Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Η μαθητεία του Ταίρλες


Το 1906, ο τότε πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας Ρόμπερτ Μούζιλ δημοσίευσε στον εκδοτικό οίκο «Wiener Verlag» το μυθιστόρημα «Die Verwirrungen des jungen Törleß». Η επικρατέστερη απόδοση στα ελληνικά είναι «Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες»  Του  Ν. Σκοπλάκη
          
Ωστόσο, η γερμανική λέξη «Zögling» αποκαθιστά ένα έμψυχο υπόλοιπο, αφού δηλώνει όχι μόνο τον οικότροφο και τον τρόφιμο, αλλά και τον μαθητή. Ο Ταίρλες συγκροτείται σαν μια προσωποπαγιωμένη μαθητεία, οι διαστάσεις και οι άλλες εκδοχές της οποίας διαποτίζουν όλο το αφηγηματικό υλικό: χαρακτήρες, πράγματα και καταστάσεις. Αυτές είναι οι αναστατώσεις που μορφοποιούνται ως κράμα παροξυσμού και νηφαλιότητας σε μια συσχετιστική λειτουργία, καθιστώντας το μυθιστόρημα ίσως το προορατικότερο για τον ευρωπαϊκό 20ο αιώνα. Η λογοτεχνική αποτύπωση της αμφιθυμικής σχέσης ανάμεσα στο κοινωνικό και το ψυχικό στη στρατηγική καθυπόταξης των υποκειμένων από την εξουσία το έχει ήδη καταστήσει επίκαιρο και στον 21ο αιώνα.

Ι. Ο χρονότοπος του Ταίρλες:
 Σημαίνοντες στην ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου δεν είναι τόσο οι προσδιορισμοί του περιεχομένου όσο οι διαδικασίες του προσδιορισμού τους. Το λογοτεχνικά αισθητό τοπίο (αστικό, της υπαίθρου ή μίξεις και υποδιαιρέσεις τους) διαβάζεται ως διανοητικό τοπίο της συνείδησης ενός λογοτεχνικού χαρακτήρα, ο οποίος μορφοποιείται και σε μια συνάρτηση που αναδεικνύει η λογοτεχνική θεωρία: χαρακτήρας = «cityscape» = «inscape». Συνάρτηση του «σημασιοδοτημένου χώρου» στη λογοτεχνία. Η λειτουργία αυτής της διαδικασίας προσδιορισμού βασίζεται στη μεταβίβαση της γνωσιακής χαρτογράφησης (cognitive mapping) από τον κόσμο που μας περιβάλλει στον μυθοπλαστικό κόσμο, στον χώρο και τον χρόνο του. Ειδικά για τον χώρο, η προοπτική του συνάγεται ως εξελισσόμενη ολοκλήρωση ευρετηριακών και εικονιστικών σημείων στην αφηγηματική του σύλληψη. Οι ασυμμετρικοί, αλλά αδιαχώριστοι προσδιορισμοί χώρου και χρόνου αποτυπώνονται ανάγλυφα στον «χρονότοπο» του Μπαχτίν: «Στον καλλιτεχνικό-λογοτεχνικό χρονότοπο συντήκονται διακριτικά του χώρου και του χρόνου σε ένα πολυσήμαντο και συγκεκριμένο όλο. Ο χρόνος εκεί πυκνώνει, συστέλλεται και γίνεται ορατός με τους τρόπους της τέχνης. Ο χώρος κερδίζει σε ένταση, εμπλέκεται στην κίνηση του χρόνου, του υποκειμένου, της ιστορίας». Ο χώρος, ο χρόνος και οι χαρακτήρες της λογοτεχνίας γίνονται κατάφορτοι με σημασία, όπως και τα σώματα, τα οποία ως επενέργεια και αλληλουχία εκτείνονται σκοπίμως, μέσω της γνωσιακής χαρτογράφησης του πραγματικού, στην αφηγηματική επιφάνεια.


Ο χρονότοπος του δεκαεξάχρονου Ταίρλες αναφέρεται σε συγκεκριμένα ευρετηριακά και εικονιστικά σημεία της Αυστρο-Ουγγαρίας, αλλά και ευρύτερα της Ευρώπης, από το 1870 μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα: όταν οι κυρίαρχες τάξεις απομόνωναν τους γόνους τους σε εκπαιδευτικά κάτεργα, πειθαρχικά ιδρύματα, ώστε να τους απομακρύνουν από την κοινωνική, πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της εποχής τους, από τις ζωντανές αντιθέσεις και τις ανατρεπτικές πρωτοπορίες, οι οποίες ως (σύμφωνα με τον Μούζιλ) «δελεαστικά πρότυπα» μπορούσαν να περιπλέξουν τις ψυχο-κοινωνικές προϋποθέσεις στην αναπαραγωγή του κυρίαρχου. Κυρίαρχες τάξεις είναι το παραπληρωματικό σύνθεμα από κατάλοιπα της αριστοκρατίας, μεγαλοαστικά και ανερχόμενα μεσαία στρώματα, όπως τα περιγράφει στην κλασική του μονογραφία ο ιστορικός Άρνο Μάγιερ [1]: Ιεροποιώντας τον χωρίς κανόνες ανταγωνισμό στην οικονομία της αγοράς, αναγνωρίζονται σε έναν πεσιμιστικό και άκαμπτο συντηρητισμό, στην αντιδιαφωτιστική αντίδραση. Η ανασυγκρότηση των συντηρητικών δυνάμεων μέσα στον κοινωνικό δαρβινισμό και τις ιδεολογικές επιρροές από το ancien régime αποσκοπούσε στην παρεμπόδιση περισσότερων δημοκρατικών και κοινωνικών αλλαγών, όπως και στην αποδόμηση ορισμένων από όσες είχαν συντελεστεί στο πρόσφατο παρελθόν. Η έννοια του πολέμου, σε όλες τις διαστάσεις της, γινόταν μυστικιστικό αντικείμενο λατρείας των ελίτ εναντίον των κυριαρχούμενων τάξεων και διευκόλυνε την κοινωνική κυριαρχία μετατρέποντας τον κοινωνικό ανταγωνισμό σε εθνικό. Μέσα σε μια βαριά ατμόσφαιρα κοινωνικού δαρβινισμού και αντιδιαφωτιστικών επιρροών, ο πόλεμος επικρατούσε ως πανάκεια και ένα από τα ορατά σύμβολά του ήταν οι σχολές αξιωματικών για τις ελίτ: τις καθιερωμένες και τις επίδοξες [2].

Ο γόνος της εύπορης μεσαίας τάξης Ταίρλες συναντά με διπλό βλέμμα («με τα μάτια της νόησης και με τα μάτια του συναισθήματος»), σε μια στρατιωτική σχολή με οικοτροφείο για τις ελίτ, τον Ράϊτινγκ, τον Μπάϊνεμπεργκ και το θύμα τους, Μπαζίνι. «Ένας μικρός σταθμός στη σιδηροδρομική γραμμή που οδηγεί στη Ρωσία». Ένα αποπραγματοποιημένο (όπως στον Κάφκα) τοπίο, το οποίο, όμως, θα μπορούσε να βρίσκεται κάπου στα ανατολικά σύνορα της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας. «Αντικείμενα και άνθρωποι είχαν κάτι αδιάφορο, άψυχο, μηχανικό, σαν να είχαν βγει από τη σκηνή ενός κουκλοθεάτρου». Στο διανοητικό τοπίο της συνείδησής του, ο Ταίρλες μετεωρίζεται ανάμεσα στη μηχανική αδιαφορία και τα συναισθήματα που προκαλούν οι εμπειρίες στις οποίες παρασύρεται: εμπειρίες από το οπλοστάσιο της βαρβαρότητας και εμπειρίες αναστοχασμού με αφετηρία την καθυπόταξη. Στον χρονότοπο του Ταίρλες αναδεικνύονται οι αιτιώδεις συνάφειες των αναστατώσεών του με την κοινωνία και τους θεσμούς της, όπως έχει εύστοχα τονίσει ο κριτικός Ούβε Μπάουερ.


ΙΙ. Οι αναστατώσεις της ταυτότητας: Εξίσου εύστοχα, η Ρενάτε Σρέντερ-Βέρλε υπενθυμίζει ότι η ψυχοδιανοητική ανάπτυξη του δεκαεξάχρονου Ταίρλες ως επίκεντρο του μυθιστορήματος είναι μια πανουργία της αφήγησης. Το μυθιστόρημα του Μούζιλ διατηρεί επιφανειακή μόνο σχέση με τα σύγχρονα (ή περίπου σύγχρονά του) μυθιστορήματα εφηβείας, ενώ υποσκάπτει όλα τα στοιχεία του «Bildungsroman» («μυθιστορήματος μαθητείας») που χρησιμοποιεί: Εδώ, δεν αναδύεται στο τέλος κάποια πλήρωση, κάποια λύση ή μια καινούργια μορφή ύπαρξης για τον χαρακτήρα, αλλά μια φυγή. Στο τέλος, με προοπτική που ανήκει στον Ταίρλες και όχι στον συγγραφικό αφηγητή, διαβάζουμε: «Ξέρω: τα πράγματα είναι τα πράγματα και μάλλον θα μείνουν για πάντα έτσι. Και εγώ θα τα ατενίζω πότε έτσι και πότε αλλιώς». Σύμφωνα με τον Ντίτμαρ Γκόλντσνιγκ, η επικίνδυνη διανοητική απάθεια του Ταίρλες απέναντι στην πρακτική των εμπειριών καθυπόταξης καταδεικνύει την αντιπολιτική στάση μιας κοινωνικής τάξης από την οποία προέρχεται. Μέσα στο διανοητικό τοπίο της συνείδησης του Ταίρλες, αναγνωρίζουμε το στρατιωτικό οικοτροφείο και τον περίγυρό του ως απείκασμα μιας ιστορικά προσδιορισμένης κοινωνίας, μαζί με την αντινομία του «εσωτερικού» και του «εξωτερικού» κόσμου που αποπραγματοποιεί το κοινωνικό τοπίο. Η διάσταση ανάμεσα στο λεκτό και το μη-λεκτό είτε κάνει τις λέξεις να μην ανταποκρίνονται στις προσδοκίες είτε αποδίδει σ’ αυτές μαγικές ιδιότητες. Έτσι, για τον Ταίρλες οι λέξεις είναι «τυχαίες διαφυγές για το αισθητό», ενώ η γλώσσα αποδίδεται ως μία διαδοχή από αστοχίες, όπως παρατηρεί ο Κλαούντιο Μάγκρις.

Η μαθητεία απαιτεί από τους μαθητές αποκλειστικά πράξεις αναπαραγωγής και προσαρμογής σε μια κυρίαρχη κανονικότητα, παρά τις εξωτερικές διακηρύξεις των αξιών της παιδείας. Η ισοπέδωση και η καταπίεση της υποκειμενικότητας και της επιθυμίας συγκροτούν τη μαθητεία ως εθισμό στην ετερονομία. Η μακιαβελική εξουσιολαγνία του Ράϊτινγκ και ο σαδιστικός ανορθολογισμός του Μπάϊνεμπεργκ μορφοποιούνται και εμπλέκονται με τις σχέσεις εξουσίας που ρυθμίζει και αναπαράγει η συγκεκριμένη μαθητεία: από την καταστροφή του αυτοκαθορισμού αναδύεται ο ατομικισμός του πολέμου ως πανάκεια. Φαινομενικά, ο Ράϊτινγκ και ο Μπάϊνεμπεργκ αντιτίθενται στην ιεραρχική διαστρωμάτωση της μαθητείας με το να στιγματίζουν, να εκμεταλλεύονται και να βασανίζουν τον Μπαζίνι. Στην πραγματικότητα, έρχονται στη θέση του ισχυρότερου και εφαρμόζουν το αξίωμα της εκπαίδευσής τους: μετατρέπουν τον Μπαζίνι σε αντικείμενο, καταστέλλουν τον αυτοκαθορισμό του, τη δυνατότητα αυτοτελούς ύπαρξής του. Η άσκηση στη βαρβαρότητα ενοποιεί, περιχαρακώνει, θεμελιώνει την αυταρχική περίκλειστη ταυτότητα και εγγυάται την αναπαραγωγή των ιεραρχικών της διαστρωματώσεων. Ο συγκλονισμός των δασκάλων με την αποκάλυψη αυτής της παραβατικότητας είναι η αναγκαία ρύθμιση της υποκρισίας, μέχρι να αποκατασταθούν οι ισορροπίες του μη-λεκτού ως επιβράβευση του Ράϊτινγκ και του Μπάϊνεμπεργκ.

Όπως έχει επισημάνει ο Ζαν-Πιέρ Κομετί, ο Μπαζίνι στιγματίζεται ως «τέρας», διότι η υπό συγκρότηση ταυτότητα των διωκτών του αισθάνεται απειλημένη από την «πλαστικότητά» του, την ενδεχομενικότητά του. Ο Μπαζίνι αντιπροσωπεύει μια εμβάθυνση, ένα ριζοσπαστικό τράνταγμα, σαν κομβικότητα στην οντολογία της λίμπιντο. Είναι ικανός να προσανατολίζει την επιθυμία του στον Ράϊτινγκ και στον Ταίρλες και να αποστρέφεται τον Μπάϊνεμπεργκ. Αντιθέτως, ο Ράϊτινγκ όσο διατηρεί ερωτικές σχέσεις με τον Μπαζίνι «δεν είναι ερωτευμένος», αλλά «τον διασκεδάζει, το πολύ να τον δελεάζει αισθητηριακά» (βλ. 5ο κεφάλαιο). Άλλωστε, τόσο το πεδίο της ετεροφυλόφιλης όσο και της ομοφυλόφιλης επιθυμίας δεν διαχωρίζονται, αλλά αποικίζονται από την ίδια εξουσία, η οποία στον δημόσιο χώρο καταδίδει και ιατρικοποιεί το πεδίο της ομοφυλόφιλης επιθυμίας. Τόσο η εκδιδόμενη Μποζένα όσο και ο Μπαζίνι γίνονται επανεδαφοποιήσεις μιας ενέργειας διαχειρίσιμης από την κυρίαρχη τάξη σαν ανάχωμα που την στηρίζει, αντί να ανοίγει νέες διεξόδους [3].     

Στο επόμενο στάδιο, η ταυτότητα ανατάσσει τη δια-σκέδασή της με τον στιγματισμό και την τιμωρία του Μπαζίνι. Με τις μαγικές αστοχίες των λέξεων, ο Μπαζίνι γίνεται αρπακτικός, αναξιοπρεπής παλιάνθρωπος, ο οποίος αντέταξε στις πιο καλοπροαίρετες απόπειρες βελτίωσής του καινούργια ανοσιουργήματα. «Η ποινή του θα δράσει καθαρτήρια. Το να είσαι απλώς άνθρωπος δεν σημαίνει τίποτα», είναι η ετυμηγορία. Η κάθαρση της ταυτότητας από την απειλή του μη ανατάξιμου Άλλου πρέπει να διεξάγεται διαρκώς, συλλογικά και αδυσώπητα. Ο πολεμικός ανορθολογισμός του Μπάϊνεμπεργκ επιμετρά στην «ανάξια ζωή» τις «εγκληματικές πράξεις» της με το μεροληπτικό φίλτρο της ερώτησης: «δεν ντρέπεσαι, λοιπόν, καθόλου;». Ο Γκύντερ Μπάϊν εντοπίζει στην «αξιακή κλίμακα που κατασκευάζεται [...] τις τροπές της “ανάξιας ζωής”, οι οποίες γίνονται συνήθεις μετά το 1933». Ο ίδιος ο Μούζιλ συνειδητοποιεί το 1937 «τη σχέση με την πολιτική», τη σχέση του Ράϊτινγκ και του Μπάϊνεμπεργκ με τον φασισμό στο μυθιστόρημά του: «οι σημερινοί δικτάτορες εν σπέρματι. Επίσης, η αντίληψη της “μάζας” σαν πλάσμα προς εξαναγκασμό» [4].

ΙΙΙ. Οι μεταμορφώσεις του Ταίρλες-«now you see him, now you don’t!»: Αν, όμως, ο Ράϊτινγκ και ο Μπάϊνεμπεργκ είναι δικτάτορες εν σπέρματι, τι είναι ο Ταίρλες; Ο Ταίρλες απορρίπτει τον ανορθολογισμό και τον πόλεμο ως πανάκεια, αλλά δρα συμπληρωματικά προς αυτά, με την ενέργεια μιας ορθολογικότητας κλεισμένης στον εαυτό της, η οποία διαφαίνεται στους τροπισμούς του άγχους και της αμφιθυμίας. Μετεωρίζεται ανάμεσα στον ερεθισμό και στην αδιαφορία, ξένη προς την ερμηνεία των αντιθέσεων: «δεν γνωρίζω πια αινίγματα: τα πράγματα συμβαίνουν, να η μοναδική σοφία». Αντιπαρατίθενται εντός του «τα δύο μισά της ζωής», αλλά η ψυχική κρίση επί του εαυτού συγκαλύπτεται με τον λεπτό φλοιό μιας ιστορικά προσδιορισμένης αστικής αυτεπίγνωσης, ώστε «να δώσει την προσοχή του, ελεύθερος από κάθε δυσφορία, στα βήματα που θα τον έκαναν να προοδεύσει». Το κοινό έδαφος με τους εν σπέρματι δικτάτορες είναι η συνείδηση σαν τεχνική και μέσο της αυτομέθεξης: όπως μέσα από ένα κενό, ξεπηδά η διαρκής επαναληπτικότητα της πράξης. Ο Ράϊτινγκ και ο Μπάϊνεμπεργκ αναζητούν την επιβεβαίωσή της στον εξουσιαστικό καταναγκασμό. Στην περίπτωση του Ταίρλες, η συμπληρωματικότητα στη φρίκη για τη γνωσιοθεωρητική και κοινωνική του προαγωγή γίνεται ο δικός του εθισμός στην ετερονομία της μαθητείας του.

Είναι ρητή η έλξη του για τον Μπαζίνι («δεν μπορούσε να αποφύγει τη δύναμη αυτής της ομορφιάς»), αλλά ταυτοχρόνως η εσωτερική κραυγή «δεν είμαι εγώ! δεν είμαι εγώ! Αύριο θα ξαναγίνω ο εαυτός μου, αύριο!», εκφράζει τα ερείσματα νομιμοποίησης των εν σπέρματι δικτατόρων, αλλά και τις αξιώσεις του για την κυρίαρχη κανονικότητα. Με τον έλεγχο του γυναικείου σώματος (της Μποζένα), τον ερεθισμό διαδέχεται η αδιαφορία. Οι παλινωδίες του απέναντι στον Μπαζίνι και ο φόβος απέναντι στους Ράϊτινγκ και Μπάϊνεμπεργκ αίρονται στην καθαρτήρια κανονικότητα με την παρατηρητικότητα του αισθητή και τη συμμετοχή του στην «τιμωρία». Όταν οι παραχωρήσεις του απέναντι στη βαρβαρότητα σταματούν από τη λύση της υπόθεσης, ο κόσμος στον οποίο προπαρασκευάζεται να εισέλθει είναι το αισθητικό αντισχέδιο στην πραγματικότητα, το ρηγματωμένο διανοητικό πεδίο της συνείδησής του. Αυτό δεν τον κατατάσσει λιγότερο στους φιλοσοφούντες δήμιους: «ήθελε να ξεφορτωθεί έτσι τις παλιές του αποσκευές [...] αυτή η αδυναμία να βρίσκουμε τις λέξεις είχε γούστο». Ο «φανταστικός αριθμός i» της εξουσίας, η βιοπολιτική της, συστηματοποιεί τις μεταμορφώσεις του, σαν άλλη χροιά των λόγων του Ντ’ Αλαμπαίρ υπό τις μεταπτώσεις της αστικής συνείδησης: «Προχωρείστε μπροστά και η πίστη θα σας έρθει». Ο Ζαν Αμερύ, ανταποκρινόμενος σε πρόσκληση του Πέτερ Χαίρτλινγκ το 1971 [5], είδε τον Ταίρλες να γράφει άρθρα για τον Γκαίμπελς κι έπειτα να εισέρχεται αθόρυβα στην μεταπολεμική αυστριακή κοινωνία. Ποιός ξέρει;

_____________

Σημειώσεις

[1]  Αrno Mayer, The Persistence of the Old Regime. Europe to the Great War, εκδ. Verso, Λονδίνο, 1981. 
[2] Βλ. αναλυτικά για τις παραμέτρους που τέθηκαν, Αrno Mayer, ο.π., σελ. 284, 290, 306-307.
[3] Βλ. αναλυτικά γι’ αυτή τη διεργασία στο: Klaus Theweleit,Männerphantasien, τόμος 2, Μόναχο-Ζυρίχη, 2000, σελ. 317-319.
[4] Βλ. Robert Musil, Tagebücher, τόμος α’, εκδ. Rowohlt, σελ. 914.
[5] Βλ. στο Peter Härtling (επιμ.), Leporello fällt aus der Rolle, εκδ. Fischer, Φρανκφούρτη, 1971, σελ. 185-197.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου