κείνον ήταν κάτι διαφορετικό. Για την ώρα, το πιο ισχυρό φάντασμα που έπρεπε να αντιμετωπίσει ήταν ο ίδιος του ο εαυτός, και είχε σοβαρές επιφυλάξεις για το αν πράγματι ήθελε να το ξορκίσει(1).
(1) Αποσπάσματα από το 4ο κεφάλαιο του:
Ο Μάλκολμ Λόουρυ έχει χαρακτηριστεί ως συγγραφέας του ενός βιβλίου, έστω και αριστουργηματικού. Σωστότερο θα ήταν να τον χαρακτηρίσουμε ως τον συγγραφέα του βιβλίου που δεν γράφηκε ποτέ. Αν όντως το "Κάτω από το ηφαίστειο" αποτέλεσε και για τον ίδιο προσωπικά Το βιβλίο, που ποτέ στην διάρκεια της υπόλοιπης ζωής του δεν κατάφερε να ξεπεράσει, χαρακτηρίζοντας και καθορίζοντάς τον ανεπανόρθωτα ως άνθρωπο και συγγραφέα, θα ήταν δίκαιο να του αποδώσουμε τα εύσημα και για το βιβλίο (ή τα βιβλία) που δεν ολοκλήρωσε ή δεν έγραψε ποτέ.
Αν το "Κάτω από το ηφαίστειο" ήταν το ένα τρίτο μιας μεθυσμένης Θείας Κωμωδίας που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, τα υπόλοιπα και κατάλοιπα κείμενα του Λόουρυ αποτελούν τα σπαράγματα, ένα αρχιπέλαγος ημιτελών αστέρων ενός σχηματισμού στον οποίο ο ίδιος είχε δώσει το όνομα ‘Το ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει’. Δεν πρέπει βέβαια να παραγνωρίζουμε το γεγονός πως έχουμε να κάνουμε με έργα ημιτελή μεν, λογοτεχνικούς ‘αστέρες’ δε. Και η ίδια η έννοια του ημιτελούς –ή του έργου που ποτέ δεν τελειώνει, δεν ολοκληρώνεται- στην περίπτωση του Μ. Λόουρυ αποκτά μια ιδιάζουσα, άκρως προσωπική απόχρωση. Αν δεν γνωρίζουμε το πώς δούλευε τα κείμενα του, τον τρόπο που σχεδίαζε ή καλύτερα συνέθετε τα βιβλία του, θα απομακρυνθούμε από τον πυρήνα του έργου του και της σημασίας του, καθοδηγούμενοι από τις σειρήνες και τους αντικατοπτρισμούς χαρακτηρισμών, όπως ‘ημιτελή’, ‘προσχέδια’ κτλ.
Για τον Μ. Λόουρυ ολόκληρος ο γύρω του κόσμος είναι ένα εραλδικό σύμπαν, μια αστείρευτη αλυσίδα συμβολισμών. Η φύση, οι άνθρωποι, τα κείμενα, οι ψυχικές καταστάσεις είναι οι είσοδοι σε μια μακρά αλυσίδα συμβολισμών και μεταφορών, διαστρωματωμένων έτσι που να οδηγούν καθοδικά από βυθό σε βυθό σε κάθε επάλληλη ανάγνωση. Η στρωματογραφία αυτή των συμβολισμών δεν ακολουθεί βέβαια κάποια ιδεαλιστική έννοια αναγωγής προς το Υψηλό και τους ουρανούς, ή μια οδοσήμανση επιστροφής στην πεζή και νεκρή σημασίας πραγματικότητα του παρόντος. Μπορούμε να πούμε πως ήταν μάλλον μια κατάβαση στο μάγμα της ανθρώπινης ψυχής. Εκεί όπου δεν έχουμε να κάνουμε ακριβώς με κάποιο άϋλο Υψηλό, αλλά μάλλον με ένα ένσαρκο Τρομερό.
Τα κείμενα του Λόουρυ αποτελούν όντως ‘ένα δάσος συμβόλων’. Οι ατελείωτες σειρές των συμβόλων πολλαπλασιάζονται τόσο σε έκταση όσο και σε βάθος. Με τις αλλεπάλληλες επεξεργασίες των κειμένων του δημιουργούσε ένα πολυδαίδαλο παλίμψηστο σημασιών. Στα έργα του απουσιάζει η έννοια της παραδοσιακής πλοκής όπως και η εις βάθος ανάλυση των χαρακτήρων. Μοναδικό του θέμα –και εμμονή- καθ’ όλη τη συγγραφική του δράση, αποτελεί, το μόνο θέμα που γνωρίζει καλά, ο εαυτός του. Τα δικά του βάθη, η προσωπική του άβυσσος συγκροτούν τον πυρήνα της συγγραφής. Καθώς και η ανελέητη πάλη με τους θεούς και κυρίως τους δαίμονες που τον κατατρέχουν.
Από την άλλη πλευρά, η εξαιρετική του παρατηρητικότητα σε συνδυασμό με το έμφυτο ταλέντο στη χρήση της γλώσσας προσδίδει ένα πλούσιο περιγραφικό υλικό από τον έξω κόσμο. Η θάλασσα, τα ηφαίστεια, καθώς και η τοπιογραφία των χωρών που έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, συνιστούν τα σταθερά επαναλαμβανόμενα μοτίβα του. Οι περιγραφές αυτές του εξωτερικού κόσμου μετατρέπονται στο εργαστήρι της γραφής του σε μια ισχυρή εσωτερική τοπιογραφία, μια εσωτερική συμβολική χαρτογράφηση. Ο κόσμος του Λόουρυ, έστω κι αν αναφέρεται σε πραγματικούς, αναγνωρίσιμους τόπους, είναι ένας μη-τόπος. Κι από ‘κει εκκινεί η βασανιστική κάθοδος στα παλίμψηστα βάθη του είναι και στο καλειδοσκόπιο των συμβολισμών.
Ο ίδιος ο Λόουρυ φιλοδοξούσε να γίνει ποιητής. Χωρίς να εξετάσουμε εδώ την ποιότητα της ποιητικής του παραγωγής, μπορούμε θαρραλέα να ισχυριστούμε πως ήταν ένας –ίσως ο τελευταίος- τραγικός ποιητής. Ένας τραγικός ποιητής στην καρδιά του δραματικού 20ου αιώνα. Το Κάτω από το Ηφαίστειο μπορεί να ιδωθεί ως μια σύγχρονη τραγωδία, ως η ιστορία της πτώσης ενός ανθρώπου –του Ανθρώπου-, ιδωμένη υπό το πυρηνικό φως της εποχής μας. Σκιαγραφεί μια θεολογία, έστω και αρνητική, ανάλογη εκείνης των αρχαίων τραγικών, όπου όμως οι θεοί και οι άγγελοι απουσιάζουν. Έχουν απομείνει μόνο οι δαίμονες. Οπότε, για να αρθρώσει πια μια οντολογία της Αγάπης είναι καταδικασμένος, πρώτα να μιλήσει για την ανθρωπολογία της Κόλασης.
Αν και ο ίδιος αρχικά είχε οραματιστεί μια τριλογία, σύμφωνα με το τρίπτυχο Κόλαση-Καθαρτήριο-Παράδεισος, μπορούμε με ασφάλεια να πούμε πως κατόρθωσε στο μοναδικό βιβλίο αυτής της τριλογίας να υποστασιοποιήσει το τρίπτυχο Ύβρη-Νέμεση-Κάθαρση. Κι αν ο ίδιος και η γραφή του φαίνεται να έμειναν παγιδευμένα στον κύκλο της Κόλασης, πληρώνοντας μέχρι τέλους το τίμημά της, τόσο σε προσωπικό όσο και σε δημιουργικό επίπεδο, η κάθαρση ή αν θέλετε, με χριστιανικούς όρους η ‘εξαγορά’, έχει ήδη συντελεστεί. Καθιστώντας έτσι την εμπειρία της ανάγνωσης του έργου όχι μόνο ψυχαναλυτική για τον αναγνώστη, αλλά και καθαρτήρια. Το τίμημά της, το πλήρωσε στο ακέραιο ο συγγραφέας και οι χάρτινοι ήρωές του. Το κέρδος της λύτρωσης το απολαμβάνει στο ακέραιο ο αναγνώστης.
Σκοτεινός σαν τον τάφο όπου ο φίλος μου κείται
Κεφάλαιο 4
…Το ξενοδοχείο Κορνάδα υπήρξε φυσικά ένας τόπος αποφάσεων, η σκηνή ίσως των πιο καταστροφικών κι αρνητικών αποφάσεων που είχε πάρει στη ζωή του, εκτός και αν ήταν οι πιο δημιουργικές και θετικές τελικά, επειδή αν δεν τις είχε πάρει ίσως να μην γνώριζε ποτέ την Πρίμροουζ, και σίγουρα δεν θα είχε γράψει ποτέ την Κοιλάδα της Σκιάς του Θανάτου. Καταστροφικές ή δημιουργικές σίγουρα ήταν θλιβερές κι οι συνέπειές τους έμοιαζαν δίχως τέλος, ήταν ίσως το χαμηλότερο σημείο που είχε βρεθεί η ζωή του. Ήταν λες και το φάντασμα κάποιου που κρεμάστηκε είχε επιστρέψει στον τόπο της αυτοκτονίας του, όχι από νοσηρή περιέργεια, αλλά από καθαρή νοσταλγία να ξαναπιεί τα ποτά που του έδωσαν κουράγιο να προχωρήσει στην πράξη του και πιθανώς ν’ αναρωτηθεί αν θα ‘χε διαφορετικά το θάρρος να το κάνει. Εδώ πάντως, στο ξενοδοχείο Κορνάδα, είχε χωρίσει με την Ρουθ, κόβοντας τη ζωή του στη μέση τόσο αποφασιστικά λες και το είχε κάνει με έναν μπαλτά. Κι εδώ ήρθε η Πρίμροουζ χαρούμενη με ένα μπουκάλι αμπανέρο.
Το ξενοδοχείο Κορνάδα! Ήταν παράξενο να σκεφτείς, όπως σκέφτηκε εκείνος αφού απόλαυσαν το πρώτο τους ποτήρι Berreteaga, πως ήταν σ’ αυτό το ξενοδοχείο που είχε έρθει με την Ρουθ, όταν έφυγε από την Κουερναβάκα για πάντα, όπως νόμιζε τότε, αν όχι γι’ άλλο λόγο, παρά γιατί ήταν το πρώτο ξενοδοχείο που είχαν μείνει στο Μεξικό. Ήταν εδώ απ’ όπου ξεκίνησε για την Οαχάκα όταν έφυγε η Ρουθ. Κι ήταν στο ξενοδοχείο Κορνάδα που επέστρεψε μετά την Οαχάκα, μετά τον Φερνάντο. Από εδώ είχε ξεκινήσει για δεύτερη και μοιραία φορά για το Ακαπούλκο, κι ήταν εδώ πάλι που είχε επιστρέψει μετά τον Στάνφορντ και το Τάρτλετον, κι από ‘δω επίσης ήταν που έφυγε οριστικά από το Μεξικό, με τόσο εξευτελιστικό τρόπο, περισσότερο από επτά χρόνια πριν, για να μην επιστρέψει ποτέ, όπως πίστευε τότε. Κι ήταν και κάτι ακόμα. Εκεί βρίσκονταν τα νιάτα του. Δεν ήταν ν’ απορείς που δεν ήθελε να κατέβει κάτω με το ασανσέρ! Ήταν σαν ένας σταθμός του σταυρού, στο ημιτελές Oberammergau της ζωής του, ένας σκιώδης αντικαταστάτης ακόμη και σ’ αυτό, ήταν λες και είχε αφήσει εδώ το σταυρό του, ενώ πήγε και μέθυσε στο Πίλσενερ μια νύχτα κι ύστερα έκανε κάτι άλλο και ξέχασε το ρόλο που έπαιζε: και τώρα έπρεπε να επιστρέψει εδώ, να ξανασηκώσει το σταυρό του και να τελειώσει ό,τι είχε ξεκινήσει να κάνει. Ή μήπως είχε αφήσει τον σταυρό του στην Οαχάκα, υπ’ όψιν κ. Φερνάντο Μαρτίνεζ, μέχρι νεωτέρας;….
…Ο Σίγκμπιορν είχε ένα αλλόκοτο αίσθημα πως έκανε πολλά πράγματα ταυτόχρονα, ή καλύτερα, πως πλησίαζε και απομακρυνόταν ταυτόχρονα από διάφορα μέρη. Από μια άποψη, περπατούσε απλά ευτυχισμένος στον δρόμο με την Πρίμροουζ, ευχαριστημένος που είχαν ολοκληρώσει το πρώτο κομμάτι του ταξιδιού τους, κι η αίσθηση του θριάμβου του δεν είχε μετριαστεί καθόλου, κι ανυπομονούσε για το μέλλον, για τις μαγευτικές διακοπές μαζί της στο Μεξικό, αν και δεν θα έβλεπαν σήμερα και πάρα πολλά. Από μιαν άλλη σκοπιά, περπατούσε βαδίζοντας πολύ σοβαρά πάνω στα ίχνη ενός πνευματικού πεδίου μάχης, με τον Σίγκμπιορν, σαν τον Κορτέζ, να είναι ο κατακτητής κι οι εφιάλτες της εμπειρίας εκεί κι η ίδια η παρουσία του στο Μεξικό, που είχαν εδώ και καιρό μετασχηματιστεί με την ολοκλήρωση του βιβλίου του, να αποτελούν τον ηττημένο εχθρό. Από μια τρίτη σκοπιά είχε την αίσθηση πως ίσως να είχε χρησιμοποιήσει ύπουλες και προδοτικές δυνάμεις για να επιτύχει την κατάκτησή του –χωρίς να μπορεί να πει ποιες ακριβώς- και βαδίζοντας κατευθείαν προς το παρελθόν του μ’ αυτό τον τρόπο, ήταν σα να τις καλούσε να πάρουν την εκδίκησή τους. Σ’ αυτό το επίπεδο, το μέλλον μόλις που υπήρχε, κι όσο περισσότερο ταξίδευε πίσω με τη σκέψη του, τόσο λιγότερο με κατάκτηση έμοιαζε. Πραγματικά, έμοιαζε τώρα περισσότερο με μια ήττα, μια τερατώδη ήττα, μια noche triste για την ακρίβεια –μόνο που τώρα, ακόμη και η αίσθηση του πεδίου της μάχης εξαφανίστηκε.
Έμοιαζε περισσότερο, σκέφτηκε, όταν έφτασαν στο Μπαχ, ένα υπόγειο καφέ, η είσοδος του οποίου ήταν πίσω από ένα κιόσκι που έκλεινε τη νύχτα, κι άρχισαν να κατεβαίνουν τα σκαλιά- σαν, επιστρέφοντας στο παρελθόν κατ’ αυτόν τον τρόπο, να βρέθηκε μπροστά σε ένα λαβύρινθο, χωρίς μίτο να τον καθοδηγεί, όπου ο μινώταυρος παραμόνευε σε κάθε βήμα, κι ήταν περισσότερο ένας λαβύρινθος που σε κάθε στροφή του οδηγούσε αλάνθαστα σ’ ένα βάραθρο, όπου μπορούσες να πέσεις ανά πάσα στιγμή, στο βυθό του οποίου βρισκόταν η άβυσσος…
…Βλακώδεις νοσταλγίες! Πόσες φορές δεν είχε φερθεί όπως αυτός ο μεθυσμένος, ή καθόταν στο Μύνχερ Κίντλ συντροφιά με τις νευρώσεις, τον πόνο, τη μοναξιά του. Ή μαζί με τη νέμεσή του, τον οικτρό και καταδικασμένο, θηριώδη Στάνφορντ από το Σαν Φρανσίσκο, ένα απ’ τα λευκά πουκάμισα του οποίου φορούσε ακόμη και τώρα. Και παράλληλα δουλεύοντας –για σκέψου- δουλεύοντας, ενώ έπινε το ποτήρι της κατάπληξης και της ερήμωσης, του αφανισμού, ενώ άκουγε την καμπάνα να σημαίνει την δική του ώρα, μέσα στον ανεμοστρόβιλο της αυτοκαταστροφής του. Στ’ αλήθεια, ο Σίγκμπιορν μπορούσε να του προσδώσει βιβλικές διαστάσεις…. Πώς να εξηγήσει αυτή την παράλογη, σχεδόν υπερφυσική έλξη, που πέρα απ’ τον άνεμο, έπρεπε να της αντισταθεί και ν’ απομακρυνθεί απ’ αυτό που κάποτε ήταν το Μύνχεν Κίντλ. Βγήκαν στο Paseo de la Reforma κι ήταν το ίδιο κι εκεί. Είχε υπάρξει μια Γεσθημανή, ή μια παρωδία της, κι ωστόσο του δημιουργούσε την αίσθηση πως πατούσε σε κάποια γη της επαγγελίας. Θα μπορούσε να το καταλάβει, εάν υπήρχε έστω μια ευχάριστη ανάμνηση να θυμηθεί. Αλλά δεν υπήρχε καμία. Οι μνήμες του ήταν όλες μνήμες μαρτυρίου, τρομακτικής αγωνίας, ή μνήμες της απόδρασης –ή της αποφασιστικής κατάδυσης, ειδικά μέσω του μεσκάλ και της τεκίλας- από τη βεβαιότητα πως η ζωή του γινόταν κομμάτια, πως τελείωνε, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν μνήμες μοναξιάς, ή μιας συντροφιάς που ήταν χειρότερη ακόμα κι από τη μοναξιά. Ο Φερνάντο ήταν η μόνη εξιλαστήρια αρετή του Μεξικό, ή ο Φερνάντο και δυο δονκιχωτικές πράξεις, όμως ο Φερνάντο ανήκε στην Οαχάκα, όχι εδώ…
…‘Μην τα ξαναλέμε αυτά, Πρίμροουζ… Δεν ήταν δικό σου λάθος. Και μήπως δεν χρωστάω σε σένα την ύπαρξη της Κοιλάδας, με περισσότερους από έναν τρόπους; Ο Σίγκμπιορν έσπρωξε πίσω το πιάτο του κι άναψε την πίπα του. ‘Ήταν η μοίρα του, τέλοσπάντων. Κι άλλωστε, αυτό εδώ είναι το πραγματικό βιβλίο’.
‘Ποιο βιβλίο;’
‘Το αληθινό βιβλίο. Τώρα, οτιδήποτε κάνουμε είναι κομμάτι του. Δεν μπορώ να το γράψω φυσικά.’
‘Αλλά τουλάχιστον, καπνίζεις ξανά την πίπα σου, Σίγκμπιορν αγάπη μου’.
‘Και αν το έγραφα, το πιθανότερο είναι πως δεν θα μπορούσε να διαβαστεί. Όμως, αυτό είναι. Ακόμη και τα λάθη που κάνουμε μοιάζουν να υπαγορεύονται απ’ αυτόν τον καταστροφικό δαίμονα –κι ίσως αυτά είναι τα κομμάτια που διαγράφει κάθε φορά, το επόμενο πρωί, όταν ξανακάθεται στο πολύτιμο γραφείο του, ανάμεσα σε δυο αστέρια. Αν κοιμάται ποτέ δηλαδή. Ή τρώει. Εγώ, νομίζω, πως απλά πίνει’.
‘Για ποιο πράγμα μιλάς Σίγκμπιορν;’
‘Κι ούτε είναι καταστροφικός δαίμονας. Μόνο που οι αντιλήψεις του για την τέχνη, κάποιες φορές αρκετά διαφορετικές από τις δικές μας, είναι πιο πλατιές. Κι ότι δεν είναι καταστροφικός δαίμονας το ξέρω, γιατί τον αισθάνομαι να επιζητεί από μένα, από μας, να κάνουμε το καλό, να είμαστε καλοί. Το πρόβλημα είναι –και είναι και δικό του πρόβλημα- πως συνηθίζουμε να παρασυρόμαστε, βάζοντας στο στόμα μας τις δικές του φράσεις. Έτσι αποκτούμε μια λανθασμένη αυτοπεποίθηση που με τη σειρά της τον φέρνει σε απόγνωση, γιατί στην πραγματικότητα είμαστε απολύτως εξαρτημένοι απ’ αυτόν κι χρειαζόμαστε τη βοήθειά του σε κάθε μας βήμα. Και αυτό είναι ο βασικότερος πονοκέφαλός του, επειδή αφού μας έδωσε ζωή, μας έδωσε επίσης και θέληση. Και δεν έχει σημασία, αν αυτή η θέληση λειτουργεί δημιουργικά ή όχι. Ή αν λειτουργεί χωρίς αυτό που εμείς αποκαλούμε επιθυμία. Είναι όμως σημαντικό με τους δικούς του όρους. Γιατί αν η θέλησή μας είναι αρκετά ισχυρή, δεν μπορεί να την υποτάξει. Και μπορεί να επιμένουμε σ’ ένα τραγικό τέλος και να το βρίσκουμε, εκεί όπου εκείνος επιθυμούσε ένα ευτυχισμένο τέλος. Είναι αυτές ακριβώς τις στιγμές που καίει το σπίτι μας ή καταστρέφει τα τρία τέταρτα του έργου της ζωής μας, μόνο και μόνο για να μας υπενθυμίσει την παρουσία του. ‘Ικανοποίησες έτσι το ένστικτό σου της τραγωδίας’, μοιάζει να λέει, ‘για να δούμε τώρα τι θα κάνεις. Ίσως να νομίσεις πως αυτό είναι το τέλος. Αλλά κοντά μου είναι μόνο η αρχή’. Δεν είναι πως επιζητεί τον εξευτελισμό σου με την στενή έννοια, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα αν δεν είμαστε ταπεινοί, μια λέξη που θέλει επαναπροσδιορισμό, γιατί οι προφήτες φαίνεται να την έχουν καταστρέψει.’
‘Ακούγεται σαν να μιλάς για το Θεό.’
‘Ίσως να το κάνω. Ίσως να έχω μια θρησκεία. Ή ίσως ο σκοπός της παρουσίας μας εδώ να είναι πως θα ανακαλύψουμε ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς Θεό. Αλλά δεν ήταν πρόθεσή μου να μιλήσω για το Θεό. Νομίζω πως αναφερόμουν στο προστατευτικό πνεύμα που οι συγγραφείς ονομάζουν δαίμονα, και νομίζω πως ο δικός μου ο δαίμονας δοκιμάζει να γράψει ο ίδιος ένα βιβλίο, αντί να με παρακινεί να το γράψω εγώ, από τη στιγμή που έχω σιγήσει μετά την πυρκαγιά, κι ακόμη περισσότερο έχω αποτύχει εντυπωσιακά να δω το αστείο σ’ όλο αυτό, έστω κι αν ήταν δικό του έργο ή του Θεού’.
‘Δε θα σκεφτόμουν ποτέ πως ο δαίμονάς σου ειδικεύεται στις ευτυχισμένες καταλήξεις’.
‘Νομίζω πως ξεκίνησα με τον δαίμονα, και στην πορεία της αυτάρεσκης ομιλίας μου ανακάλυψα πως μιλάω για τον Θεό.’
‘Κι αν ο καλός σου δαίμονας αποφασίσει πως πρέπει να δοκιμάσεις να γράψεις αυτό το αδιανόητο βιβλίο;’
‘Τότε υποθέτω πως θα δοκιμάσω να το γράψω’…
...Στο Κορνάδα ήταν που είχε πάρει μια σπουδαία απόφαση που άλλαξε αντικειμενικά την πορεία της ζωής του: ήταν στον πύργο που είχε βάλει τον Πρόξενο –Πρόξενος πράγματι, ήταν τόσο αστείο όσο το ξενοδοχείο Νάδα- να πάρει μια παρόμοια απόφαση: αλλά ήταν κάτι περισσότερο. Εδώ είχε χωρίσει με τη Ρουθ. Ήταν μια απόφαση σε εκκρεμότητα μέχρι την τελευταία στιγμή, που εκκρεμούσε απ’ όταν έφυγε από την Κουερναβάκα, κι όσο έκανε εκείνους τους δύσκολους διακανονισμούς με τον Χόλσερ για να ταξιδέψει στην Ισπανία από την Σαλίνα Κρουζ, ή έτσι φανταζόταν ότι έκανε. Κι ενώ έκανε αυτές τις προετοιμασίες, κοιμόταν με τη μία πόρνη μετά την άλλη με τέτοιο πάθος που δεν είχε ποτέ ξανά στη ζωή του ως τότε, μέχρι που σε μια προσπάθεια να χάσει, ή να προβάλει, ή να συνδέσει τα δεινά του με κάτι συγκεκριμένο, η απόφαση ήταν σε εκκρεμότητα ολόκληρη εκείνη την φρικτή νύχτα στην Βία Ντολορόσα, μέχρι την τελευταία στιγμή, γιατί εκείνη είχε αφήσει την απόφασή της ανοικτή, να μην φύγει επιστρέφοντας στην Αμερική.
Αλλά υπήρξε ένα τίμημα, ένα τίμημα που δεν ήταν διατεθειμένος να πληρώσει, το τίμημα του Προξένου, ένα τίμημα, που αν το σκεφτόταν κανείς τώρα, δεν θα έπρεπε να ζητηθεί ποτέ, όπως ακριβώς είχε προνοήσει, δημιουργώντας έναν τόσο αντιπαθή ήρωα, έτσι ώστε εκείνη να του το ζητήσει. ‘Αγάπη μου, αν μείνω μαζί σου, θα σταματήσεις να πίνεις;….’ ‘Αμέσως, από σήμερα;’ Μια δοκιμασία που έμοιαζε με την αγωνία για τη σύφιλη μπροστά στον γιατρό, που νόμιζε πως την είχε κολλήσει από ‘κείνη. ‘Ναι, τώρα’. ‘Λοιπόν, η απάντησή μου είναι Όχι. Τι περίμενες; Θα κατεβάσω κάτω τη βαλίτσα σου.’ Τουλάχιστον η Πρίμροουζ δεν θα έκανε ποτέ φασαρία σχετικά με το ποτό, εάν αυτό ξαναγινόταν προβληματικό. Για την ακρίβεια, έπινε όταν την γνώρισε, κι αν ακόμα δεν την ερωτευόταν, θα άξιζε να την παντρευτεί, μόνο και μόνο γιατί ήταν άνθρωπος που δεν δημιουργούσε φασαρίες. Ή για να το θέσει διαφορετικά, εάν δεν ήταν τέτοιου είδους άνθρωπος, δεν θα είχε σκεφτεί ποτέ του να κόψει το ποτό οριστικά. Και είχε κουβαλήσει τη βαλίτσα –η πρώτη και τελευταία εξυπηρέτηση που έκανε στη Ρουθ- ως το αυτοκίνητο που την περίμεναν οι δυο Αμερικάνοι για να την πάνε στην Καλιφόρνια, αφού σταμάτησε στο μπαρ για ένα μεσκάλ. Ήταν αυτή η σκηνή που επαναλαμβανόταν, ξανά και ξανά, σαν μια χαλασμένη ταινία (και αυτή η χαλασμένη ταινία ήταν μια εικόνα του εαυτού του επίσης), να κατεβαίνει με το ασανσέρ κουβαλώντας τη βαλίτσα, η αίσθηση της μη-πραγματικότητας, οι Αμερικάνοι να περιμένουν στο διθέσιο αυτοκίνητο έξω απ’ το Κορνάδα στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Κι όταν εκείνη εμφανίστηκε ‘Είσαι σίγουρος πως δεν θ’ αλλάξεις γνώμη αγάπη μου –ακόμη και τώρα δεν είναι αργά. Μπορούμε να πάμε στο Γιουκατάν’. ‘Απολύτως σίγουρος. Θα κανονίσω και για τα χρήματα’. ‘Σίγκμπιορν-’ ‘Το ζήτημα δεν είναι ν’ αλλάξω γνώμη Ρουθ. Κι αν είναι, είναι απαραίτητο πρώτα, ν’ αποκτήσω το είδος του μυαλού που εγκρίνεις’. Για μια στιγμή όμως η Ρουθ είχε παραμείνει εκεί, αναποφάσιστη, στο πεζοδρόμιο του ξενοδοχείου Κορνάδα, σχεδόν άφωνη, με το δάχτυλο στο στόμα, μπερδεμένη, σαν παιδί, κι ήταν ίσως μόνο η σκέψη της τυραννίας των παιδιών, ή του νεκρού δικού του, δολοφόνος του οποίου ήταν εκείνη, που τον εμπόδισε να ενδώσει. ‘Έτσι όμως δεν θα καταστρέψεις τη ζωή σου;’ τον ρώτησε. ‘Κατά κάποιο τρόπο ναι’. ‘Θα μετανιώσεις, το ξέρεις’. ‘Αν μετανιώσω δεν πρόκειται να το μάθεις. Έτσι κι αλλιώς, ακόμη κι αν έμενες, εγώ πηγαίνω στην Ισπανία’. ‘Στην Ισπανία, χα!’ ξέσπασε εκείνη περιφρονητικά κι έφυγε. ‘Και φαίνεται να το έχεις ξεχάσει, αλλά δουλεύω’. ‘Δουλεύεις –χεχε!’ ‘Μη φεύγεις όμως έτσι’ πρόσθεσε ο Σίγκμπιορν, σχεδόν με δάκρια στα μάτια. ‘Ω, αγάπη μου, δεν μ’ αγαπάς και ποτέ σου δεν μ’ αγάπησες. Αντίο όμως και ο Θεός μαζί σου. Καλή τύχη’. ‘Αντίο’. ‘Σίγκμπιορν, λυπάμαι για σένα’. ‘Κόψε τη λύπη. Έχω από μόνος μου αρκετή. Κι αμέσως μετά της είπε ‘Και θα χαρώ αν έχεις κι άλλα πράγματα πέρα απ’ τη λύπη κρυμμένα στο μανίκι σου, για τα οποία δεν θα χρειαστεί να λυπηθώ εγώ για σένα’.
Και ύστερα τα μεσκάλ και τα σφαγμένα ελαφάκια: ο Χόλσερ κι η Οαχάκα κι ο Φερνάντο Μαρτίνεζ: κι αργότερα ο Στάνφορντ και το Ακαπούλκο. Ο αποχωρισμός είχε γίνει σχεδόν οκτώ χρόνια πριν από σήμερα, πριν απ’ αυτή την ώρα, πριν απ’ αυτό το πρωινό. ‘Δεν μ’ αγαπάς και ποτέ σου δεν με αγάπησες’. Ήταν αλήθεια; Πέρα από το γεγονός πως κανείς απ’ τους δυο τους δεν είχε αυθεντικά αγαπήσει τον άλλο –σύμφωνα με τις κατηγορίες μέσω των οποίων αντιλαμβανόμαστε αυτά τα πράγματα- παραθέτοντας τον Λουκρήτιο, παραθέτοντας τον Πρόξενο, παραθέτοντας τον εαυτό του. Δεν τα είχε ποτέ συζητήσει όλα αυτά με την Πρίμροουζ, από φόβο μην την πληγώσει. Αναφορικά με το παρελθόν τους κι οι δυο μπορούσαν να διαβάσουν ανάμεσα στις γραμμές, και ειδικότερα η Πρίμροουζ από τη στιγμή που, όπως το είχε παρατηρήσει συμπαθητικά, έπρεπε να δακτυλογραφήσει τόσο πολύ απ’ αυτό το παρελθόν. Αλλά, αν ήξερε την αλήθεια δεν θα είχε πληγωθεί καθόλου: ακριβώς το αντίθετο, εκτός αν έτσι νόμιζε εκείνος.
Όλα αυτά όμως δεν εξηγούσαν την οδύνη, πως οι μέρες στην Οαχάκα, κι αργότερα στο Ακαπούλκο κι αργότερα πάλι εδώ, στην Πόλη του Μεξικό, πριν φύγει από το Μεξικό με τέτοιο ταπεινωτικό τρόπο με το τρένο, κι όπως νόμιζε τότε για πάντα, ήταν οι πιο θλιμμένες της ζωής του. Όταν ο Σίγκμπιορν σκεφτόταν την αγάπη, όπως αυτή που είχαν με την Πρίμροουζ –ή αυτή μεταξύ των γονιών του, ή των αδελφών του με τις συζύγους τους- πάντοτε σκεφτόταν περισσότερο κάτι σαν την βελανιδιά, σκοτεινή, βαριά, δυνατή αλλά επίσης ελαστική, ευλογημένη απ’ τον ήλιο, φωτεινή ή σκιώδης ανάλογα με την εποχή, που επιζούσε από τους κεραυνούς και τις μεγάλες καταιγίδες, και πάντοτε, κατά μυστηριώδη τρόπο συνέχιζε να μεγαλώνει. Ή συχνά τη σκεφτόταν σαν την γενναία τους προβλήτα, ειδικότερα σαν εκείνη την γενναία προβλήτα τους, που δεν ήταν όπως σε πρώτη όψη φαινόταν ένα στείρο σύμβολο μονάχα, αλλά ήταν ικανή να επεκτείνεται συνεχώς, αν όχι αιώνια. Ακόμη περισσότερο, χρειαζόταν συνεχώς επισκευές, κι ενώ είχε τα ισχυρότερα δυνατά θεμέλια, είχε παράλληλα μια από τις πιο ελαφρές κατασκευές, και ήδη είχε αντέξει τις πιο ισχυρές τρικυμίες. Και δεν είχε κατασκευαστεί μόνο με αγάπη: η αγάπη μόνη δεν είναι ποτέ αρκετή. Συχνά έβριζαν σαν θερμαστές όταν την έχτιζαν και είχαν διαβόητους καυγάδες. Όπως ακριβώς καυγάδιζαν κι όταν έχτιζαν το σπίτι, το οποίο ήταν ένα ακόμη καλύτερο σύμβολο, από τη στιγμή που ήταν φανερά ημιτελές, ή θα ήταν πολύ καλύτερο εάν δεν το είχαν εγκαταλείψει τόσο αστόχαστα, έστω και προσωρινά. Αλλά και πάλι, αυτή η οδύνη, ή η υποτροπή της –κι ίσως αυτή να ήταν η μόνη εξήγηση- αναπαριστούσε, όπως έκανε πάντα, μια μετάθεση. Σκέφτηκε σχεδόν με τρόμο πώς ήταν ίσως μια προειδοποίηση, πριν από κάποιο γεγονός που έπρεπε να αποτρέψει με κάθε κόστος, ήταν λες και, από δικό του λάθος, τώρα πιο έντονα, να έχανε την Πρίμροουζ.
Εάν όμως ήταν όντως αλήθεια πως σε εκείνη την περίπτωση η αγάπη δεν είχε υπάρξει, ήταν το ίδιο αλήθεια και για την οδύνη;… Ο χρόνος με το αμείλικτο ξίφος του, τα χρήσιμα νύχια του, είχε βυθίσει αυτές τις αγωνίες κάτω από την επιφάνεια του μυαλού του. Τώρα είχαν ανέβει στην επιφάνεια σαν πλημμύρα. Είχαν βέβαια εξομαλυνθεί κι είχαν γίνει πιο σκληρές, εξακολουθούσαν όμως ν’ αποτελούν κομμάτι της ύπαρξής του. Αλλά ήταν αναμφίβολα παρούσες, αν και για χρόνια αθέατες, και πονούσαν. Όμως η ίδια η οδύνη, του μυαλού και της ψυχής, δεν μπορεί να περιγραφεί. Τα καρφιά, ακόμη και του σταυρού, απ’ τον οποίο αντλούμε την ελπίδα μας, είναι αυτής εδώ της γης. Η ίδια η οδύνη όμως έμοιαζε να προέρχεται από κάπου αλλού, ήταν από άλλο κόσμο κι αντιστεκόταν στην περιγραφή και βρισκόταν σε διαρκή μεταμόρφωση, μια φρενητιώδης πολύπλοκη μεταφορά, μια αδιανόητη παρομοίωση. Σαν αίμα, σαν καπνός, σαν φωτιά, ξεπηδούσε από το πάτωμα, έμπαινε από το παράθυρο, βυθίζοντάς τον, πνίγοντάς τον, σε σπασμούς αγωνίας, θλίψης και ασφυξίας. Κι ύστερα έμοιαζε με τον βρυθηχμό του νερού που δεν σταματά ποτέ, σαν τα κύματα που υψώνονται και πέφτουν σε μια θαλάσσια σπηλιά. Κάπως έτσι, αλλά όχι έτσι ακριβώς. Και ούτε κάπως έτσι, αλλά με κάποιο συνειρμό που προκαλούν αυτές οι λέξεις στη σύγχυσή τους, μέσα, ναι, από την ίδια τους την ανικανότητα να βάλουν μια τάξη, λες και η οδύνη ανήκει στην τάξη εκείνη των πραγμάτων που χαρακτηρίζονται από την ανικανότητα.
Όταν κάποιος επιτρέψει στην καταστροφή να τον καταβάλει ολοκληρωτικά, τείνει να ξεχνά στην πράξη (αν και αυτόματα πενθεί γι’ αυτά) τα ύψη στα οποία είχε φτάσει προηγουμένως και τα εμπόδια που είχε ξεπεράσει για να κατακτήσει αυτά τα ύψη: κι ο παλιός εαυτός αντικρίζει τον νέο με απόλυτη περιφρόνηση γιατί παραδόθηκε, κι ο νέος, φοβισμένος, αποστρέφει τα μάτια του απ’ όλα τα χρόνια που πέρασαν και στο τέλος ξεχνά τον παλιό εαυτό του. Κι αν η ευσπλαχνία του μυαλού είναι υπεύθυνη γι’ αυτή την απώλεια της μνήμης, η διαδικασία αυτή, στη βαθύτερη έννοιά της, είναι ανελέητη. Και πέρα απ’ όλες τις δικαιολογίες μήπως δεν είχε αφήσει τον εαυτό του να καταβληθεί; Και την Πρίμροουζ επίσης στην πορεία. Ιδωμένο απ’ αυτή τη σκοπιά, το ταξίδι αυτό ήταν μια προκλητική μοίρα, όχι κάτι ασήμαντο, ακόμη κι αν κάποιος απέκλειε την πίστη του, πως ήταν ένα ανιδιοτελές δώρο στην Πρίμροουζ. Κι αν υπήρχε μια συγκεκριμένη αποδοχή της αποτυχίας του, ήταν σίγουρα σε μια μεγάλη κλίμακα. Ήταν λες και η νεκρική πυρά στάθηκε ανεπαρκής για τον φοίνικα, κι έπρεπε να ψάξει κάπου γύρω του για κάποιο άλλο εξιλαστήριο θύμα στα βάθη του παρελθόντος του. Και θα έβρισκε, εδώ στο Μεξικό περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού τον παλιό εαυτό του: θα ερχόταν εδώ, περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, πρόσωπο με πρόσωπο, όπως ήλπιζε, και με τον Φερνάντο, και μ’ όποια ατελή υπέρβαση είχε κάνει εκείνος ο άλλος του εαυτός.
‘Ελευθέρωσε το μυαλό σου’, του είπε η φωνή του αδελφικού του φίλου, με
την γνώριμη έντασή της που αργοπέθαινε: ‘Σκέψου τι πρέπει να κάνεις. Τι κάνεις τώρα, δημιουργείς περισσότερες τραγωδίες; Φτωχέ μου φίλε!’ Όλα εκείνα ήταν πολύ όμορφα, σκέφτηκε ο Σίγκμπιορν∙ τότε, ναι, θέλω να πάω στην Οαχάκα, Φερνάντο, πραγματικά μου έλειψες αδελφικέ μου φίλε, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.
Είχε ανοίξει τα φτερά του ο φοίνικας, όπως τον είχε ρωτήσει καλοσυνάτα ο Ντάνιελ; Όχι, αλίμονο όχι, μπορούσε τώρα δυστυχώς να απαντήσει ο Σίγκμπιορν, ο φοίνικας δεν είχε ανοίξει τα φτερά του. Όχι ακόμα. Ήταν αλήθεια πως έβλεπε το ίδιο το Μεξικό σαν την απόλυτη καταστροφή, κι ίδιος ένα αποκαΐδι, η καταδίκη απ’ την οποία είχε αναστηθεί, σαν τον φοίνικα, για να γράψει την τριλογία του. Όμως το να έχει γράψει την Κοιλάδα, ή να είναι η Κοιλάδα ένα τετελεσμένο γεγονός, δεν ήταν προφανώς αρκετό. Το τί άλλο απαιτούνταν απ’ αυτόν ήταν αμφίβολο αλλά μπορούσε να πει κανείς πως δεν είχε αναστηθεί ολοκληρωτικά απ’ τη στιγμή που το σπίτι του δεν είχε ολοκληρωθεί. Κι ωστόσο έμοιαζε σαν να είχε επιστρέψει σε μια άλλη καταστροφή, την οποία δεν είχε καταφέρει επίσης να ξεπεράσει. Ίσως το να βρεθεί στο Μεξικό ήταν, πράγματι, η πνευματική αναλογία της δεύτερης καταστροφής, όταν το σπίτι τους κάηκε, κι από την κόλαση αυτής της φωτιάς ήταν σίγουρο πως δεν είχε ανανήψει ακόμα, και από πνευματική σκοπιά, βρισκόταν ακόμη εντός της. Εκείνη τη νύχτα είχε σκεφτεί τους δρόμους, τους σκοτεινούς, σκοτεινούς δρόμους, τις μελαγχολικές καμπάνες που κάποιες φορές έκαναν την Πόλη του Μεξικό να θυμίζει το Κέημπριτζ, κι ακόμη και τώρα, μπορούσε να θυμηθεί εκείνα τα πανέμορφα ηλιόλουστα πρωινά μόνο μέσω του αλκοόλ, τότε που παρατηρούσε απ’ το μπαρ με τους ξεβαμμένους καφετί τοίχους δίπλα στο σταθμό του τρένου τα κορίτσια και τους φοιτητές να πηγαίνουν στους αγώνες, με τον αέρα να φυσά και καμιά συντροφιά εκτός από τον φόβο, τον παρατεταμένο φόβο που συνοδεύει την επώαση κάποιας τρομερής αρρώστιας. Θυμήθηκε τα πρώτα του ποιήματα, όλα χαμένα πια, κι αν άξιζε να θυμάται κάτι αυτό ήταν η εξαιρετική συγκέντρωση εκείνης της περιόδου, η αξιοθαύμαστη ικανότητα να επικεντρώνεται σε μια συγκεκριμένη σκέψη, έτσι που σε μια περίπτωση μια φέτα λεμόνι σ’ ένα τασάκι είχε μεταβληθεί σε μια μαυροφορεμένη γρια γυναίκα που έτρεμε μέσα στο χιονόνερο. Ο Φερνάντο ήταν η μόνη εξιλαστήρια αρετή μέσα σ’ όλα αυτά, κι ωστόσο το σύμβολο ολόκληρου του Μεξικό. Επομένως, στο όνομα του Θεού, τι ήταν αυτή η προσκόλληση σ’ αυτόν, αυτή η υπερφυσική επιρροή που του ασκούσε;…
...Ωστόσο, τίποτα δεν είχε πάει άσχημα ως τώρα. Κι η βραδιά ήταν μια επιτυχία. Από τη μία πλευρά∙ από την άλλη όμως, ήταν κατά τη διάρκεια της νύχτας, της πρώτης τους νύχτας στο Μεξικό, που άρχιζε σιγά-σιγά να έρχεται αντιμέτωπος με τον αληθινά θετικό, φυσικό, αν και σκοτεινό κίνδυνο εντός του οποίου βρισκόταν, και στον οποίο είχε συνειδητά και ευχάριστα επίσης φέρει τον εαυτό του, συνειδητά και ευχάριστα είχε φέρει και τους δυο τους: η Πρίμροουζ το γνώριζε αυτό κατά κάποιο τρόπο. Στο κάτω-κάτω, εκείνη γνώριζε την Κοιλάδα της Σκιάς του Θανάτου από το τέλος προς την αρχή: για ‘κείνη και το ενδιαφέρον της γι’ αυτόν ήταν ένα ζήτημα εξορκισμού φαντασμάτων. Αλλά για ‘κείνον ήταν κάτι διαφορετικό. Για την ώρα, το πιο ισχυρό φάντασμα που έπρεπε να αντιμετωπίσει ήταν ο ίδιος του ο εαυτός, και είχε σοβαρές επιφυλάξεις για το αν πράγματι ήθελε να το ξορκίσει(1).
(1) Αποσπάσματα από το 4ο κεφάλαιο του:
Dark As The Grave Wherein My Friend Is Laid, Picador, 1991
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου