Ζωγράφος (1879-1940)
Γεννημένος το 1879 στο Μουνχενμπούχζε, κοντά στη Βέρνη της Ελβετίας, ο Πάουλ Κλέε ήταν γιος μουσικών. Ταλαντούχος ο ίδιος στο βιολί, μπήκε στον πειρασμό να ακολουθήσει μουσική σταδιοδρομία και ανάμεσα στο 1903 και στο 1906 έπαιζε περιοδικά με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βέρνης. Στη νεότητά του ο Κλέε έγραψε επίσης ποιήματα και αποπειράθηκε να γράψει θεατρικά έργα. Τα πρώτα του σχέδια ήταν τρυφερά, γλυκά τοπία, στα οποία οι γονείς του διείδαν την πιθανότητα μιας σταδιοδρομίας. Το 1898 ο Κλέε έφυγε για το Μόναχο και ένα χρόνο αργότερα ενεγράφη στην Ακαδημία του Μονάχου, διευθυντής της οποίας ήταν ο Φρίντριχ φον Στουκ, τότε πολύ διάσημος ζωγράφος. Ο Κλέε ολοκλήρωσε τη μαθητεία του με μια επίσκεψη στην Ιταλία, όπου εμπνεύστηκε καθοριστικά από την αναγεννησιακή τέχνη. Το 1906 παντρεύτηκε τη Λίλι Στουμπφ, μια πιανίστρια που είχε γνωρίσει ως σπουδαστής, και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο.
Ο Κλέε εισήλθε στους κόλπους της avant-garde όταν το 1911 έγινε μέλος του «Γαλάζιου Καβαλάρη» («Der Blaue Reiter»), της καλλιτεχνικής ομάδας που είχαν ιδρύσει ο Βασίλι Καντίνσκι και ο Φραντς Μαρκ. Ως το 1914 όμως ο Πάουλ Κλέε το έβρισκε δύσκολο να ζωγραφίσει. Ενιωθε έλλειψη αυτοπεποίθησης και δεν εμπιστευόταν την ικανότητά του ως κολορίστα, γι' αυτό και τα περισσότερα έργα του ως εκείνη τη χρονιά ήταν ασπρόμαυρα. Τον Απρίλιο του 1914 όμως ταξίδεψε στην Τυνησία και εντυπωσιάστηκε από το τοπίο τόσο πολύ που άρχισε να ζωγραφίζει χρησιμοποιώντας έντονα χρώματα. Οι υδατογραφίες που φιλοτέχνησε στην Τυνησία θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτέλεσαν τη βάση για τον χειρισμό του χρώματος σε όλη τη μετέπειτα ζωγραφική του.
Το 1920 ο Πάουλ Κλέε εκλήθη να διδάξει στη Σχολή Αρχιτεκτονικής και Εφαρμοσμένων Τεχνών Bauhaus της Βαϊμάρης. Οι διαλέξεις που έδωσε - οι οποίες αργότερα συγκεντρώθηκαν σε περισσότερες από 3.000 σελίδες σημειώσεων και έχουν εκδοθεί πολλές φορές σε πολλές χώρες - αποτέλεσαν μια απαράμιλλη συνεισφορά στον τομέα της θεωρίας της τέχνης.
Στα μέσα της δεκαετίας του '20 ο Κλέε πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι. Η αυξανόμενη προσήλωσή του στην τέχνη του από τη μια και η πολιτική ένταση που επικρατούσε στη σχολή Bauhaus από την άλλη εξώθησαν τον Κλέε να παραιτηθεί από την έδρα του το 1931, επιλέγοντας μια λιγότερο απαιτητική θέση καθηγητή στην Ακαδημία του Ντύσελντορφ. Παρέμεινε εκεί ως την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία το 1933. Αφού υπέστη αλλεπάλληλες ταπεινώσεις από την Γκεστάπο, ξαναγύρισε στην Ελβετία, όπου και παρέμεινε ως τον θάνατό του το 1940.
Μολονότι ο Κλέε ουδέποτε ενετάχθη σε σχολή ή κίνημα (πέραν του «χαλαρού» «Γαλάζιου Καβαλάρη»), επηρέασε τις περισσότερες καλλιτεχνικές τάσεις που χαρακτήρισαν την πρωτοπορία του 20ού αιώνα. Χωρίς να είναι ούτε παραστατικός ούτε ανεικονικός αλλά με τη δική του ενδοσκοπική, «χαμηλόφωνη», ιδιότυπη προσέγγιση, μας άφησε περισσότερους από 9.000 πίνακες, σχέδια και υδατογραφίες, τεκμήρια της εξαντλητικής του αφοσίωσης στο προσωπικό του όραμα.
Γεννημένος το 1879 στο Μουνχενμπούχζε, κοντά στη Βέρνη της Ελβετίας, ο Πάουλ Κλέε ήταν γιος μουσικών. Ταλαντούχος ο ίδιος στο βιολί, μπήκε στον πειρασμό να ακολουθήσει μουσική σταδιοδρομία και ανάμεσα στο 1903 και στο 1906 έπαιζε περιοδικά με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βέρνης. Στη νεότητά του ο Κλέε έγραψε επίσης ποιήματα και αποπειράθηκε να γράψει θεατρικά έργα. Τα πρώτα του σχέδια ήταν τρυφερά, γλυκά τοπία, στα οποία οι γονείς του διείδαν την πιθανότητα μιας σταδιοδρομίας. Το 1898 ο Κλέε έφυγε για το Μόναχο και ένα χρόνο αργότερα ενεγράφη στην Ακαδημία του Μονάχου, διευθυντής της οποίας ήταν ο Φρίντριχ φον Στουκ, τότε πολύ διάσημος ζωγράφος. Ο Κλέε ολοκλήρωσε τη μαθητεία του με μια επίσκεψη στην Ιταλία, όπου εμπνεύστηκε καθοριστικά από την αναγεννησιακή τέχνη. Το 1906 παντρεύτηκε τη Λίλι Στουμπφ, μια πιανίστρια που είχε γνωρίσει ως σπουδαστής, και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο.
Ο Κλέε εισήλθε στους κόλπους της avant-garde όταν το 1911 έγινε μέλος του «Γαλάζιου Καβαλάρη» («Der Blaue Reiter»), της καλλιτεχνικής ομάδας που είχαν ιδρύσει ο Βασίλι Καντίνσκι και ο Φραντς Μαρκ. Ως το 1914 όμως ο Πάουλ Κλέε το έβρισκε δύσκολο να ζωγραφίσει. Ενιωθε έλλειψη αυτοπεποίθησης και δεν εμπιστευόταν την ικανότητά του ως κολορίστα, γι' αυτό και τα περισσότερα έργα του ως εκείνη τη χρονιά ήταν ασπρόμαυρα. Τον Απρίλιο του 1914 όμως ταξίδεψε στην Τυνησία και εντυπωσιάστηκε από το τοπίο τόσο πολύ που άρχισε να ζωγραφίζει χρησιμοποιώντας έντονα χρώματα. Οι υδατογραφίες που φιλοτέχνησε στην Τυνησία θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτέλεσαν τη βάση για τον χειρισμό του χρώματος σε όλη τη μετέπειτα ζωγραφική του.
Το 1920 ο Πάουλ Κλέε εκλήθη να διδάξει στη Σχολή Αρχιτεκτονικής και Εφαρμοσμένων Τεχνών Bauhaus της Βαϊμάρης. Οι διαλέξεις που έδωσε - οι οποίες αργότερα συγκεντρώθηκαν σε περισσότερες από 3.000 σελίδες σημειώσεων και έχουν εκδοθεί πολλές φορές σε πολλές χώρες - αποτέλεσαν μια απαράμιλλη συνεισφορά στον τομέα της θεωρίας της τέχνης.
Στα μέσα της δεκαετίας του '20 ο Κλέε πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι. Η αυξανόμενη προσήλωσή του στην τέχνη του από τη μια και η πολιτική ένταση που επικρατούσε στη σχολή Bauhaus από την άλλη εξώθησαν τον Κλέε να παραιτηθεί από την έδρα του το 1931, επιλέγοντας μια λιγότερο απαιτητική θέση καθηγητή στην Ακαδημία του Ντύσελντορφ. Παρέμεινε εκεί ως την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία το 1933. Αφού υπέστη αλλεπάλληλες ταπεινώσεις από την Γκεστάπο, ξαναγύρισε στην Ελβετία, όπου και παρέμεινε ως τον θάνατό του το 1940.
Μολονότι ο Κλέε ουδέποτε ενετάχθη σε σχολή ή κίνημα (πέραν του «χαλαρού» «Γαλάζιου Καβαλάρη»), επηρέασε τις περισσότερες καλλιτεχνικές τάσεις που χαρακτήρισαν την πρωτοπορία του 20ού αιώνα. Χωρίς να είναι ούτε παραστατικός ούτε ανεικονικός αλλά με τη δική του ενδοσκοπική, «χαμηλόφωνη», ιδιότυπη προσέγγιση, μας άφησε περισσότερους από 9.000 πίνακες, σχέδια και υδατογραφίες, τεκμήρια της εξαντλητικής του αφοσίωσης στο προσωπικό του όραμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου