Κι ύστερα...έρχεται ο νέος αιώνας φέρνοντας, μαζί με την βιομηχανική εποχή,
τον στρουκτουραλισμό, την ανάλυση του κώδικα, της γλώσσας, την αποδόμηση, σε
ένα δραματικό ιστορικό πέρασμα που ξεκίνησε με την ευφορία του μοντερνισμού και
κατέληξε στο ψυχρό δράμα του μεταμοντερνισμού όπως π.χ. με το «Ζωή: οδηγίες
χρήσης» του Ζορζ Περέκ -
οι γάλλοι στοχάστηκαν πάνω στη ζωή και την κοινωνία και παράλληλα, ανεξάρτητα
από την μαρξιστική λογική. Για να κατανοήσει λοιπόν κανείς το εν λόγω έργο,
έχει στο νου του όλα αυτά, πριν φτάσουμε στο σινεμά. Δεν είναι παράξενο που η
nouvelle vague είναι τόσο πολύ συνδεδεμένη με τον λόγο και ιδίως με το
μυθιστόρημα. Πολλές ταινίες των δημιουργών είναι κείμενα που συνοδεύονται από
την εικόνα παρά το αντίθετο, αν και στην εδώ περίπτωση ισοψηφούν. Θα μπορούσα
να φανταστώ το «Πέρσι στο Μαρίενμπαντ» ως μια ζωντανή παράσταση όπου ο αφηγητής
διαβάζει ενώ βλέπουμε στην οθόνη φωτογραφίες από την ταινία. Αν εξαιρέσεις τα
τράβελινγκ, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν πολύ διαφορετικό - χωρίς αυτό να μειώνει
την φιλμική αξία. Στην ταινία, η αστική τάξη με το στυλ και τους έρωτές της είναι πλέον ένα
συνολικό φάντασμα. Ένα μπαρόκ μέγαρο «ντυμένο» με «νεκρώσιμη» μουσική από
όργανο, λειτουργεί ως μαυσωλείο παλιάς elegance, μνήμης και πιθανοτήτων. Η
περσινή πιθανή συνάντηση των ηρώων, ένας πιθανός έρωτας, ένας πιθανός σύζυγος,
ένας πιθανός φόνος, και μια σίγουρη αδυναμία να ζήσουν μια «πιο πραγματική»
«πραγματικότητα». Το αδιεξοδικό στροβίλισμα απροσδιόριστων
συναισθημάτων-ενορμήσεων θυμίζει την ακατανόητη γραφειοκρατία στον «Πύργο»
του Κάφκα,
θυμίζει φετιχιστικό ιδρυματισμό ή την αυτοπαγίδευση των αστών στον «Άγγελο εξολοθρευτή» που γύρισε ο Μπουνουέλ ένα χρόνο
μετά.
Το φιλμ, θέλει δεν θέλει, αποτελεί σατιρικό ρέκβιεμ της αστικής
φαντασμαγορίας. Ιδιαίτερα σήμερα μοιάζει και με γιγαντιαίο clip για μεγάλο οίκο
μόδας. Αλλά είναι κάτι παραπάνω: Άραγε «αφηγείται την αφήγηση» του μυθιστορήματος
και του είδους της ταινίας που αντιστοιχεί σε μυθιστόρημα; – με την έννοια ότι
άλλες ταινίες (π.χ. του Παζολίνι)
αντιστοιχούν σε ποιήματα. Μήπως δεν αφηγείται τίποτε αφού δεν υπάρχει εξέλιξη
και μοιάζει σαν ο χρόνος να έχει γίνει ένας κλειστός κύκλος; Είναι και μια
αποδόμηση του χρόνου με ανάλογο τρόπο όπως στο 8½ του Fellini;
Μήπως «αφηγείται» την «Επικράτεια των σημείων», άρα και την σημειολογική
επικράτεια του σινεμά; Είναι δράμα και κωμωδία της γραφής; Οι σκέψεις που
γεννιούνται παρασύρονται στο ίδιο χαοτικό πατρόν με αυτό του φιλμ. Ούτως ή άλλως, το απολαυστικό (προ πάντων), διανοητικό παιχνίδι των Resnais-Grillet έχει
νικήσει το χρόνο, κάτι που διαπίστωσα, επιστρέφοντας κι εγώ στο Μαρίενμμπαντ,
μια ακόμη φορά. Βαθμολογία: (5/5) Χ. Καλογερόπουλος
Τετάρτη 5 Απριλίου 2006 : Θυμήσου! Στοπ. Λαβύρινθος. Στοπ. Μπαρόκ παρακμή και γοτθικός τρόμος. Στοπ. Η Α και ο Χ. Στοπ. Το nouveau roman με σάρκα και οστά. Στοπ. 90 λεπτά ίσον αιωνιότητα. Στοπ. Η φροϋδική ενόρμηση της επανάληψης; Στοπ. Η αιώνια επιστροφή του Νίτσε; Στοπ. Το πιο βαρύ φορτίο. Στοπ. Η Delphine Seyrig σα λευκή βασίλισσα. Στοπ. Σοκ στο βενετσιάνικο Λίντο του 1961. Στοπ. Θυμήσου! Δεν πρόκειται για σφυροκόπημα, αλλά για μια ανεπαρκή προπόνηση ενόψει μιας φιλμικής Αποκάλυψης: το « Πέρσι στο Μαρίενμπαντ» προσγειώνεται σαν τοτέμ από τον ουρανό, για να διαχωρίσει το αέναο ξετύλιγμα του σελιλόιντ σε «πριν» και «μετά». Κι όμως, τα ίδια εύσημα δεν αποδόθηκαν στο γκονταρικό « Με κομμένη την ανάσα»; Κοινός παρονομαστής, η αποδιάρθρωση της ακαδημαϊκής αφήγησης: ένας μύθος που γεννήθηκε με τη δύναμη της παλίρροιας, για να πολλαπλασιαστεί ως αστικό κλισέ εξίσου καθησυχαστικό για πληθώρα αδαών. Υπάρχει τίποτα ευκολότερο από το να ξεκουρδίσεις το πιο σύνθετο μαραφέτι, να το διαλύσεις στα εξ ων συνετέθη; Κάπως έτσι η δοκιμιακή γραφή και η λογική του σινεμά-κολάζ προβλήθηκαν επανειλημμένα ως άλλοθι ασυναρτησιών, ενώ κάθε χωριό απέκτησε το Godard-μαστροχαλαστή του.
Δημιουργικά σεληνιασμένοι από την ίδια ευλογημένη συγκυρία, ο Alain Resnais και
ο σεναριογράφος του Alain
Robbe-Grillet, μέλη της ιστορικής Rive Gauche και φιλικά
προσκείμενοι στη nouvelle vague, θα μπορούσαν να χαμογελούν σαρδόνια: το «Πέρσι στο Μαρίενμπαντ» δεν αποδομεί, διότι
κανένα άλλο οικοδόμημα δεν είναι ορατό στον ορίζοντα. Δε γκρεμίζει κανένα
μοντέλο, διότι στέκει εξαρχής σαν επιβλητικό και ανίκητο αρχιτεκτόνημα. Δεν
ανακαλύπτει καν το «κρυφό» σημείο της κλασικής αφήγησης, διότι μοιάζει με το
μοναδικό αυθεντικό μυστήριο του σύμπαντος – απόλυτα αυθύπαρκτο, σα μια οριστική
ηλεκτρική κένωση στον χρόνο, με αμέτρητες εισόδους και καμία έξοδο. Εξ ου και
τούτο το τοτέμ θα αιωρείται πάντοτε λίγο πάνω από την επιφάνεια της Γης,
απλησίαστο για λιπόψυχους και χομπίστες. Εάν κάποιοι, καθηλωμένοι στα κεκτημένα
τους, κριτικοί είχαν αποκηρύξει το «Πάρτι γενεθλίων» του Πίντερ ως «σταυρόλεξο
χωρίς λύση», εδώ συναντούμε έναν αντίστοιχο κύβο του Ρούνμπικ.
Μέσω υμνητικών επιφωνημάτων, μόλις έχει περι-γραφεί το αξεπέραστα μοντέρνο:
ο David Lynch δεν
απάγει τις ιδέες του παρά στο σταυροδρόμι του Resnais και
του Hitchcock ,
ενώ ακόμη και ο Guillermo
Arriaga σκηνοθετεί δια του σεναρίου α λα Robbe-Grillet.
Εκ του αντιστρόφου, το «Πέρσι στο
Μαρίενμπαντ» θα μπορούσε να προκύψει… αύριο ως ιδανική
αποκρυστάλλωση των παραπάνω: η εξέλιξη στην τέχνη μπορεί να αποδειχθεί
παραίσθηση. Ως εδώ ακολουθήσαμε ένα ρεύμα με φυγόκεντρες τάσεις από το πραγματικό – πώς
γίνεται, λοιπόν, το σινεμά βεριτέ να ωχριά σαν απλή χαλκομανία μπροστά στο βαθύ
ρεαλισμό του «Πέρσι στο
Μαρίενμπαντ»; Απλούστατα, δια του εγκλωβισμού του πραγματικού σε
εισαγωγικά: το αίτημα δεν είναι η παγίδευση της ρευστής υποκειμενικής
πραγματικότητας εντός του κάδρου, που μπορεί να αποβεί άκρως σκοταδιστική (η
σημειολογία και η θεωρία της αναπαράστασης είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικές επί
αυτού) – αλλά ό,τι μέσα στην πραγματικότητα παρουσιάζεται να έχει ένα χαρακτήρα
αναμφίβολης βεβαιότητας για το υποκείμενο: το άγχος, ο έρωτας, ακόμα και το
όνειρο (το «πραγματικό», όπως αρέσκεται να το λέει ο Λακάν). Η αλληλοπεριχώρηση
και η τελική όσμωση αυτών είναι που συγκροτεί το ρεαλιστικό στοιχείο του φιλμ.
Η κατάρρευση των αντικειμενικών βεβαιοτήτων (Πέρσι; Στο Μαρίενμπαντ; Γιατί
επιμένει ο Χ; Γιατί δε θυμάται η Α;), λοιπόν, και μόνο αυτή μπορεί να προσφέρει
στον θεατή ένα love story που του ξεγλιστρά σαν άμμος από τα χέρια – μα, ιδού η
πεμπτουσία της ερωτικής περιπέτειας! Ξαφνικά η «Σύντομη συνάντηση» μοιάζει δισδιάστατη
και… σύντομη, και η «Παρένθεση»
του Κανελλόπουλου (η
οποία επανεγγράφει έναν παρόμοιο συσχετισμό σωμάτων – χώρου αλλά όχι απόλυτα
και χρόνου) απόμακρα λυρική. Ας μην πέσουμε όμως στην παγίδα του
ετεροκαθορισμού, τα πάντα βρίσκονται μπροστά στους ερεθισμένους
αμφιβληστροειδείς μας: η Sacha Vierny κινηματογραφεί
σα μουσικός, ναι, οι γκρίζες ισορροπίες της και οι καταδύσεις της στη
μονοχρωμία δίνουν τόνους κλινικούς, απατηλούς, τελικά σπαρακτικούς. Την ίδια
στιγμή ο Resnais,
με τα απρόσμενα φλασάκια και τα ιδιοφυή τράβελινγκ, σκηνοθετεί σαν Άρχων του
Ασυνειδήτου και παραμένει αόρατος, δημιουργώντας ένα θεμελιώδες ζήτημα οπτικής
γωνίας: η κάθε σκηνή «σκηνοθετεί» την επόμενη αλλά και την προηγούμενη, οι
ήρωες του φιλμ είναι και ενορχηστρωτές του, η εσωτερική συνοχή είναι απόλυτη
και γριφώδης – και, σε ένα κοινό με διαφορετικό πήχη μεταφυσικών αντιλήψεων,
ο Resnais θα
μπορούσε να ισχυριστεί ότι το «Πέρσι στο
Μαρίενμπαντ» είναι απολύτως αυτοφυές. Κι όμως, η περιπλάνηση στο
τρίγωνο ασυνείδητο της Α – ασυνείδητο του Χ – κενό αέρος ανάμεσα στα δύο
χρειάζεται κάποιον που θα πάρει σοβαρά τον πόνο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Έναν τραγωδό, λοιπόν; Το πρόβλημα της οπτικής γωνίας επανέρχεται ακόμη πιο έντονο, εμπλέκοντας τον θεατή. Εκεί που τον συνθλίβει, το « Πέρσι στο Μαρίενμπαντ» είναι η μόνη αυθεντική τραγωδία. Εκεί που αποκτά τη χροιά του θρίλερ, ξυπνά εντός του τον «Φόβο και τρόμο» του Κίρκεργκαρντ. Εκεί που του προσφέρει ένα αίσθημα υπεροχής, τέλος, τον έχει τοποθετήσει στην κενή θέση του Θεού: πρόκειται για τη μεγάλη κωμωδία της ύπαρξης. Βαθμολογία: (10/10) Κωνσταντίνος Σαμαράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου