Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Αντρέι Ταρκόφσκι - Νοσταλγία

Ο ΑΝΤΡΕΪ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ:
Ήθελα να κάνω μια ταινία για τη ρώσικη νοσταλγία, γι’ αυτή την ψυχική κατάσταση που αποτελεί ιδιομορφία του έθνους μας και επηρεάζει κάθε ρώσο που βρίσκεται μακριά από την πατρική γη. Το θεωρούσα σχεδόν πατριωτικό καθήκον να κατανοήσω στην εντέλεια αυτή την έννοια. Ήθελα να είναι ένα έργο γύρω από τη μοιραία προσκόλληση των Ρώσων στις εθνικές τους ρίζες, στο παρελθόν τους στην παιδεία τους, στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, στην οικογένεια και στους φίλους τους –προσκόλληση από την οποία δεν ξεφεύγουν σ’ όλη τους τη ζωή ανεξάρτητα που θα τους ρίξει η μοίρα. […]
Ο Γκόρτσακοφ, ο πρωταγωνιστής της "Νοσταλγίας", είναι ποιητής. Έρχεται στην Ιταλία να μαζέψει υλικό για το ρώσο δουλοπάροικο συνθέτη Μπεριόζοφσκι, επειδή γράφει το λιμπρέτο για μια όπερα με θέμα τη ζωή του. Ο Μπεριόζοφσκι είναι ιστορικό πρόσωπο. Φανέρωσε τέτοια κλίση για τη μουσική, που ο αφέντης του τον έστειλε να σπουδάσει στην Ιταλία, όπου και έζησε πολλά χρόνια, έδινε κονσέρτα και τον τιμούσαν πολύ. Στο τέλος όμως, παρακινημένος από την ίδια αναπόδραστη ρώσικη νοσταλγία, αποφάσισε να γυρίσει στη Ρωσία των δουλοπάροικων και των τσιφλικάδων, όπου, λίγο αργότερα, αυτοκτόνησε –κρεμάστηκε. Φυσικά, η ιστορία του συνθέτη παρεμβαίνει σκόπιμα σαν «παράφραση» της κατάστασης του ίδιου του Γκόρτσακοφ: τον βλέπουμε να συνειδητοποιεί βαθύτατα πως είναι ένας παρείσακτος που μπορεί μόνο να παρατηρεί τη ζωή των άλλων από απόσταση, συντριμμένος από τις αναμνήσεις του παρελθόντος και των αγαπημένων προσώπων, μνήμες που τον πλημμυρίζουν ολόκληρο μαζί με τους ήχους και τις μυρουδιές του τόπου του.
Ομολογώ πως όταν πρωτόδα όλο το κινηματογραφημένο υλικό της ταινίας, ανακάλυψα κατάπληκτος ότι το θέαμα το χαρακτήριζε μια αδιαπέραστη μελαγχολία. Η διάθεση και η πνευματική κατάσταση που είχαν αποτυπωθεί στο υλικό το είχαν κάνει τελείως ομοιογενές. Δεν ήταν στόχος μου να πετύχω κάτι τέτοιο, το συμπτωματικό και μοναδικό φαινόμενο που αντίκριζα σήμαινε ότι, ανεξάρτητα από τις δικές μου συγκεκριμένες θεωρητικές προθέσεις, ο φακός υπάκουε πρώτα και κύρια στην εσωτερική μου κατάσταση ενόσω γύριζα: με είχε τσακίσει ο χωρισμός από την οικογένειά μου και από τον συνηθισμένο τρόπο ζωής μου, η δουλειά σε εντελώς πρωτόγνωρες συνθήκες, ακόμα και το ότι χρησιμοποιούσα ξένη γλώσσα. Ήμουν έκπληκτος, λοιπόν και μαζί ενθουσιασμένος, επειδή αυτό που είχε αποτυπωθεί στην ταινία και μου φανερωνόταν πρώτη φορά στο σκοτάδι του κινηματογράφου αποδείκνυε πως η άποψή μου για την τέχνη της οθόνης (ότι μπορεί, μάλιστα επιβάλλεται, να γίνει μήτρα της ατομικής ψυχής, να μεταδώσει τη μοναδικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας) δεν ήταν απλώς καρπός αργόσχολής εικοτολογίας, αλλά πραγματικότητα που ξετυλιγόταν αδιάψευστα μπροστά στα μάτια…
Δεν με ενδιέφερε η ανάπτυξη της πλοκής, η αλυσίδα των γεγονότων, από ταινία σε ταινία αισθανόμουν ολοένα λιγότερο την ανάγκη τους. Με ενδιέφερε πάντοτε ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου, και για μένα ήταν πολύ φυσικό να κάνω ένα ταξίδι στην ψυχολογία την οποία μου υποδείκνυε η στάση ζωής του ήρωα, στις λογοτεχνικές και πολιτισμικές παραδόσεις που θεμελίωναν τον πνευματικό κόσμο. Γνωρίζω καλά ότι από εμπορική άποψη θα ήταν πολύ πιο πλεονεκτικό να κινούμε από μέρος σε μέρος, να δείχνω πλάνα από διάφορες και περίεργες οπτικές γωνίες, να χρησιμοποιώ εξωτικά τοπία και εντυπωσιακούς εσωτερικούς χώρους. Τα εξωτερικά εφέ όμως απλώς απομακρύνουν το στόχο μου απ’ αυτό που θέλω ουσιαστικά να κάνω και τον συσκοτίζουν. Εμένα με ενδιαφέρει ο άνθρωπος, γιατί κλείνει μέσα του ολόκληρο σύμπαν, για να μπορέσω να εκφράσω την ιδέα, το νόημα της ανθρώπινης ζωής, δεν υπάρχει λόγος να απλώσω πίσω της έναν πίνακα φορτωμένο συμβάντα. […]
Η "Νοσταλγία" ήθελα να είναι απαλλαγμένη από οποιοδήποτε τυχαίο ή άσχετο στοιχείο που θα στεκόταν εμπόδιο στον βασικό μου στόχο, ήθελα να δώσω το πορτρέτο ενός ανθρώπου που αποξενώνεται πλήρως από τον κόσμο και από τον εαυτό του, καθώς είναι ανίκανος να ισορροπήσει ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αρμονία που λαχταρά, ενός ανθρώπου βυθισμένου σε νοσταλγία, που την προκαλεί όχι μόνο η απόσταση από τον τόπο του, αλλά και η ολοκληρωτική επιθυμία του για την ακεραιότητα της ύπαρξης. Το σενάριο διορθωνόταν συνεχώς ώσπου έγινε τελικά κάτι σαν μεταφυσικό σύνολό.
Αντρέι Ταρκόφσκι "Σμιλεύοντας το χρόνο" μετάφραση Σεραφείμ Βελέντζας. Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1987
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΪ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ:
Για τι πράγμα μιλάει η Νοσταλγία;
Για την έλλειψη  δυνατότητας να ζεις, για την απουσία ελευθερίας, Αν για παράδειγμα, βάλει κάποιος όρια στην αγάπη, ο άνθρωπος θα παραμορφωθεί εντελώς. Το ίδιο αν κάποιος βάλει όρια στην πνευματική ζωή, ο άνθρωπος τραυματίζεται. Ορισμένοι το νιώθουν πιο δυνατά από τους άλλους και προσπαθούν να δοθούν απόλυτα. Δίνονται σε κάποιον για να σώσουν τον κόσμο από την έλλειψη αγάπης, πρόκειται για την έννοια της θυσίας. Όταν βλέπει κανείς τα όρια που μπαίνουν απ’ τον σημερινό κόσμο σ’ αυτή την αγάπη, σ’ αυτό το δώρο, ο άνθρωπος πρέπει ν’ αρχίσει να υποφέρει. Ο ήρωας της Νοσταλγίας υποφέρει από έλλειψη δυνατότητας να είναι φίλος, να είναι φιλικός μ’ όλο τον κόσμο. Ωστόσο βρίσκει ένα φίλο που υποφέρει το ίδιο μ’ αυτόν, είναι ο τρελός ο Ντομένικο.
Αυτός ο πόνος είναι η νοσταλγία;
Η νοσταλγία είναι ένα ολοκληρωτικό απόλυτα συναίσθημα. Για να το πούμε αλλιώς, μπορεί κανείς να νιώθει νοσταλγία μένοντας στη χώρα του, δίπλα στους δικούς του. Παρά την ύπαρξη ενός ευτυχισμένου σπιτιού, μιας ευτυχισμένης οικογένειας, ο άνθρωπος μπορεί να υποφέρει από νοσταλγία, απλά και μόνο επειδή νιώθει ότι η ψυχή του είναι περιορισμένη, ότι δεν μπορεί ν’ απλωθεί όπως θα το ήθελε. Η νοσταλγία είναι αυτή η αδυναμία μπροστά στον κόσμο, αυτός ο πόνος να μην μπορείς να μεταδώσεις την πνευματικότητά σου στους άλλους ανθρώπους. Είναι το κακό που χτυπά τον ήρωα της Νοσταλγίας: πονάει γιατί δεν μπορεί να έχει φίλους, γιατί δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους. Αυτό το πρόσωπο λέει: «Πρέπει να γκρεμίσουμε τα σύνορα», για να μπορέσει όλος ο κόσμος να ζήσει ελεύθερα την πνευματικότητά του, χωρίς συγκρούσεις. Πονά γενικότερα, για τον απροσάρμοστο στη σύγχρονη ζωή χαρακτήρα του. Δεν μπορεί να νιώθει ευτυχισμένος μπροστά στη μιζέρια του κόσμου. Παίρνει πάνω του αυτή τη συλλογική μιζέρια και θέλει να ζήσει απελευθερωμένος σε σχέση με τον κόσμο. Το πρόβλημά του έχει έντονη σχέση με τη συμπάθεια, δεν μπορεί να ενσαρκώσει απόλυτα αυτό το α΄λισθημα με τους άλλους ανθρώπους, αλλά δεν φτάνει σ’ αυτό απόλυτα.
Τι φάρμακο θα μπορούσατε να δώσετε στον ήρωά σας για να υπερβεί τον πόνο του;
Πρέπει να πιστέψει στις πηγές του, στις ρίζες του. Να ξέρει από που ερχόμαστε, που πάμε, γιατί ζούμε. Δηλαδή να νοιώσει βαθιά εξάρτηση απέναντι στο Δημιουργό του. Αλλιώς, αν η σκέψη για το δημιουργό μας ξεφύγει, ο άνθρωπος γίνεται ζώο. Ο μοναδικός χαρακτηρισμός του ανθρώπου είναι το αίσθημά του της εξάρτησης, αυτή η ελευθερία που του δίνεται να νιώθει τον εαυτό του εξαρτημένο. Αυτή η αίσθηση είναι ο δρόμος της πνευματικότητας. Η τύχη του ανθρώπου συνίσταται στο να αναπτύσσει ακούραστα αυτό το δρόμο προς την πνευματικότητα. Η εξάρτηση είναι η μόνη ευκαιρία του ανθρώπου, γιατί η πίστη στο δημιουργό, η ταπεινή συνείδηση ότι δεν είσαι παρά το δημιούργημα ενός ανώτερου όντος, αυτή η πίστη έχει τη δυνατότητα να σώσει τον κόσμο. Πρέπει να γεμίσει τη ζωή του, από δουλειά, από ανάγκη. Αυτή η σχέση είναι πολύ απλή: μοιάζει μ' αυτήν που ενώνει τα παιδιά με το γονιό. Πρέπει ν' αναγνωρίσεις τη δύναμη, το κύρος του άλλου. Είναι αυτός ο σεβασμός, αυτή η δουλικότητα που δίνει στον άνθρωπο τη δύναμη να βλέπει μέσα του, που τον προικίζει μ' ένα βλέμμα αυτοελέγχου, το βλέμμα της ενατένισης. [...]
Πηγή: Antoine de Baecque "ΑΝΤΡΕΪ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ μια ξενάγηση στο έργο του", μετάφραση: Δώρα Δημητρούλια, εκδόσεις Γκοβόστης. Αθήνα 1991)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου