Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

«Ιστορία του Ματιού»


Η προκλητική «Ιστορία του Ματιού» του παρ’ ολίγον ιερέα Ζωρζ Μπατάιγ κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1928, όταν ο Μπατάιγ ήταν 31 χρόνων, σε 134 αντίτυπα. Ακολούθησαν δύο ακόμη γαλλικές εκδόσεις το 1940 και το 1941 σε 199 και 500 αντίτυπα αντίστοιχα. Καμιά από αυτές δεν έφερε το όνομα του συγγραφέα της. Η «Ιστορία του Ματιού» εκδόθηκε με το όνομα του Μπατάιγ, μόνο μετά το θάνατό του.Αν και ο Μπατάιγ δεν εναρμονίστηκε ποτέ με τους σουρεαλιστές, εξέδωσε σουρεαλιστικά ανοσιουργήματα δίνοντας στίγμα ανήσυχου πνεύματος. Τέτοιο και η «Ιστορία του Ματιού», έργο άκρατης παράνοιας, αφηνιασμένου σεξ, ποταμών ούρων.

Ως δείγμα ακολουθεί απόσπασμα, στο οποίο τρία από τα πρόσωπα της ιστορίας, προσπαθώντας να διασκεδάσουν την ανία τους, εισβάλλουν σε ναό και αναίτια βασανίζουν τον ιερέα.

Δεν είναι και τόσο δύσκολο να φαντα­στεί κανείς πόσο τα ’χασα όταν είδα τη Σιμόν να γονατίζει μπροστά στην κλούβα του πένθιμου εξομολογητηρίου. Όση ώρα εξομολογιόταν, εγώ περίμενα με πρωτοφανές ενδιαφέρον να δω τι θα επακολουθούσε ύστερ' απ' αυτό το απρόσμενο που είχε τολμήσει. Υπέ­θετα πως εκείνο το βδελυρό υποκείμενο θα πεταγόταν έξω απ' την παλιοπαράγκα του και θα χυμούσε στη βλάσφημη να την κατασπαράξει. Ετοιμαζόμουν μά­λιστα να ρίξω κάτω αυτό εκεί το φρικιαστικό φάντασμα και να το λιώσω στις κλωτσιές, δεν έγινε όμως τίποτ' απ' όλ' αυτά. Η πόρτα της κλούβας εξακολουθούσε να μένει κλειστή, η Σιμόν είχε πιάσει την πάρλα μπρος στο καγκελόφραχτο παραθυράκι και δεν έλεγε να τελειώσει. Αυτή ήταν η κατάσταση.
Κοιταχτήκαμε με τον σερ Έντμοντ απορημένοι, οπότε τα πράγματα άρχιζαν να ξεκαθαρίζουν: η Σι­μόν είχε αρχίσει σιγά-σιγά να ξύνει το μπούτι της και να κουνάει τα πόδια της∙ με το ένα γόνατό της στο προσκυνητάρι, τέντωνε το άλλο στο πάτωμα και ξεγύμνωνε όλο και περισσότερο τους μηρούς της πάνω απ' τις κάλτσες, ενώ συνέχιζε να εξομολογιέται με σι­γανή φωνή. Για μια στιγμή μάλιστα μου φάνηκε πως αυνανιζόταν.

Την πλησίασα προσεχτικά απ' το πλάι για να δω από κοντά τι γινόταν: πραγματικά, η Σιμόν αυνανιζό­ταν, με τ' αριστερό του προσώπου της κολλημένο στο διχτυωτό πλάι στο κεφάλι του παπά, με τα μέλη της τεντωμένα, τα μπούτια της ανοιγμένα και τα δά­χτυλα χωμένα βαθιά μέσα στο τρίχωμα να ψάχνουν. Μπορούσα να την αγγίξω. Έσκυψα και ξεγύμνωσα για μια στιγμή τον κώλο της, οπότε τη στιγμή εκείνη που πήγαινα να το κάνω, την άκουσα να λέει με κα­θαρή φωνή:
Πάτερ μου, τη μεγαλύτερη αμαρτία μου δεν σας την είπα ακόμα.
Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής.
Η μεγαλύτερη αμαρτία μου είναι απλούστατα ότι αυτή τη στιγμή που σας μιλώ, τραβάω μαλακία.
Πέρασαν ακόμα μερικά δευτερόλεπτα με ψίθυ­ρους μέσα στο εξομολογητήριο, και τελικά, σχεδόν με δυνατή φωνή, ξανάπε:
Αν δε με πιστεύετε, να σας δείξω.
Κι άμ' έπος άμ' έργον, σηκώθηκε κι άνοιξε τα σκέλια της μπρός στον ιούδα, ενώ με χέρι σταθερό και γρήγορο μαλακιζόταν.

Έι, παπά, φώναξε η Σιμόν, χτυπώντας μ' όλη της τη δύναμη το χέρι της πάνω στο εξομολογητήριο, τι κάνεις μες στο βρωμοσαράβαλό σου; Τραβάς κι εσύ μαλακία;
Από κει μέσα όμως δεν ακούστηκε καμιά φωνή.
Τότε κι εγώ θ' ανοίξω.
Και τράβηξε την πόρτα.
Μες στο εξομολογητήριο, ο οραματιστής όρθιος, με το κεφάλι σκυφτό, σφούγγιζε το μέτωπό του που έσταζε απ' τον ιδρώτα. Η Σιμόν έψαξε κάτω απ' το ράσο του να βρει την πούτσα του∙ εκείνος έμεινε ασυγκίνητος. Τότε αυτή μάζεψε πάνω το σιχαμερό εκκλησιαστικό του ρούχο και πετάχτηκε έξω ένα μα­κρύ ροδοκόκκινο και σκληρό πέος. Ο παπάς, το μόνο που έκανε, ήταν να τινάξει πίσω με μια γκριμάτσα το κεφάλι του και μ' ένα σφύριγμα που ξέφυγε μέσ' απ' τα δόντια του, δεν έφερε όμως καμιά αντίσταση στη Σι­μόν που έχωσε βαθιά μες στο στόμα της την κτηνω­δία και τη βύζαινε με μακρόπνοες ρουφηξιές.
Ο σερ Έντμοντ κι εγώ είχαμε μείνει κόκαλο. Εμένα προσωπικά μ' είχε καρφώσει στη θέση μου ο θαυμασμός, και δεν ήξερα πια τι να κάνω όταν ο αινιγματικός Εγγλέζος προχώρησε αποφασιστικά προς το εξομολογητήριο, κι αφού έκανε στην μπάντα τη Σιμόν μ' όσο γινόταν μεγαλύτερη αβρότητα, άρπαξε εκείνο το σκουλήκι απ' τον καρπό, τον τράβηξε έξω απ' την τρύπα του και τον ξάπλωσε βάναυσα στο πάτωμα, μπρος στα πόδια μας. Το ιερόσχημο σίχαμα κειτόταν τώρα ίδιο με πτώμα, με τα δόντια καρφω­μένα στο πλακόστρωτο, χωρίς να βγάζει ούτε μια κραυγή. Τον πιάσαμε αμέσως και τον κουβαλήσαμε στο σκευοφυλάκιο.
Ήταν ακόμα με τα μαγαζιά του ανοιχτά και την ψωλή του να κρέμεται απ' έξω, το πρόσωπο πελιδνό και καταϊδρωμένο. Δεν επιχειρούσε να μας εμποδίσει κι ανάπνεε με δυσκολία. Τον καθίσαμε σε μια μεγάλη ξύλινη πολυθρόνα με πολλά γλυπτά σχέδια.
Σενιόρες, είπε το πανάθλιο πλάσμα μυξοκλαίγοντας, με θεωρείτε ίσως υποκριτή.
Όχι, τον αποστόμωσε ο σερ Έντμοντ με τρόπο που δε σήκωνε άλλη κουβέντα.
Τότε η Σιμόν τον ρώτησε:
Πώς σε λένε;
Δον Αμινάδο, αποκρίθηκε αυτός.
Η Σιμόν σήκωσε το χέρι της και χαστούκισε αυτό το ιερατικό ψοφίμι, το χαστούκι όμως είχε σαν απο­τέλεσμα να καβλώσει το ψοφίμι και να του ξαναση­κωθεί. Του τα βγάλαμε όλα, κι η Σιμόν κάθισε ανακούρκουδα και κατούρησε τα ρούχα του σα καμιά σκύλα, έπειτα έπαιξε μες στη χούφτα της τον πούτσο του και του τον πήρε τσιμπούκι, ενώ εγώ τον κα­τουρούσα μες στα ρουθούνια. Αφού φτάσαμε πια στο αποκορύφωμα μιας ψυχρής έξαρσης, γάμησα απ' τον κώλο τη Σιμόν που βύζαινε άγρια την πούτσα του.

Στο μεταξύ, ο σερ Έντμοντ, που παρακολουθούσε τη σκηνή αυτή με το τυπικά hard labour πρόσωπό του, εξέταζε προσεχτικά την αίθουσα όπου είχαμε καταφύγει. Το μάτι του έπεσε σ' ένα καρφί της ξύ­λινης επένδυσης των τοίχων απ' όπου κρεμόταν ένα κλειδάκι.
Τι είν' αυτό το κλειδί; ρώτησε τον Δον Αμι­νάδο.
Απ' την έκφραση τρόμου που διάβασε στο πρό­σωπο του παπά, κατάλαβε πως ήταν το κλειδί του κιβωτίου με τη θεία κοινωνία.
Ο Εγγλέζος ξαναγύρισε σε λίγο φέρνοντας ένα χρυσό αρτοφόριο με πολλά σκαλίσματα γύρω-γύρω που παρίσταναν αγγελούδια γυμνά σαν έρωτες. Ο φουκαράς ο Δον Αμινάδο είχε καρφώσει τα μάτια του σ' αυτό το σκεύος με τις αγιασμένες όστιες που ήταν ακουμπισμένο στο πάτωμα, και τ' όμορφο πρόσωπό του, αυτό το πρόσωπο ηλιθίου, που είχε συσπαστεί απ’ τα δαγκώματα και τα γλειψίματα με τα όποια βασάνιζε το πέος του η Σιμόν, είχε χάσει τελείως το χρώμα του απ' τη δύσπνοια.
Ο σερ Έντμοντ, που τη φορά αυτή είχε αμπαρώσει την πόρτα κι έψαχνε στα ντουλάπια, βρήκε τελικά ένα μεγάλο δισκοπότηρο και μας είπε ν' αφήσουμε για μια στιγμή αυτόν τον αχρείο.
Δες, εξήγησε στη Σιμόν, εδώ, στο αρτοφόριο, είν’ οι όστιες κι εδώ, στο δισκοπότηρο, βάζουν το άσπρο κρασί για τη θεία μετάληψη.
Ψωλόχυμα μυρίζει, είπε η Σιμόν, χώνοντας τη μύτη της μες στ' άζυμα.
Ακριβώς, συνέχισε ο σερ Έντμοντ. Οι όστιες, τ’ αντίδωρα που λέμε, είν' όπως βλέπεις, το σπέρμα του Χριστού υπό μορφή λευκού γλυκίσματος. Όσο τώρα για το κρασί που βάζουν στο δισκοπότηρο, οι παπάδες λένε πως είναι το αίμα του Χριστού, δεν υπάρχει όμως καμιά αμφιβολία πως κάποιο λάθος κά­νουν. Αν πράγματι πίστευαν πως είν' το αίμα του, θα έπαιρναν κόκκινο κρασί, αυτοί όμως παίρνουν άσπρο και μόνον άσπρο, πράγμα που φανερώνει πως βαθιά μέσα τους ξέρουν και παραξέρουν πως το κρασί αυτό είναι τα ούρα του Χριστού.
Ήταν τόσο πειστική η σαφήνεια με την οποία έκα­νε την επίδειξή του, ώστε η Σιμόν κι εγώ, χωρίς να χρειαζόμαστε πια περισσότερες εξηγήσεις, οπλιστήκαμε αυτή με το δισκοπότηρο κι εγώ με το αρτοφόριο και κατευθυνθήκαμε προς τον Δον Αμινάδο που είχε μείνει σαν αναίσθητος στην πολυθρόνα του∙ μόνον ένα ελαφρό τρεμούλιασμα έκανε το κορμί του να δονείται αδιόρατα.
Σαν προανάκρουσμα η Σιμόν του κατάφερε ένα γερό χτύπημα στο κρανίο με τη βάση του δισκοπό­τηρου, πράγμα που τον ταρακούνησε αλλά και τον αποβλάκωσε οριστικά πια. Έπειτα του τον ξαναπήρε με το στόμα, και τη φορά αυτή τ' αγκομαχητά του απ' την κάβλα ήταν να κάνεις εμετό. Αφού μ' αυτό τον τρόπο πέτυχε να φέρει τις αισθήσεις του σε παρο­ξυσμό, τον άρπαξε, με τη βοήθεια του σερ Έντμοντ και τη δική μου, και τον τράνταξε μ' όλη της τη δύναμη:
Δεν τελειώσαμε ακόμα, του είπε μ' ένα ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση. Τώρα θα κατουρήσεις.
Και τον ξαναχτύπησε για δεύτερη φορά στα μούτρα με το άγιο δισκοπότηρο, συγχρόνως όμως είχε αρχίσει να ξεγυμνώνεται μπροστά του κι εγώ την έτρι­βα σ' όλα τα ευαίσθητα σημεία.
Ήταν τόσο επιτακτικό το βλέμμα που είχε καρ­φώσει ο σερ Έντμοντ στ' αποκτηνωμένα μάτια του νεαρού παπά, ώστε το πράγμα έγινε σχεδόν από μόνο του. Ο Δον Αμινάδο άρχισε να κατουράει με θόρυβο μέσα στο δισκοπότηρο που το κρατούσε η Σιμόν κάτω απ' τη χοντρή ψωλή του, και το γέμισε ως απάνω.
Και τώρα, πιες το, τον διέταξε ο σερ Έντμοντ.

Έντρομος ο παλιάνθρωπος άνοιξε το στόμα του και το ήπιε, λαίμαργα και μονορούφι, χωρίς να πάρει ανάσα, μ' ένα είδος σιχαμερής έκστασης. Η Σιμόν χούφτωσε ξανά με το στόμα της τον πούτσο του και μετά άρχισε να του τον παίζει∙ αυτός ξανάρχισε να βγάζει τραγικά ουρλιαχτά απ' την κάβλα του. Με μια κίνηση ανθρώπου που του έχει στρίψει, άρπαξε το ιερό κατουροκάνατο και το εκσφενδόνισε στον τοίχο, όπου αυτό χτύπησε και στράβωσε. Τέσσερα γερά μπράτσα τον έπιασαν και τον σήκωσαν όρθιο κι αυτός, μ' ανοιχτά σκέλια, το κορμί του τανυσμένο και γρυλί­ζοντας σα γουρούνι που το σφάζουν, ξέρασε το σπέρ­μα του πάνω στ' αντίδωρα του αρτοφόριου που η Σιμόν το κρατούσε μπρος του με το ’να χέρι ενώ με τ' άλλο του τραβούσε μαλακία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου