Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

Τουλούζ - Λοτρέκ

Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1901 , φεύγει από τη ζωή , ο ζωγράφος Ανρί ντε Τουλούζ - Λοτρέκ.


Ο Τουλούζ είναι 30 χρονών ενώ δείχνει 60. Έχει σύφιλη και πια δε φροντίζει τον εαυτό του. Οι φίλοι του παρατηρούν ότι έχει αρχίσει να παραληρεί. Η οικογένειά του, αφού δεν ξέρει τί να τον κάνει, τον κλείνει μέσα. Στο σανατόριο του Σεν Τζέιμς έχει ένα στενό διάδρομο, όπου το φως της ημέρας ίσα που τρυπώνει από ένα λιγδιασμένο φεγγίτη. Στο τέλος εκείνου του διαδρόμου υπάρχουν δύο κελιά. Ένα για τον Τουλούζ κι ένα για τον συνοδό του. Από εκεί γράφει στον πατέρα του:
''Ό,τι στερείται ελευθερίας, πεθαίνει. Εσύ μου το έμαθες πατέρα.''
Μισή ώρα την ημέρα τον πηγαίνουν για περίπατο στον κήπο του σανατορίου, αλλά εκεί συναντά μόνο φθισικούς τυλιγμένους με μαντήλια. Όπως κι εκείνος, ξεφυσούν και σταματούν σε κάθε βήμα, μετρώντας τα έλατα γύρω τους. Για να αποδείξει ότι είναι καλύτερα, ζητά υλικά για να δουλέψει: εξαγοράζει την ελευθερία του σχεδιάζοντας άλογα τσίρκου. Τον Μάρτιο του 1901 μια εγκεφαλική αιμορραγία τον αφήνει παράλυτο και από τα δύο πόδια. Τον μεταφέρουν στο κάστρο του Μελρομέ, στη Ζιρόντ. Οι φίλοι του παραμένουν άφαντοι.
Η Ζιρόντ είναι πολύ μακριά και στο Παρίσι του τέλους του αιώνα, ο κόσμος ήταν απασχολημένος με τον αισθητισμό των πάντων. Μόνο ο κόμης Αλφόνς, όταν επιστρέφει από τα κυνήγια του, περνά μερικές ώρες δίπλα στο κρεβάτι του αρρώστου, διώχνοντας αφηρημένα τις μύγες που πετούν στο δωμάτιο, με μια σφεντόνα φτιαγμένη με τα κορδόνια των παπουτσιών του.
Μια ζεστή νύχτα ο Τουλούζ ονειρεύεται την καστανοκόκκινη φοράδα του. Το ζώο περπατά σκυφτό στους διαδρόμους του παλατιού, ενώ κουνά το κεφάλι ξεφυσώντας. Τα πέταλά του αντηχούν πάνω στο πέτρινο πάτωμα, περνά μέσα από δωμάτια πνιγμένα σε ταπετσαρίες Λουί ΙΓ, και αποφεύγοντας τα έπιπλα και τα στριμωγμένα στα τραπέζια μπιμπελό, φτάνει στο κρεβάτι.
Τα ρουθούνια της φοράδας διαστέλλονται νευρικά λίγα εκατοστά από το πρόσωπο του αρρώστου, ενώ η φουντωτή ουρά της χτυπά πάνω στο κεφαλάρι του κρεβατιού κάνοντάς το να τρέμει. Ο ζωγράφος ονειρεύεται ότι ξυπνά και τη βλέπει: ''Ω, η ζωή, η ζωή'', μουρμουρίζει προσπαθώντας να απομακρύνει με τα πόδια του, που πια δεν αντιδρούν, τα σεντόνια που του τυλίγουν το σώμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου