Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Κουμπούρες δεν υπάρχουν

Mια πολύτιμη, ψυχαναλυτική ματιά στο φαινόμενο της σχολικής αποτυχίας.
Κανένα βιβλίο, πόσω μάλλον ο μικρός θησαυρός με τον ευρηματικό τίτλο «Κουμπούρες δεν υπάρχουν», δεν είναι απλώς και μόνο ένα κείμενο. Είναι ένα κείμενο το οποίο συνομιλεί πότε ρητά πότε άρρητα με άλλα βιβλία, με ιδέες, με τη ζώσα πραγματικότητα. Αλλά ενίοτε η αξία του και τα αποτελέσματα αυτής της συνομιλίας μπορούν να αναδειχθούν και να εκτιμηθούν πλήρως υπό συγκεκριμένες περιστάσεις και συγκυρίες. Η επανέκδοση του υπό παρουσίαση βιβλίου δεκατρία χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του έρχεται σε μια στιγμή που δείχνει ιδανική για τουλάχιστον τέσσερις λόγους. Πρώτον, στο μεσοδιάστημα έχει πλέον εκδοθεί ένα ικανό σώμα ψυχαναλυτικών έργων έγκυρα μεταφρασμένων κι επιμελημένων, μεταξύ των οποίων κείμενα του Λακάν ή για τον Λακάν, η κλινική σκέψη και πράξη του οποίου αποτελεί πηγή έμπνευσης για την ψυχαναλύτρια Αννύ Κορντιέ.
Δεύτερον, υπάρχει μια ραγδαία ανάπτυξη κάθε είδους ψυχοθεραπευτικών υπηρεσιών. Τρίτον, ζητήματα που σχετίζονται με «μαθησιακές δυσκολίες» αναγνωρίζονται πια ως προβλήματα από γονείς κι εκπαιδευτικούς –π.χ. βλ. τη δυσλεξία και τη διάδοση της λογοθεραπείας–, ενώ βέβαια είναι περιττό να αναφέρει κανείς τα γενικευμένα κι επιδεινούμενα προβλήματα της ελληνικής εκπαίδευσης. Τέταρτον, διεθνώς κάνει πολύ ισχυρή επανεμφάνιση μια αναγωγιστική προσέγγιση που αναζητά τα αίτια κάθε είδους διανοητικού αλλά και συναισθηματικού προβλήματος στη βιολογία και τα γονίδια. Αυτή η τάση έχει λάβει ακόμη και γελοίες μορφές, όπως είναι το αποκαλούμενο σύνδρομο υπερκινητικότητας το οποίο αντιμετωπίζεται με φάρμακα, ιδίως στις ΗΠΑ.
Μολονότι έχουμε πλέον απομακρυνθεί αποφασιστικά από απλοϊκές προσεγγίσεις του τύπου «δεν τα ‘παίρνει τα γράμματα» η οποία μεταθέτει αστόχαστα στο παιδί την υποτιθέμενη, ενδιάθετη και τελικά αθεράπευτη ανικανότητα να μορφωθεί, εξακολουθεί να μην είναι ξεκάθαρη για τους περισσότερους η πολυπαραγοντική φύση του προβλήματος. Η Κορντιέ τονίζει ακριβώς τις διαφορετικές διαστάσεις που εμπλέκονται και ταυτόχρονα είναι προσεκτική κι ακριβολόγος αφού μας καλεί να σεβαστούμε ως διακριτά, μολονότι διαπλεκόμενα, τα πεδία των κοινωνικών σχέσεων και του ατομικού ψυχισμού. Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν υπάρχει κάποια αιτιώδης ή αναγκαστική σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό περιβάλλον και το πώς αντιδρά το υποκείμενο σε αυτό. Η κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και ιδιαίτερη και έχει να κάνει με τη βιογραφία του καθενός.
Μάλιστα, αναλύει χαρακτηριστικές περιπτώσεις ασθενών της, παιδιών κι εφήβων με προβληματικές σχολικές επιδόσεις, παρουσιάζοντας τη μέθοδο που ακολούθησε, αξιοποιώντας βασικές ψυχαναλυτικές κατηγορίες όπως το ασυνείδητο και το ιδεώδες του εγώ. Αυτές είναι και οι συγκλονιστικότερες σελίδες του βιβλίου, καθώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον ψυχικό πόνο που βιώνουν τα υποκείμενα όταν κάτι έχει αποτύχει στην έκφραση της επιθυμίας τους σε συνάφεια προς το αίτημα των γονιών ή και τις απαιτήσεις του σχολικού περιβάλλοντος. Και δείχνει ανάγλυφα πώς, τουλάχιστον για την ψυχανάλυση, η σχολική αποτυχία είναι της τάξης του συμπτώματος. Δηλαδή με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις, μέσω αυτής εκφράζεται μια ενδοψυχική σύγκρουση, μια αναστολή της σκέψης ή της επιθυμίας για γνώση που κατά κανόνα δεν έχει τίποτα να κάνει με την ευφυΐα του παιδιού. Για παράδειγμα, «η απαγόρευση της γνώσης» που βιώνει ένα υιοθετημένο παιδί μπορεί να εκπορεύεται από μια απαγόρευση της γνώσης όσον αφορά την καταγωγή του που του έχει επιβληθεί από τους θετούς γονείς. Αυτή την απαγόρευση ενδέχεται να τη διαισθανθεί ασυνείδητα και να αντιδράσει σαν «διανοητικά καθυστερημένο». Τι μπορούν να πουν τα γονίδια για αυτό; Ποια φάρμακα θα διορθώσουν την κατάσταση;
learning-disabilities2
Είναι άλλωστε δριμεία η κριτική που ασκεί η συγγραφέας στα τεστ ευφυΐας και τα ψυχομετρικά τεστ, τα οποία σε κάθε περίπτωση αδυνατούν να πουν οτιδήποτε για το «νόημα» του όποιου αποτελέσματος. Δηλαδή, πέραν μιας αμφιβόλου κατάταξης σε κάποιο νοητικό επίπεδο ή απόδοσης ενός χαρακτηρισμού –π.χ. νοητική καθυστέρηση όπως στην προηγούμενη περίπτωση– δεν παρέχουν μια βαθύτερη, ουσιαστικά αξιοποιήσιμη πληροφορία. Αντίστοιχα, η Κορντιέ επιχειρεί να θεμελιώσει τη ριζικά διαφορετική ψυχαναλυτική ματιά αντιδιαστέλλοντάς την προς ψυχολογικές και ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις που επικεντρώνονται στο «εγώ» και την προσωπικότητα, υποβαθμίζοντας το ρόλο του ασυνείδητου και του «διχασμού του υποκειμένου», και οι οποίες ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν αποσπασματικά την ευφυΐα ως αυτοτελή ικανότητα, αντί να την εντάσσουν και να την συνεξετάζουν στο ευρύτερο πλαίσιο των νοητικών και ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου.

Το βιβλίο είναι αναμφίβολα απαιτητικό για τον αμύητο στην ψυχαναλυτική οπτική αναγνώστη, ωστόσο η Κορντιέ γράφει απαράμιλλα προσιτά μέχρι το σημείο να μην προδώσει το αντικείμενό της και με αληθινή αγάπη για αυτό. Αν και η μετάφραση είναι συνολικά αξιόπιστη, υπάρχουν κάποιες αστοχίες που θα μπορούσαν να διορθωθούν σε αυτή την επανέκδοση με πλέον ενοχλητική την απόδοση του «αυτό» (id) λανθασμένα ως «εκείνο».
Απόσπασμα
«Η σχολική αποτυχία είναι πρόσφατο παθολογικό φαινόμενο. Εμφανίστηκε με την εισαγωγή της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και απασχόλησε πολύ τους σημερινούς ανθρώπους λόγω μιας ριζικής αλλαγής στην κοινωνία. Και εδώ, επίσης, τα προβλήματα δεν τα γεννούν μόνες τους οι απαιτήσεις της σημερινής κοινωνίας, όπως πολύ συχνά πιστεύουμε, αλλά ένα υποκείμενο που εκφράζει τη δυσφορία του στη γλώσσα μιας εποχής όπου οι κυρίαρχες αξίες είναι η δύναμη του χρήματος και η κοινωνική επιτυχία. Η κοινωνική πίεση επενεργεί σαν παράγοντας αποκρυστάλλωσης ενός προβλήματος που εγγράφεται με μοναδικό τρόπο στην ιστορία του κάθε ανθρώπου». (σελ. 15)

b5395 Κουμπούρες δεν υπάρχουν
Ψυχανάλυση και σχολική αποτυχία
Αννύ Κορντιέ
Μτφρ. Ακριβή Αλεξιάδη
 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου